Εισαγωγή
Στις 12 Οκτωβρίου 1972, η ζωή 45 επιβατών και πληρώματος άλλαξε για πάντα. Η στρατιωτική πτήση 571 της Ουρουγουάης, που μετέφερε την ομάδα ράγκμπι Old Christians Club και φίλους από το Μοντεβιδέο στο Σαντιάγο της Χιλής, συνετρίβη στις αφιλόξενες, χιονοσκέπαστες κορυφές των Άνδεων.
Το αεροπλάνο, λόγω λανθασμένης εκτίμησης του άπειρου συγκυβερνήτη, βρέθηκε να πετά πολύ χαμηλά, με αποτέλεσμα να προσκρούσει σε κορυφογραμμή. Η ουρά και τα φτερά αποκόπηκαν, αφήνοντας την άτρακτο να γλιστράει με ιλιγγιώδη ταχύτητα στο χιόνι. Από τους 45 επιβαίνοντες, μόνο 33 επέζησαν αρχικά της πρόσκρουσης. Αυτή ήταν μόνο η αρχή ενός μαρτυρίου που θα κρατούσε 72 ημέρες και θα δοκίμαζε τα όρια της ανθρώπινης θέλησης για ζωή.
Η μάχη με το ψύχος και η χιονοστιβάδα
Οι επιζώντες βρέθηκαν εγκλωβισμένοι σε υψόμετρο 3.660 μέτρων, σε ένα τοπίο απόλυτου λευκού, με ανοιξιάτικα ρούχα και θερμοκρασίες που έφταναν τους -40°C. Με ελάχιστες προμήθειες (μόνο μερικές σοκολάτες και σνακ) και χωρίς φάρμακα, οι φοιτητές ιατρικής Ρομπέρτο Κανέσα και άλλοι επιβάτες οργάνωσαν ένα πρόχειρο καταφύγιο εντός της παραμορφωμένης ατράκτου.
Έντεκα ημέρες μετά τη συντριβή, άκουσαν στο ραδιόφωνο την είδηση που διέλυσε κάθε ελπίδα: οι έρευνες διάσωσης διακόπηκαν. Οι αρχές είχαν συμπεράνει ότι κανείς δεν μπορούσε να έχει επιζήσει. Η φράση «θα φύγουμε από εδώ μόνοι μας» έγινε το σύνθημά τους.
Στις 29 Οκτωβρίου, μια τεράστια χιονοστιβάδα έπληξε την άτρακτο, σκοτώνοντας άλλους οκτώ επιζώντες, μεταξύ των οποίων και τον αρχηγό της ομάδας. Οι εναπομείναντες θάφτηκαν ζωντανοί και χρειάστηκαν τρεις ημέρες για να απελευθερωθούν. Πλέον είχαν απομείνει μόλις 19, και τελικά 16 μετά από περαιτέρω απώλειες λόγω τραυμάτων και υποσιτισμού.
Το ταμπού της επιβίωσης
Με τις λιγοστές προμήθειες να έχουν εξαντληθεί, η πείνα έγινε ο μεγαλύτερος εχθρός, χειρότερος από το κρύο. Οι επιζώντες βρίσκονταν σε μια περιοχή χωρίς καμία μορφή ζωής (ούτε φυτά ούτε ζώα). Οι φοιτητές ιατρικής επιβεβαίωσαν ότι, χωρίς πρωτεΐνη, η επιβίωση ήταν αδύνατη.
Λαμβάνοντας μια απόφαση που στιγμάτισε την ιστορία, οι 16 αποφάσισαν να καταναλώσουν τη σάρκα των νεκρών συνεπιβατών τους, προκειμένου να διατηρηθούν στη ζωή. Ως πιστοί καθολικοί, ζήτησαν την καθοδήγηση του Θεού, με την Καθολική Εκκλησία αργότερα να υπερασπίζεται την πράξη τους, δηλώνοντας ότι η άρνηση θα ισοδυναμούσε με αυτοβουλία αφαίρεση της ζωής.
Η επική πορεία προς τη σωτηρία
Εξήντα ημέρες μετά τη συντριβή, ο Νάντο Παράδο, που είχε χάσει τη μητέρα και την αδερφή του, αποφάσισε ότι η παθητική αναμονή σήμαινε θάνατο. Μαζί με τον Ρομπέρτο Κανέσα και τον Αντόνιο Βιθίν ξεκίνησαν μια τελευταία, απελπισμένη αποστολή προς τα δυτικά, πεπεισμένοι ότι ο πολιτισμός ήταν κοντά.
Εξοπλισμένοι με αυτοσχέδιο υπνόσακο και ρούχα φτιαγμένα από υπολείμματα, ο Νάντο και ο Ρομπέρτο συνέχισαν, ενώ ο Βιθίν επέστρεψε πίσω. Μετά από 10 ημέρες και 60 χιλιόμετρα πεζοπορίας στα πιο δύσβατα μονοπάτια, χωρίς κανέναν χάρτη ή εξοπλισμό, έφτασαν τελικά σε έναν ποταμό. Στην απέναντι όχθη, αντίκρισαν έναν Χιλιανό έμπορο, τον Σέρχιο Καταλάν.
Το θαύμα των 72 ημερών
Ο Νάντο έριξε ένα σημείωμα στην απέναντι πλευρά, περιγράφοντας την τραγωδία. Ο Καταλάν έφερε βοήθεια και στις 22 Δεκεμβρίου 1972, 71 ημέρες μετά τη συντριβή, τα ελικόπτερα διάσωσης έφτασαν στην άτρακτο.
Δεκαέξι άνδρες, όλοι μέλη της ομάδας ράγκμπι, διασώθηκαν. Η τοποθεσία πήρε το όνομα «Κοιλάδα των Δακρύων».
Οι επιζώντες, όπως ο Νάντο Παράδο (ομιλητής και συγγραφέας) και ο Ρομπέρτο Κανέσα (παιδοκαρδιολόγος), έγιναν σύμβολα του ανθρώπινου πνεύματος και της θέλησης για ζωή, αποδεικνύοντας ότι η ανθρώπινη ψυχή μπορεί να αντέξει την απόλυτη φρίκη. Το 2012, 40 χρόνια μετά, οι επιζώντες ταξίδεψαν στη Χιλή για να δώσουν τον αγώνα ράγκμπι που δεν πρόλαβαν το 1972.
.jpg)