Στις αρχές της δεκαετίας του '80, σε μια ήσυχη εργατική γειτονιά του Βόλου, η ζωή κυλούσε ανέμελα. Τα παιδιά έπαιζαν στους χωματόδρομους και οι γονείς φώναζαν από τα μπαλκόνια. Ανάμεσα σε αυτά τα παιδιά ήταν η 9χρονη Πόπη Μπεϊνά, ένα χαμογελαστό κορίτσι που όλοι αγαπούσαν. Κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί ότι αυτό το γνώριμο, ασφαλές περιβάλλον θα γινόταν ο τόπος ενός πρωτοφανούς εγκλήματος, με θύμα το μικρό αγγελούδι της γειτονιάς και δράστη έναν άνθρωπο «της διπλανής πόρτας».
Η ανησυχία ξεκίνησε ένα απόγευμα, όταν η Πόπη δεν γύρισε σπίτι της. Οι γονείς της, καθώς άρχισε να νυχτώνει, κινητοποίησαν τη γειτονιά. Όλοι έψαχναν με φακούς στους δρόμους, φωνάζοντας το όνομά της. Δυστυχώς, οι χειρότεροι φόβοι επιβεβαιώθηκαν λίγες ώρες αργότερα. Ένας γείτονας βρήκε το κοριτσάκι νεκρό, σε ένα ερημικό σημείο κοντά στη γειτονιά, πίσω από κάποια παλιά παραπήγματα. Το θέαμα πάγωσε την αστυνομία και τους κατοίκους. Η ιατροδικαστική εξέταση αποκάλυψε την αδιανόητη αγριότητα της πράξης: το μικρό κορίτσι είχε βιαστεί και στραγγαλιστεί. Ο Βόλος βυθίστηκε σε θρήνο, οργή και φόβο.
Η έρευνα επικεντρώθηκε αμέσως στην τοπική κοινότητα. Μερικά παιδιά ανέφεραν ότι είχαν δει την Πόπη να μιλάει με έναν έφηβο λίγο πριν χαθούν τα ίχνη της. Πολύ γρήγορα, οι ψίθυροι των γειτόνων οδήγησαν σε ένα όνομα: Χρήστος Πετρόπουλος. Ο Χρήστος ήταν 17 ετών, γνωστός στην περιοχή, ένα παιδί που ποτέ δεν είχε απασχολήσει ιδιαίτερα. Όταν κλήθηκε για ανάκριση, αρνήθηκε αρχικά οποιαδήποτε ανάμειξη. Ωστόσο, οι αποδείξεις άρχισαν να στενεύουν τον κλοιό: φήμες μιλούσαν για ίχνη χώματος και αίματος στα ρούχα του, καθώς και για σημάδια πάλης. Τελικά, υπό την πίεση, ο 17χρονος λύγισε και ομολόγησε την αποτρόπαια πράξη του. Παραδέχτηκε ότι επιτέθηκε στην Πόπη, την απομόνωσε στο σημείο, ικανοποίησε με βία τις αρρωστημένες του ορέξεις και κατόπιν της στέρησε τη ζωή.
Η ομολογία του Χρήστου Πετρόπουλου προκάλεσε μούδιασμα στην τοπική κοινωνία. Κανείς δεν μπορούσε να συνδυάσει τον ήσυχο έφηβο με τη φρικαλεότητα του εγκλήματος. Οι κραυγές της μητέρας της Πόπης αντηχούσαν έξω από τα δικαστήρια, ζητώντας μια απάντηση στο γιατί. Η υπόθεση οδηγήθηκε στη δικαιοσύνη, με τον Χρήστο Πετρόπουλο να κάθεται στο εδώλιο κατηγορούμενος για βιασμό και ανθρωποκτονία από πρόθεση. Οι δικαστές τον έκριναν ένοχο, αλλά, λόγω του ότι ο δράστης ήταν ανήλικος, δεν μπορούσαν να του επιβάλουν την ποινή των ισοβίων. Αντί γι’ αυτό, καταδικάστηκε σε περιορισμό σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων.
Η απόφαση προκάλεσε έντονες αντιδράσεις στους κατοίκους του Βόλου, οι οποίοι θεώρησαν την ποινή πολύ επιεική για τη φρίκη που προκλήθηκε. Πράγματι, μετά από μερικά χρόνια, ο Χρήστος Πετρόπουλος αφέθηκε ελεύθερος, καθώς εξέτισε το ανώτατο όριο κράτησης που προβλεπόταν για ανήλικο δράστη. Λέγεται ότι έφυγε από τον Βόλο, προσπαθώντας να ξεκινήσει μια νέα ζωή. Για την οικογένεια της Πόπης, ωστόσο, η πληγή δεν έκλεισε ποτέ. Η τραγωδία αυτή, που συνέβη την ίδια περίοδο που η ελληνική κοινωνία συντασσόταν από άλλες εγκληματικές υποθέσεις (όπως αυτή του διαβόητου Δράκου της Παραλιακής), έθεσε σοβαρά ερωτήματα σχετικά με τη νομική αντιμετώπιση των ανήλικων δραστών. Η δολοφονία της μικρής Πόπης παραμένει ένα σκοτεινό κεφάλαιο στην ιστορία του Βόλου, υπενθυμίζοντας σιωπηρά ότι το κακό μπορεί να κρύβεται ακόμα και στη διπλανή πόρτα.
.jpg)