Η 21η Νοεμβρίου του 1995 ξημέρωσε στο Αιγάλεω ως μια ήσυχη Τρίτη, αλλά σύντομα μετατράπηκε σε σκηνικό μιας από τις πιο συγκλονιστικές οικογενειακές τραγωδίες στην Ελλάδα. Λίγο μετά τις 9 το πρωί, η ησυχία της γειτονιάς διαταράχθηκε από τις φωνές της 27χρονης Καλλιόπης Αναγνωστίδου. Οι γείτονες αντίκρισαν τη νεαρή μητέρα στον δρόμο, να κρατά στην αγκαλιά της τον τρίχρονο γιο της, Δημήτρη, μέσα στα αίματα, ενώ εκείνη φώναζε πανικόβλητη πως ένας άγνωστος άντρας, ίσως αλλοδαπός, είχε εισβάλει στο σπίτι και είχε μαχαιρώσει το παιδί. Παρά τις απεγνωσμένες προσπάθειες των γιατρών στο νοσοκομείο, ο μικρός Δημήτρης υπέκυψε στα σοβαρά του τραύματα δύο ώρες αργότερα, βυθίζοντας την περιοχή στο πένθος και προκαλώντας τεράστια ερωτηματικά για το τι πραγματικά συνέβη.
Κατά την έρευνα των αστυνομικών, η εκδοχή της Καλλιόπης Αναγνωστίδου άρχισε γρήγορα να καταρρέει. Δεν βρέθηκαν ίχνη διάρρηξης στο διαμέρισμα, ούτε υπήρξε μάρτυρας που να είδε τον υποτιθέμενο εισβολέα. Την ίδια στιγμή, οι μαρτυρίες των γειτόνων αποκάλυψαν πως η συμπεριφορά της γυναίκας ήταν εδώ και καιρό ιδιαίτερα ασταθής και περίεργη, με συχνές περιόδους κλάματος και έντονης αναστάτωσης. Οι υποψίες των αρχών ενισχύθηκαν όταν ήρθαν στην επιφάνεια οι τραγικές λεπτομέρειες του ψυχιατρικού της ιστορικού. Η Καλιόπη είχε ήδη χάσει την επιμέλεια των τεσσάρων άλλων παιδιών της μετά από διαζύγιο και είχε στο ιστορικό της επτά προηγούμενες απόπειρες αυτοκτονίας. Η απώλεια των παιδιών της, σε συνδυασμό με τη μη επαρκή ψυχιατρική υποστήριξη, την είχε οδηγήσει σε μια βαθιά ψυχική κατάρρευση, με το φονικό του μικρού Δημήτρη να αποτελεί το τραγικό αποκορύφωμα μιας σειράς γεγονότων που είχαν περάσει απαρατήρητα.
Έναν χρόνο μετά, τον Νοέμβριο του 1996, ξεκίνησε η δίκη της μητέρας, με την κοινή γνώμη να παρακολουθεί συγκλονισμένη. Η υπεράσπιση της Καλιόπης τόνισε το μακροχρόνιο ιστορικό των ψυχιατρικών της προβλημάτων και υποστήριξε πως την μοιραία στιγμή δεν είχε την πλήρη συναίσθηση των πράξεών της. Το δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα στοιχεία, αποφάσισε τελικά πως η Καλλιόπη ήταν ακαταλόγιστη κατά τη διάρκεια του εγκλήματος. Δεν καταδικάστηκε σε φυλάκιση, αλλά διατάχθηκε ο εγκλεισμός της σε ειδικό ψυχιατρικό κατάστημα, όπου θα παρέμενε υπό συνεχή παρακολούθηση και φροντίδα. Αυτή η απόφαση, αν και προκάλεσε ανάμεικτα συναισθήματα, τόνιζε τη διάσταση της ψυχικής νόσου που οδήγησε σε αυτή την ανείπωτη τραγωδία.
Πίσω από τα κλειστά παράθυρα του ψυχιατρείου, η τραγωδία της Καλιόπης Αναγνωστίδου συνεχιζόταν. Μαρτυρίες ανθρώπων που εργάζονταν εκεί αποκάλυψαν μια συγκλονιστική λεπτομέρεια: η Καλιόπη περνούσε ατελείωτες ώρες γράφοντας γράμματα στον νεκρό της γιο, τον Δημήτρη. Αυτά τα γράμματα, γεμάτα απόγνωση, τύψεις και ατελείωτη αγάπη, δεν έφταναν ποτέ στον παραλήπτη τους, αλλά ήταν η μοναδική διέξοδος και παρηγοριά της. Η ιστορία αυτή αποτελεί μέχρι σήμερα μια σκοτεινή υπενθύμιση του ανθρώπινου πόνου και της σημασίας της έγκαιρης και επαρκούς αντιμετώπισης της ψυχικής νόσου, η οποία μπορεί να παρασύρει τα πάντα στο πέρασμά της.
