Η υπόθεση της δολοφονίας της Λαμπρινής Καρκατζούλη συγκλόνισε την Ελλάδα στις αρχές της δεκαετίας του 2000, αποκαλύπτοντας μια ιστορία διπλής προδοσίας που συνδυάζει εγκληματικό πάθος, ψυχρή εκμετάλλευση και τραγική κατάληξη. Όλα ξεκίνησαν στις 7 Οκτωβρίου του 2000 στην Πάτρα, όταν η 48χρονη, μητέρα δύο παιδιών, εξαφανίστηκε μυστηριωδώς. Η Λαμπρινή βρισκόταν καθ' οδόν από το γραφείο της προς την κοντινή τράπεζα, κουβαλώντας τα έσοδα της εταιρείας για κατάθεση. Στους υπαλλήλους της τράπεζας δεν έφτασε ποτέ, και η εξαφάνισή της, μαζί με το μεγάλο χρηματικό ποσό, σήμανε άμεσα συναγερμό.
Η αστυνομική έρευνα στράφηκε γρήγορα στον 33χρονο φίλο της, Βασίλη Σαψάλη, με τον οποίο η σχέση της είχε περάσει κρίση. Οι συγγενείς και οι συνάδελφοι γνώριζαν ότι ο Σαψάλης την εκμεταλλευόταν οικονομικά και μάλιστα είχε αρχίσει να βγαίνει και με άλλη γυναίκα. Οι συνάδελφοί της άκουσαν τη Λαμπρινή να μιλά στο τηλέφωνο λίγο πριν φύγει από το γραφείο, λέγοντας «Έρχομαι», γεγονός που ενίσχυε την υποψία ότι η τελευταία της συνομιλία ήταν με κάποιον γνωστό της εκτός τράπεζας. Το σπίτι του Σαψάλη βρισκόταν στον δρόμο της προς τον προορισμό της, καθιστώντας τον βασικό ύποπτο.
Η αδράνεια των αρχών και η αγωνία των οικείων οδήγησαν στην παρέμβαση της εκπομπής «Φως στο Τούνελ» της Αγγελικής Νικολούλη. Η δημοσιογράφος ταξίδεψε στην Πάτρα και προσπάθησε να συνομιλήσει με τον Σαψάλη, ο οποίος παρά το γεγονός ότι δήλωνε ότι την αναζητούσε, την απέφυγε, κινώντας ακόμη περισσότερο τις υποψίες της. Στην εκπομπή ήρθε στο φως μια κρίσιμη μαρτυρία: κάποιος είδε τον Σαψάλη τη νύχτα της εξαφάνισης να βγάζει από το διαμέρισμά του διάφορα παλιά αντικείμενα, μεταξύ των οποίων και ένα διπλωμένο χαλί. Αυτή η πληροφορία αποτέλεσε το κλειδί για την εξέλιξη της υπόθεσης, αν και χρειάστηκαν δεκαέξι ολόκληροι μήνες για να επιβεβαιωθεί το τραγικό σενάριο.
Το πτώμα της Λαμπρινής Καρκατζούλη βρέθηκε τελικά θαμμένο στο κτήμα του Βασίλη Σαψάλη στο Σταροχώρι Αχαΐας. Όπως προέκυψε από την έρευνα, τη μοιραία ημέρα, η 48χρονη σταμάτησε στο σπίτι του φίλου της πριν πάει στην τράπεζα. Εκεί, μετά από άγριο καβγά, ο 33χρονος τη στραγγάλισε με τα ίδια του τα χέρια, αφαίρεσε τα χρήματα και, με ψυχραιμία, έκρυψε το πτώμα. Για να εξασφαλίσει άλλοθι, πέρασε το απόγευμα βγαίνοντας για καφέ. Ο Σαψάλης συνελήφθη λίγες ημέρες μετά την ανακάλυψη της σορού.
Η δικαστική του περιπέτεια ήταν μακρά και γεμάτη ανατροπές. Αρχικά, στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Αμαλιάδας, αθωώθηκε, απόφαση που προκάλεσε έντονες αντιδράσεις. Ωστόσο, ο αντιεισαγγελέας εφετών άσκησε έφεση, οδηγώντας την υπόθεση στο Μικτό Ορκωτό Εφετείο Πατρών. Στις 19 Μαΐου του 2008, ο Βασίλης Σαψάλης καταδικάστηκε τελικά σε κάθειρξη 16 ετών για το αδίκημα της ληστείας μετά φόνου, αναγνωρίζοντας δηλαδή ότι σκότωσε τη φίλη του για να της κλέψει τα χρήματα. Σήμερα, ο δολοφόνος έχει αποφυλακιστεί, συνεχίζοντας τη ζωή του, ενώ η Λαμπρινή Καρκατζούλη παραμένει μία τραγική φιγούρα, θύμα μιας διπλής προδοσίας από τον άνθρωπο που εμπιστευόταν. Η μνήμη της παραμένει ζωντανή, ως μια υπόθεση που αναδεικνύει την ανάγκη για δικαιοσύνη και την αξία της δημοσιογραφικής έρευνας στην εξιχνίαση εγκλημάτων.
