Στα τέλη του 19ου αιώνα, στην καρδιά της Λακωνικής Μάνης, διατηρούνταν ακόμη ζωντανή η σκληρή παράδοση του γδικωμού – του αιματηρού κύκλου της εκδίκησης, γνωστού ως βεντέτα. Στο πέτρινο χωριό Κοίτα, δύο ισχυρές πατριές βρέθηκαν σε τροχιά σύγκρουσης, πυροδοτώντας τη μεγαλύτερη και πιο βίαιη εμφύλια διαμάχη που γνώρισε ποτέ η περιοχή.
Η τιμή πάνω από τη ζωή – Το χωριό Κοίτα
Η Μάνη ήταν μια κλειστή κοινωνία όπου η τιμή μετρούσε πάνω από τη ζωή. Οι πολεμόπυργοι, σύμβολα δύναμης και οχύρωσης, δέσποζαν πάνω από το χωριό, λειτουργώντας ως σιωπηρή προειδοποίηση. Στα στενά σοκάκια της Κοίτας, αρκούσε μια σπίθα – μια προσβολή της τιμής, μια διαφωνία για τα λιγοστά βοσκοτόπια – για να ανάψει τη φωτιά του πολέμου.
Το 1870-1871, η σπίθα έπεσε. Η αντιπαλότητα μεταξύ των δύο μεγάλων φατριών, των Καουριάνων και των Κουρικιάνων, που κρατούσε χρόνια, ξέσπασε σε έναν καυγά. Οι επικεφαλείς των δύο Πατριών αποφάσισαν στα οικογενειακά συμβούλια (Γεροντίκι) ότι δεν υπήρχε δρόμος επιστροφής. Ο πόλεμος ήταν αναπόφευκτος.
Η αιματηρή έκρηξη: Καουριάνοι vs Κουρικιάνοι
Με το χτύπημα της καμπάνας, κηρύχθηκε επίσημα η βεντέτα. Οι άγραφοι νόμοι του γδικωμού ήταν σαφείς: κάθε μέλος της μιας οικογένειας είχε δικαίωμα να σκοτώσει οποιονδήποτε της άλλης. Το χωριό μετατράπηκε σε πεδίο μάχης:
- Οχύρωση: Κάθε οικογένεια οχυρώθηκε στον πύργο της, ενώ οι σύμμαχοι πήραν τα όπλα.
- Πυρομαχικά: Οι πολεμιστές (ένοπλοι άνδρες των πύργων) έπαιρναν θέσεις στα παραθυρόφυλλα, ανταλλάσσοντας πυροβολισμούς μέρα-νύχτα.
- Αντεκδίκηση: Κάθε σκοτωμός απαιτούσε αντεκδίκηση. Το αίμα ζητούσε κι άλλο αίμα. Οι σφαίρες σφύριζαν στα σοκάκια και οι νεκροί πολλαπλασιάζονταν. Οι γυναίκες και τα παιδιά ζούσαν κλεισμένα στα καταφύγια, θρηνώντας τους χαμένους.
Η βεντέτα των Καουριάνων και Κουρικιάνων γρήγορα γενικεύτηκε σε όλα τα γύρω χωριά, παίρνοντας διαστάσεις ενός μικρού εμφυλίου πολέμου που κατέκαιγε ολόκληρη τη Δυτική Μάνη.
Η επέμβαση του κράτους και τα κανόνια
Η κατάσταση είχε ξεφύγει από κάθε έλεγχο. Οι συγκρούσεις έφτασαν σε τέτοιο αιματηρό αποκορύφωμα, που ούτε το νεοσύστατο Ελληνικό Κράτος μπορούσε πλέον να ανεχτεί.
- Η απόφαση: Ο τότε Πρωθυπουργός, ο Μανιάτης στην καταγωγή Αλέξανδρος Κουμουνδούρος, αποφάσισε να δράσει άμεσα.
- Στρατιωτική κινητοποίηση: Στα τέλη του 1871, ο Κουμουνδούρος έστειλε στη Μάνη ισχυρή δύναμη του στρατού, υπό τον Στρατηγό Θεόδωρο Δράκο, μαζί με τμήματα πυροβολικού.
- Η απειλή: Για πρώτη φορά, τα κανόνια του ελληνικού κράτους στήθηκαν απέναντι στους Μανιάτικους πύργους. Η απλή άφιξη του στρατού έκοψε τη φόρα των αντιμαχόμενων. Υπό την απειλή του βομβαρδισμού και της ολοκληρωτικής καταστροφής, οι πυροβολισμοί σώπασαν.
Οι αρχηγοί των δύο φατριών αναγκάστηκαν να διαπραγματευτούν. Υπό την αιγίδα των κυβερνητικών δυνάμεων, η βεντέτα τερματίστηκε με μια μορφή ψυχικού συμβιβασμού.
Η κληρονομιά και το τέλος μιας εποχής
Ο γδικωμός των Καουριάνων και Κουρικιάνων έμεινε στην ιστορία ως η τελευταία τόσο εκτεταμένη και φονική βεντέτα στη Μάνη.
- Συνέπειες: Η αιματοχυσία είχε ξεκληρίσει ή διώξει τους ηττημένους, βάζοντας τέλος σε τρεις γενιές πόνου και αίματος.
- Το τέλος του εθίμου: Η ίδια η κοινωνία της Μάνης συνειδητοποίησε το αδιέξοδο του άγραφου νόμου. Το ελληνικό κράτος ενίσχυσε την παρουσία του, η δικαιοσύνη του νόμου άρχισε να υπερισχύει της αυτοδικίας, και οι νέες γενιές απέφυγαν να ανοίξουν νέους κύκλους αίματος.
Σήμερα, οι μεσαιωνικοί πύργοι της Κοίτας στέκουν ως αξιοθέατα μιας άλλης εποχής και όχι ως οχυρά πολέμου. Η λέξη βεντέτα στη Μάνη ακούγεται πια μόνο σε διηγήσεις και βιβλία ιστορίας, σηματοδοτώντας το τέλος μιας εποχής όπου η τιμή ξεπλενόταν μόνο με αίμα.
.jpg)