Η ιστορία της Θεοδώρας Σουλφχάρα αποτελεί ένα δραματικό παράδειγμα για το πώς η ανεξέλεγκτη δύναμη των μέσων μαζικής ενημέρωσης μπορεί να καταστρέψει τη ζωή ενός ατόμου, ακόμη και όταν η δικαιοσύνη αποφανθεί εντελώς αντίθετα. Η Θεοδώρα, πολιτική πρόσφυγας από την Τσεχοσλοβακία, αναζήτησε καταφύγιο στην Ελλάδα το 1990 με τα δύο παιδιά της, προσπαθώντας να ξεφύγει από έναν βίαιο και αλκοολικό σύζυγο που είχε απειλήσει τη ζωή τους. Ωστόσο, η επιστροφή στην πατρίδα της μετετράπηκε γρήγορα σε νέο εφιάλτη. Αντιμετώπισε ρατσισμό ως «η Τσέχα» στο χωριό και προσπάθειες εκμετάλλευσης λόγω της ευάλωτης θέσης της. Μετακόμισε στη Θεσσαλονίκη, όπου εργάστηκε ως λαντζιέρα και αποκλειστική νοσοκόμα, παλεύοντας να εξασφαλίσει μια αξιοπρεπή ζωή για την ίδια και τα παιδιά της.
Τον Σεπτέμβριο του 1994, η ζωή της εκτροχιάστηκε όταν βρέθηκε στο στόχαστρο των μέσων, τα οποία την βάφτισαν «σύγχρονη Μήδεια» και «ανθρωπόμορφο τέρας» πριν καν υπάρξει δίκη. Οι αρχικές κατηγορίες ήταν διπλές: η φερόμενη δηλητηρίαση δύο ηλικιωμένων, τους οποίους φρόντιζε, και ο τραγικός θάνατος του 9χρονου γιου της, Νίκου. Ο μικρός Νίκος, ο οποίος αντιμετώπιζε ψυχιατρικά προβλήματα, είχε δραπετεύσει από την παιδοψυχιατρική κλινική του Ιπποκράτειου Νοσοκομείου και βρέθηκε σε κωματώδη κατάσταση έξω από την πόρτα του σπιτιού της μητέρας του. Κατηγορήθηκε ότι ο θάνατος του παιδιού, ο οποίος αρχικά αποδόθηκε σε υπογλυκαιμικό κόμμα από χορήγηση αντιδιαβητικής ουσίας, οφειλόταν σε έκθεση ανηλίκου σε κίνδυνο. Η Θεοδώρα βρέθηκε προφυλακισμένη για 17 μήνες, όπου υπέστη ξυλοδαρμούς και βασανιστήρια από συγκρατούμενές της που είχαν πειστεί από το δημόσιο λιντσάρισμα ότι είχε σκοτώσει το παιδί της.
Η δικαστική της περιπέτεια, όμως, έδειξε ότι επρόκειτο για φιάσκο. Το 1996, το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης εξέδωσε απαλλακτικό βούλευμα, αποδίδοντας τον θάνατο του γιου της σε χρόνια ασθένεια και υιογενή λοίμωξη. Οι ιατροδικαστικές αναλύσεις έκριναν ότι η αρχική γνωμάτευση βασιζόταν σε ελλιπή και ατελή στοιχεία. Το βούλευμα, μάλιστα, κατέληξε στην αμείλικτη διαπίστωση ότι η ψυχοπαθολογική κατάσταση της Θεοδώρας και η υπερβολική δημοσιότητα επέβαλαν έναν «μονομερή προσανατολισμό» στην προανάκριση, με στόχο την συγκάλυψη των ευθυνών των εμπλεκόμενων φορέων. Ακολούθησαν αθωωτικές αποφάσεις από τα δικαστήρια, τόσο για τους θανάτους των ηλικιωμένων όσο και για τις σοβαρότατες κατηγορίες αποπλάνησης και αιμομιξίας με τα παιδιά της, οι οποίες βασίστηκαν σε αβάσιμες μαρτυρίες που αργότερα ανακλήθηκαν.
Παρά την πλήρη δικαστική της αθώωση, ο διασυρμός που υπέστη ήταν βαρύτερος από κάθε ποινή. Η κοινωνία, οι συγγενείς και τα ΜΜΕ την είχαν ήδη καταδικάσει. Η Θεοδώρα Σουλφχάρα δεν κατάφερε ποτέ να δικαιωθεί ηθικά και οικονομικά, καθώς η αγωγή της για αποζημίωση από την ιατροδικαστική υπηρεσία απορρίφθηκε. Η ζωή της σημαδεύτηκε από τη μοναξιά, την οικονομική δυσπραγία και το βαρύ στίγμα. Τελικά, η άτυχη γυναίκα πέθανε μόνη από καρκίνο το 2007, στα 57 της, ολοκληρώνοντας μια ζωή που καταστράφηκε από την αδικία και τη βιαστική καταδίκη. Η ιστορία της αποτελεί μια διαρκή υπενθύμιση για την ανάγκη υπευθυνότητας των μέσων και την κρίσιμη αποτυχία των κοινωνικών υπηρεσιών να στηρίξουν τους αδύναμους πολίτες.
.jpg)