Ο Τζέφρι Έπσταϊν αποτελεί μία από τις πιο σκοτεινές φιγούρες της σύγχρονης ιστορίας, συνώνυμο της κατάχρησης εξουσίας και της διαφθοράς. Ζούσε περικυκλωμένος από ασύλληπτο πλούτο: τη μεγαλύτερη ιδιωτική κατοικία στη Νέα Υόρκη, ιδιωτικά νησιά όπως το Little St. James στις Παρθένες Νήσους, ένα ράντσο στο Νέο Μεξικό, και μια σειρά από αεροσκάφη. Η φήμη του άρχισε να αμαυρώνεται γύρω στο 1998, όταν απέκτησε το νησί του, όμως η πραγματική αποκάλυψη ήρθε μέσα από τις μαρτυρίες των ίδιων των θυμάτων. Κοπέλες, κάτω των 16 ετών, προερχόμενες συχνά από φτωχά ή κακοποιητικά περιβάλλοντα, παρασύρονταν με υποσχέσεις για χρήματα, στέγη και σπουδές, για να καταλήξουν στο σπίτι του Έπσταϊν για «μασάζ».
Ο Έπσταϊν είχε δημιουργήσει ένα αποκρουστικό σύστημα πυραμίδας για τη στρατολόγηση, πληρώνοντας τις ανήλικες να φέρνουν και άλλες φίλες τους έναντι αμοιβής. Τα ίδια τα θύματα γίνονταν έτσι παράλληλα και διακινητές του. Οι αρχές εντόπισαν επίσης στοιχεία ότι εκπόρνευε τα κορίτσια και σε δικούς του πελάτες. Το 2005, μετά από εφόδους στο σπίτι του στο Παλμ Μπιτς, βρέθηκαν στοιχεία που επιβεβαίωναν τις μαρτυρίες, όπως πίνακες με ανήλικα κορίτσια. Ωστόσο, η υπόθεση σκοντάφτε σε πολλά εμπόδια, με τις τοπικές αρχές να δέχονται απειλές και τα θύματα να παίρνουν χρηματική αποζημίωση, σε μία αμφιλεγόμενη διαδικασία όπου ουσιαστικά αγνοήθηκε ότι ένα παιδί δεν μπορεί να συναινέσει σε σεξουαλική πράξη με ενήλικα.
Ο μυστηριώδης τρόπος που απέκτησε την αμύθητη περιουσία του δείχνει τις ικανότητές του στη χειραγώγηση. Αφού αποφοίτησε νωρίς, χωρίς όμως να ολοκληρώσει τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης, δίδαξε μαθηματικά χωρίς πτυχίο και στη συνέχεια συνεργάστηκε με τον Steven Hoffenberg, ο οποίος αργότερα αποκαλύφθηκε ότι ήταν ο επικεφαλής ενός σχήματος Ponzi. Ο Έπσταϊν, αποδεικνύοντας τις ικανότητές του ως απατεώνας, κατάφερε να γίνει επενδυτικός σύμβουλος, συνεργαζόμενος αποκλειστικά με άτομα που διέθεταν πάνω από ένα δισεκατομμύριο δολάρια. Οι διασυνδέσεις του αυτές του έδωσαν τελικά την ασυλία. Το 2008, ομοσπονδιακός εισαγγελέας Alexander Acosta έκλεισε μία μυστική συμφωνία μαζί του, αγνοώντας τις 40 καταθέσεις θυμάτων. Ο Έπσταϊν κρίθηκε ένοχος για υποκίνηση σε πορνεία, αλλά εξέτισε μία εικονική ποινή 13 μηνών σε ιδιωτική πτέρυγα, εργαζόμενος εκτός φυλακής για 12 ώρες την ημέρα, έξι ημέρες την εβδομάδα.
Η φωνή των θυμάτων άρχισε να ακούγεται δυνατά με το κίνημα Me Too το 2017. Οι έρευνες εντάθηκαν, και το 2019 η συμφωνία του 2008 κρίθηκε παράνομη. Τον Ιούλιο του 2019, ο Έπσταϊν συνελήφθη στη Νέα Υόρκη με κατηγορίες για εμπορία ανηλίκων (sex trafficking). Κατά την έφοδο, βρέθηκαν φωτογραφίες των θυμάτων του και γενικότερα πορνογραφικό υλικό. Όλοι οι διάσημοι που συναναστρέφονταν μαζί του έσπευσαν να δηλώσουν άγνοια, ενώ η εγγύηση των 100 εκατομμυρίων δολαρίων που ζήτησε απορρίφθηκε, καθώς βρέθηκαν στην κατοχή του διαμάντια και πλαστά διαβατήρια, στοιχεία που έδειχναν ξεκάθαρα σχέδιο διαφυγής.
Στις 10 Αυγούστου 2019, ο Τζέφρι Έπσταϊν βρέθηκε απαγχονισμένος στο κελί του. Οι συνθήκες του θανάτου του υπήρξαν εξαιρετικά ύποπτες: δύο κάμερες δυσλειτουργούσαν, οι φρουροί είχαν αποκοιμηθεί για τρεις ώρες και είχαν παραβιαστεί οι κανόνες για την επίβλεψή του. Δύο μέρες νωρίτερα, είχε υπογράψει διαθήκη μεταβιβάζοντας την περιουσία του σε καταπίστευμα, με μοναδικό δικαιούχο τον αδερφό του, γεγονός που ενίσχυσε τις θεωρίες συνωμοσίας περί δολοφονίας. Η συνεργάτιδά του, Ghislaine Maxwell, η οποία φερόταν ως ο συνδετικός κρίκος του με την ελίτ και η βασική στρατολόγος, συνελήφθη 11 μήνες αργότερα και καταδικάστηκε σε 20 χρόνια φυλάκισης.
Η υπόθεση ανέδειξε τις φήμες για εκβιασμό της ελίτ. Στο σπίτι του στη Νέα Υόρκη, το οποίο του είχε παραχωρηθεί από τον ιδιοκτήτη της Victoria’s Secret, Les Wexner, βρέθηκαν κρυφές κάμερες παντού, ακόμα και στις τουαλέτες, με την υπόνοια ότι βιντεοσκοπούσε τους ισχυρούς προσκεκλημένους του για να τους εκβιάζει. Διαρροές σημειώσεων και emails αποκάλυψαν επαφές με σημαντικές προσωπικότητες, ενώ αναφέρθηκε ότι το 2017 είχε απειλήσει τον Μπιλ Γκέιτς (Bill Gates) εκβιάζοντάς τον για προσωπική του σχέση. Η δικαιοσύνη, παρά τις προσπάθειες, άφησε πολλά αναπάντητα ερωτήματα, με τα θύματα να νιώθουν ότι η φωνή τους δεν ακούστηκε αρκετά απέναντι στην εξουσία και τον πλούτο που περιέβαλλε τον Έπσταϊν.
