Στις 15 Μαρτίου του 1985, το ήσυχο χωριό Παλιά Βίγλα της Άρτας, με τους 300 κατοίκους του, βυθίστηκε σε έναν εφιάλτη που θα σημάδευε για πάντα τα ελληνικά εγκληματικά χρονικά. Μέσα σε λίγες μόνο ώρες, ένας αγρότης και οικογενειάρχης, ο Παντελής Μπιζώνης, μετατράπηκε σε δράστη μιας μαζικής δολοφονίας, αφαιρώντας έξι ζωές συγχωριανών του, ανάμεσά τους και μέλη της οικογένειάς του.
Πώς ένας φαινομενικά πράος χωρικός έφτασε στη σφαγή; Τα κίνητρα κρύβονται σε ένα εκρηκτικό μείγμα πικρίας, φθόνου και ανεξέλεγκτου πάθους, όλα πυροδοτημένα από μια μοιραία νύχτα και το αλκοόλ.
Ο δράστης και το υπόβαθρο των φόνων
Ο 50χρονος Παντελής Μπιζώνης ζούσε στη Βίγλα ως σκληρά εργαζόμενος αγρότης και κτηνοτρόφος, πατέρας τεσσάρων κοριτσιών. Ήταν γνωστός ως λάτρης του ποτηριού.
Τα τελευταία χρόνια, ο Μπιζώνης αντιμετώπιζε σοβαρά οικονομικά προβλήματα, έχοντας ξοδέψει την περιουσία του για να προικίσει τις κόρες του. Παράλληλα, παρατηρούσε συγχωριανούς του, ανάμεσά τους και συγγενείς του, όπως ο ξάδερφός του Λευτέρης, να ευημερούν. Αυτή η κατάσταση δημιούργησε έναν κόμπο πίκρας και φθόνου στον ψυχισμό του, ενισχύοντας την αίσθηση ότι η ζωή τον αδικούσε.
Η σπίθα της τραγωδίας: Η προσβολή στο καφενείο
Η νύχτα της 15ης Μαρτίου ξεκίνησε στο μοναδικό καφενείο του χωριού, ιδιοκτησίας του Ναπολέοντα Ευστρατίου.
Ο Μπιζώνης, ήδη από το απόγευμα, κατανάλωνε μεγάλες ποσότητες αλκοόλ. Γύρω στις 11:00 το βράδυ, ένας συγχωριανός, ο 52χρονος Σπύρος Τζόρας, του προσέφερε ένα κέρασμα. Ο μεθυσμένος Μπιζώνης θεώρησε την κίνηση προσβλητική, ανακαλώντας ίσως παλαιότερες ταπεινώσεις. Η ένταση ανέβηκε ραγδαία, οι δύο άνδρες καυγάδισαν και πιάστηκαν στα χέρια.
Ταπεινωμένος και έξαλλος, ο Μπιζώνης έφυγε από το καφενείο με τα μάτια του να γυαλίζουν. Οι θαμώνες νόμιζαν ότι το επεισόδιο είχε λήξει. Έκαναν τραγικό λάθος.
Το πογκρόμ αίματος: Έξι ψυχές χάνονται σε λίγα λεπτά
Η ηρεμία δεν κράτησε παρά μόνο λίγα λεπτά.
Φάση 1: Η σφαγή στο καφενείο
Ο Παντελής Μπιζώνης επέστρεψε, οπλισμένος με την καραμπίνα του, και άρχισε να πυροβολεί αδιακρίτως.
- Ο πρώτος που έπεσε νεκρός ήταν ο Σπύρος Τζόρας, ο άνθρωπος που του είχε προσφέρει το κέρασμα.
- Ακολούθησε ο Ναπολέων Ευστρατίου, ο καφετζής.
- Ο τρίτος νεκρός ήταν ο Λευτέρης Μπιζώνης, συγγενής του δράστη, ο οποίος εικάζεται ότι ήταν ο πραγματικός στόχος του φθόνου.
Μέσα στον πανικό, ένας νεαρός, ο Σπύρος Τζόρας (συνονόματος του πρώτου θύματος), όρμησε στον δράστη και, αν και τραυματισμένος, κατάφερε να τον αφοπλίσει. Ο Μπιζώνης, όμως, κατάφερε να διαφύγει.
Φάση 2: Η διπλή εκτέλεση στον φρόμο
Η μανία του δράστη δεν είχε κοπάσει. Έφτασε στο σπίτι του, άρπαξε ένα δίκανο κυνηγετικό όπλο και βγήκε ξανά στους σκοτεινούς δρόμους, αποφασισμένος να συνεχίσει.
Στον κεντρικό δρόμο βρήκε τρεις συγχωριανούς: 4. Την Αφροδίτη Τζιόρα, μητέρα του νεαρού που τον είχε αφοπλίσει. 5. Τον Βασίλη Μπιζώνη (ξάδερφο του δράστη) και 6. Την Παναγιώτα Μπιζώνη (σύζυγος του Βασίλη).
Τους εκτέλεσε και τους τρεις εν ψυχρώ στην άσφαλτο. Μέσα σε λίγα λεπτά, έξι άνθρωποι ήταν νεκροί.
Η Σύλληψη και η Δίκη: Πολλαπλά Ισόβια
Μετά το φονικό, ο Μπιζώνης κρύφτηκε στα γύρω υψώματα. Ισχυρές αστυνομικές δυνάμεις ξεκίνησαν ανθρωποκυνηγητό και τελικά τον εντόπισαν να κρύβεται σε μια στάνη. Ύστερα από πολύωρες διαπραγματεύσεις, ο δολοφόνος παραδόθηκε με τα χέρια ψηλά.
Στην απολογία του, ο Μπιζώνης απέδωσε τις πράξεις του στο αλκοόλ («Αυτό το καταραμμένο το ποιοτό ήταν η αιτία») και φέρεται να μετανόησε βαθιά, δηλώνοντας ότι δεν θυμόταν καλά τι είχε κάνει.
Ωστόσο, η δικαιοσύνη ήταν αμείλικτη. Το δικαστήριο έκρινε τον Παντελή Μπιζώνη ένοχο για ανθρωποκτονίες από πρόθεση κατά συρροή. Καταδικάστηκε σε πολλαπλά ισόβια δεσμά (τρεις ποινές ισόβιας κάθειρξης), μια ποινή που πρακτικά σήμαινε ότι δεν θα έβλεπε ποτέ ξανά τον έξω κόσμο ως ελεύθερος άνθρωπος.
Η Σφαγή της Βίγλας συγκαταλέγεται στα πιο συγκλονιστικά αληθινά εγκλήματα της σύγχρονης Ελλάδας, λειτουργώντας ως σκοτεινή υπενθύμιση του πόσο καταστροφικός μπορεί να γίνει ο συνδυασμός προσωπικής απόγνωσης, ανεξέλεγκτου πάθους και αλκοόλ.
.jpg)