Τον Φεβρουάριο του 1906, ο Πειραιάς μετατράπηκε σε πεδίο μάχης. Αυτό που έμεινε στην ιστορία ως «Κρητομανιάτικα» ήταν ένας ιδιότυπος εμφύλιος που ξέσπασε ανάμεσα σε δύο από τις πιο δυναμικές και θερμόαιμες ομάδες της εποχής: τους Κρητικούς και τους Μανιάτες. Μια απλή παρεξήγηση στο τελωνείο οδήγησε σε τρεις ημέρες αιματοκυλίσματος, καταστροφών, με τελικό απολογισμό 5 νεκρούς και πολλούς τραυματίες.
1. Η φλόγα της έριδας: Το επεισόδιο στο τελωνείο
Η σπίθα που άναψε τον «εμφύλιο του Πειραιά» ήταν ένα ασήμαντο περιστατικό το πρωί μιας Κυριακής στον χώρο του Τελωνείου. Δεκαπέντε Κρητικοί, που έφτασαν με ιταλικό βαπόρι από τα Χανιά, αρνήθηκαν να επιτρέψουν στους Μανιάτες αχθοφόρους –τους φτωχούς εργάτες του λιμανιού– να μεταφέρουν τα πράγματά τους.
Η λεκτική αντιπαράθεση κλιμακώθηκε γρήγορα σε βίαιη συμπλοκή με μαχαίρια.
- Ο Μανιάτης Σαραντάς τραυμάτισε θανάσιμα τον Κρητικό Πολιμενάκη και σοβαρά τον Λορετζάκη.
- Ο Σαραντάς διέφυγε με καΐκι, αλλά η είδηση της δολοφονίας εξαπλώθηκε αμέσως, προκαλώντας αναβρασμό και οργή στους Κρητικούς.
2. Η εκδικητική επίθεση και το μακελειό
Η απάντηση των Κρητικών ήταν οργανωμένη και βίαιη. Συγκεντρώθηκαν στην Αθήνα και αποφάσισαν να κατέβουν στον Πειραιά για εκδίκηση.
- Ομάδες των 50 ανδρών, οπλισμένες με ρόπαλα και όπλα, προχώρησαν στην Ακτή Μιαούλη.
- Καταστροφές: Κατέστρεψαν πάνω από 20 καταστήματα και καφενεία Μανιατών, πυρπόλησαν άλλα, και προκάλεσαν τους αντιπάλους τους σε αναμέτρηση.
- Επέμβαση της Αστυνομίας: Η αστυνομία προσπάθησε να επέμβει, αλλά ένας Μανιάτης σκότωσε τον αστυνομικό Εμμανουήλ Σπυριδάκη, πυροδοτώντας γενικευμένα επεισόδια.
- Γενική βία: Περισσότεροι από 300 Κρητικοί συγκεντρώθηκαν, κυνηγώντας αστυνομικούς, τοποθετώντας εκρηκτικά στις αποθήκες του τελωνείου και σκοτώνοντας τον εργάτη Στεφανάκο Θεοφανάκο. Συνολικά, 5 άτομα έχασαν τη ζωή τους, ενώ 15 τραυματίστηκαν, μεταξύ των οποίων και δύο γυναίκες. Το Τζάνειο Νοσοκομείο γέμισε τραυματίες από σφαίρες και μαχαίρια.
3. Η κινητοποίηση και η έκκληση του Δημάρχου
Για τρεις ημέρες, ο Πειραιάς βρισκόταν σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Χίλιοι στρατιώτες, 200 ναύτες και η αστυνομία κινητοποιήθηκαν για να επιβάλουν την τάξη και να σταματήσουν το αιματοκύλισμα.
Οι Κρητικοί, πολλοί από τους οποίους έφτασαν οπλισμένοι ακόμα και από το Λαύριο, οχυρώθηκαν στην Καστέλα και στον Προφήτη Ηλία.
Στο σημείο κατέφτασε αντιπροσωπεία βουλευτών και νομικών (όπως ο Εισαγγελέας Κωνσταντίνος Λικουρέζος και ο Ανακριτής Αναστάσης Παπαλιγούρας), με επικεφαλής τον Δήμαρχο Αθηναίων, Σπύρο Μερκούρη. Ο Μερκούρης εκφώνησε μια δραματική έκκληση στους ένοπλους:
«Όχι παιδιά, οι Μανιάτες είναι αδερφοί μας. Αν στερηθούν το ψωμί, θα πεινάσουν οι οικογένειές τους... Είναι ντροπή. Περιμένουμε ξένους για τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Θέλετε να ρεζιλευτούμε;»
Τελικά, οι ένοπλοι συγκινήθηκαν, ζητωκραύγασαν και παρέδωσαν τα όπλα τους, επιτρέποντας στον στρατό να επιβάλει την τάξη.
4. Η ειρήνευση μέσω των γάμων: Από το μίσος στη φιλία
Αυτό που ακολούθησε ήταν ίσως το πιο εντυπωσιακό κομμάτι της ιστορίας των Κριτομανιάτικων. Οικογένειες Μανιατών και Κρητικών που επιθυμούσαν την ειρήνη, παραμέρισαν τα μίση τους και συναντήθηκαν, αρχικά μυστικά, σε σπίτια στην Καστέλα και σε μανιάτικες ταβέρνες.
Οι διαφορές παραμερίστηκαν, αναπτύχθηκαν δεσμοί φιλίας, οι οποίοι επισφραγίστηκαν από τρεις γάμους:
- Δύο Κρητικοί νυμφεύτηκαν Μανιάτισσες.
- Ένας Μανιάτης νυμφεύτηκε Κρητικιά.
Με τρικούβερτα γλέντια στις συνοικίες, οι δύο πλευρές έβαλαν τέλος στον διχασμό. Μάλιστα, την ίδια περίοδο, Κρητικοί και Μανιάτες πολέμησαν μαζί ως εθελοντές στον Μακεδονικό Αγώνα, αποδεικνύοντας ότι το κοινό εθνικό ιδανικό υπερίσχυσε των περιφερειακών παθών.
Η ιστορία των Κρητομανιάτικων παραμένει ένα μοναδικό ιστορικό ντοκουμέντο που αναδεικνύει τόσο τη θερμοκέφαλη φύση των δύο μεγάλων ελληνικών ομάδων, όσο και την τελική τους ικανότητα να βρουν συμφιλίωση μέσα από τον διάλογο και τη λογική.
.jpg)