Φανταστείτε έναν αυτοκράτορα που ο λαός του αγαπά, ο οποίος έχει στο πλευρό του την πιο όμορφη γυναίκα της εποχής και έχει οδηγήσει την αυτοκρατορία σε θριαμβευτικές νίκες. Αυτή ήταν η εικόνα του Νικηφόρου Β' Φωκά, ενός από τους ικανότερους στρατηγούς που πέρασαν από το Βυζάντιο. Καταγόμενος από μια αμιγώς στρατιωτική οικογένεια, ο Νικηφόρος δεν είχε αυτοκρατορικές βλέψεις, ωστόσο ανέβηκε στον θρόνο όταν ο νεαρός αυτοκράτορας Ρωμανός Β' πέθανε ξαφνικά. Η χήρα του, η πανέξυπνη και γοητευτική Θεοφανώ, τον παντρεύτηκε για να εξασφαλίσει την προστασία των ανήλικων γιων της και την ίδια της τη θέση. Ο Νικηφόρος, ήδη λαοφιλής λόγω των επιτυχιών του – όπως η ανακατάληψη της Κρήτης και οι νίκες κατά των Αράβων – έγινε πλέον ο ισχυρότερος άνδρας της Αυτοκρατορίας.
Ωστόσο, η αρχική λαοφιλία άρχισε γρήγορα να εξασθενεί. Ο βαθιά ευσεβής Νικηφόρος, με το στρατιωτικό του υπόβαθρο, δυσκολευόταν να εναρμονιστεί με την αριστοκρατία και τον λαό της Κωνσταντινούπολης. Οι ευγενείς έβλεπαν την επιρροή τους να χάνεται, ενώ ο λαός κουράστηκε από την αύξηση της φορολογίας και την κακή διαχείριση της αυτοκρατορίας κατά τη διάρκεια μιας μεγάλης περιόδου πείνας. Την ίδια περίοδο, φήμες και προφητείες άρχισαν να κυκλοφορούν στην Πόλη, με έναν ερημίτη να προαναγγέλλει τον θάνατο του αυτοκράτορα εντός τριών μηνών, κάτι που σε συνδυασμό με τον θάνατο του πατέρα του, έριξε τον Νικηφόρο σε βαθιά μελαγχολία.
Εδώ ξεκινά η συνωμοσία που θα άλλαζε τον ρου της ιστορίας. Η Θεοφανώ, βλέποντας το αρνητικό κλίμα να μεγαλώνει, φοβήθηκε ότι ο Νικηφόρος δεν μπορούσε πλέον να προστατεύσει ούτε την ίδια ούτε τους γιους της. Έτσι, βρήκε τη λύση στο πρόσωπο του ανιψιού του αυτοκράτορα, του φιλόδοξου στρατηγού Ιωάννη Τζιμισκή. Οι δύο τους συνεργάστηκαν στενά – με πολλούς να υποψιάζονται ότι η σχέση τους ήταν κάτι παραπάνω από πολιτική – με τελικό στόχο τη δολοφονία του Νικηφόρου και την άνοδο του Ιωάννη στον θρόνο. Αν και ο αυτοκράτορας είχε υποψιαστεί τη σχέση τους και είχε εξορίσει τον Τζιμισκή, η Θεοφανώ κατάφερε με γλυκόλογα να τον πείσει να τον φέρει πίσω στην Κωνσταντινούπολη.
Το σχέδιο τελειοποιήθηκε μέρα με τη μέρα. Συνωμότες άρχισαν να εισέρχονται στο παλάτι, μεταμφιεσμένοι σε γυναίκες, και κρύφτηκαν σε ένα μυστικό δωμάτιο που τους υπέδειξε η Θεοφανώ. Παρότι ο Νικηφόρος έλαβε σημείωμα για την επικείμενη δολοφονία του στις 10 Δεκεμβρίου, εφησύχασε μετά τον έλεγχο από τον έμπιστό του Μιχαήλ. Το βράδυ της μοιραίας μέρας, η Θεοφανώ βρήκε μια δικαιολογία να βγει από τη βασιλική κρεβατοκάμαρα, αφήνοντας την πόρτα ξεκλείδωτη. Ο Τζιμισκής και οι άντρες του μπήκαν στον περίβολο του παλατιού ανεβαίνοντας με ένα ψάθινο καφάσι από τα τείχη. Προς έκπληξή τους, ο αυτοκράτορας δεν κοιμόταν στο κρεβάτι, αλλά στο πάτωμα, τυλιγμένος με μια γούνα μπροστά στο εικονοστάσι του, λόγω της βαθιάς του πίστης.
Οι συνωμότες τον κύκλωσαν και άρχισαν να τον χτυπούν με μανία. Ο Νικηφόρος ξύπνησε τρομαγμένος, ζητώντας βοήθεια από την Παναγία. Ο Τζιμισκής άρπαξε τον πρώην μέντορα και θείο του από τα γένια, τον έβρισε και άρχισε μαζί με τους άλλους συνωμότες να τον χτυπούν στο πρόσωπο με τις λαβές των όπλων τους. Αφού ικανοποιήθηκε η οργή τους, ο Τζιμισκής του έριξε μια δυνατή κλωτσιά στο στήθος και τον χτύπησε στο κρανίο με το ξίφος του, διατάζοντας τους υπόλοιπους να τον αποτελειώσουν. Με αυτόν τον βίαιο και ανηλεή τρόπο έφυγε από τη ζωή ο Νικηφόρος Φωκάς, τη νύχτα της 10ης προς 11η Δεκεμβρίου, επιβεβαιώνοντας τη ζοφερή προφητεία. Η δολοφονία αυτή παραμένει μία από τις πιο τραγικές και βίαιες πράξεις προδοσίας στην ιστορία του Βυζαντίου.
