Στις αρχές του 20ού αιώνα, η Ελλάδα ήταν μια χώρα σε αναβρασμό. Μεγάλες κοινωνικές ανισότητες και ισχυρά τοπικιστικά ήθη συνέθεταν ένα εκρηκτικό μείγμα. Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, ο Πειραιάς έγινε το θέατρο μιας απίστευτης σύγκρουσης που έμεινε στην ιστορία ως ο «Εμφύλιος του Πειραιά». Πρόκειται για την άγνωστη αιματηρή μάχη ανάμεσα σε δύο από τις πιο ανυπότακτες ελληνικές φυλές: τους Μανιάτες και τους Κρητικούς.
Η κυριαρχία των Μανιατών και η μοιραία άφιξη
Εκείνη την εποχή, οι Μανιάτες είχαν το απόλυτο μονοπώλιο στο λιμάνι του Πειραιά. Είχαν έρθει στην περιοχή από το 1835 και είχαν δημιουργήσει μια ισχυρή συντεχνία αχθοφόρων, αναλαμβάνοντας αποκλειστικά τη μεταφορά εμπορευμάτων. Η φήμη τους ως σκληροτράχηλοι και αδίστακτοι τους καθιστούσε αδιαπέραστους. Κανείς άλλος δεν τολμούσε να διεκδικήσει μερίδιο από την επικερδή δουλειά τους.
Όμως, στις 12 Φεβρουαρίου 1903, ένα ιταλικό πλοίο έφτασε στο λιμάνι, μεταφέροντας μια ομάδα περίπου 15 Κρητικών. Ανάμεσα στις αποσκευές τους είχαν και μερικά καλάθια με πορτοκάλια. Οι Μανιάτες έσπευσαν να τα μεταφέρουν, αλλά οι Κρητικοί αρνήθηκαν. Ήθελαν να τα μεταφέρουν μόνοι τους, χωρίς να πληρώσουν τα «χαμαλιάτικα».
Η άρνησή τους στάθηκε η σπίθα για την έκρηξη.
Η μαχαιριά που άναψε τη φωτιά
Οι λεκτικές αντιπαραθέσεις γρήγορα εξελίχθηκαν σε χειροδικίες. Παρά τις προσπάθειες των ψύχραιμων, η κατάσταση ξέφυγε από τον έλεγχο. Ένας Μανιάτης αχθοφόρος, ο Ευστάθιος Σαραντέας, επιτέθηκε με μαχαίρι στον Κρητικό Γιάννη Πολυμενάκη. Ο Σαραντέας κατάφερε να διαφύγει, αλλά η φήμη ότι ο Κρητικός ήταν νεκρός διαδόθηκε με αστραπιαία ταχύτητα.
Η εκδίκηση ήταν πλέον αναπόφευκτη. Οπλισμένες ομάδες Κρητικών κατέβηκαν από τον Προφήτη Ηλία προς το λιμάνι, έτοιμοι για μάχη. Οι εφημερίδες της εποχής περιγράφουν σκηνές απόλυτου χάους. Οι δρόμοι του Πειραιά, από τον Άγιο Σπυρίδωνα μέχρι την Τρούμπα, μετατράπηκαν σε πεδία μάχης.
Το αιματοκύλισμα και η επέμβαση του κράτους
Εκατοντάδες άνδρες από τις δύο πλευρές, οπλισμένοι με μαχαίρια και πιστόλια, κυνηγούσαν τους αντιπάλους τους. Μια μεγάλη μάχη με πυροβολισμούς ξέσπασε στο καφενείο «Η Συνάντησις», όπου σύχναζαν οι Μανιάτες. Οι Κρητικοί ζήτησαν την παράδοσή τους, αλλά οι Μανιάτες απάντησαν με σφαίρες. Μέσα στον πανικό, ένας αστυνομικός, ο Μανώλης Σπυριδάκης από την Κρήτη, τραυματίστηκε θανάσιμα.
Οι συμπλοκές επεκτάθηκαν σε όλη την Αττική, ακόμη και στο Λαύριο. Οι λεηλασίες και οι διασταυρούμενα πυρά έσπειραν τον τρόμο. Ο τίτλος της εφημερίδας «Καιροί» ήταν χαρακτηριστικός: «Ο Πειραιεύς εν τρομοκρατία. Σύρραξις Κρητών και Μανιατών. Φόνοι, τραυματισμοί, διαρπαγαί».
Η κατάσταση είχε ξεφύγει από κάθε έλεγχο, αναγκάζοντας τον πρωθυπουργό Γεώργιο Θεοτόκη να συγκαλέσει έκτακτο υπουργικό συμβούλιο. Με την ενίσχυση του Στρατού και της Χωροφυλακής (πάνω από 1.000 άνδρες), η σύγκρουση τελικά κατεστάλη μετά από τρεις ημέρες χάους.
Ο απολογισμός ήταν τραγικός: τρεις (ή και πέντε) νεκροί, δεκάδες τραυματίες και μεγάλες υλικές ζημιές. Το αποτέλεσμα, όμως, ήταν ιστορικό. Οι Μανιάτες έχασαν το μονοπωλιακό τους δικαίωμα ως αχθοφόροι του λιμανιού, αλλάζοντας για πάντα το καθεστώς στον Πειραιά και δίνοντας την πρώτη μεγάλη μάχη κατά των κλειστών επαγγελμάτων στην Ελλάδα.
