Στις 9 Δεκεμβρίου 1996, το Νοσοκομείο «Σωτηρία» στη Μεσογείων έγινε το σκηνικό ενός πρωτοφανούς περιστατικού βίας που ξεπέρασε τα όρια του εγκλήματος και εξελίχθηκε σε μια εφιαλτική οικογενειακή τραγωδία. Ο δράστης ήταν ο Βασίλης Μουζακίτης, ένας 25χρονος ταξιτζής, ο οποίος, σε κατάσταση αμόκ, εισέβαλε στο εσωτερικό του νοσοκομείου κρατώντας μια καραμπίνα, αποφασισμένος να τελειώσει αυτό που είχε ξεκινήσει.
Η υπόθεση είχε ξεκινήσει λίγο νωρίτερα. Στον θάλαμο 160 της θωρακοχειρουργικής κλινικής νοσηλευόταν η εν διαστάσει σύζυγός του, Δέσποινα Κότση. Είχε μεταφερθεί εκεί, αφού ο ίδιος ο Μουζακίτης την είχε μαχαιρώσει σοβαρά. Το περιστατικό συνέβη όταν η Δέσποινα και η μητέρα της, σε συνάντηση με τον Μουζακίτη και τη δική του μητέρα, του ζήτησαν να απομακρυνθεί οριστικά από τη ζωή τους. Η 20χρονη Δέσποινα είχε πάρει την απόφαση να τον χωρίσει, καθώς, σύμφωνα με μαρτυρίες, ήταν ένας εξαιρετικά οξύθυμος άνδρας που τη χτυπούσε με ασήμαντη αφορμή, με βασική αιτία την παθολογική ζήλια του. Η λεκτική, ψυχολογική και σωματική βία που δεχόταν την ανάγκασε να πάρει τα δύο τους παιδιά και να καταφύγει στο σπίτι της μητέρας της. Η άρνησή της για επανασύνδεση τον οδήγησε στο μαχαίρωμα και την άμεση διακομιδή της Δέσποινας στο νοσοκομείο.
Ακόμα και μετά τον τραυματισμό, ο δράστης δεν ηρέμησε. Λίγο μετά τα μεσάνυχτα, επέστρεψε στο σπίτι της πεθεράς του, αλλά διαπιστώνοντας την απουσία τους, άρχισε να τις αναζητά σε όλα τα νοσοκομεία της πόλης, αφού πρώτα διέλυσε την είσοδο του σπιτιού με αλλεπάλληλους πυροβολισμούς. Ο επόμενος και μοιραίος σταθμός ήταν το «Σωτηρία». Παρόλο που τα νοσοκομεία είχαν ειδοποιήσει την αστυνομία για την επικινδυνότητα του ατόμου, δεν έγινε απολύτως τίποτα για τον εντοπισμό του. Έτσι, ο Μουζακίτης, χωρίς να συναντήσει κανένα εμπόδιο, εισέβαλε στον θάλαμο 160. Πυροβόλησε τη σύζυγό του δύο φορές εξ επαφής, σκοτώνοντάς την ακαριαία. Την ίδια τραγική τύχη είχε και η μητέρα της, Μαρία, η οποία δέχθηκε τέσσερις σφαίρες στην προσπάθειά της να προστατεύσει το παιδί της, και εξέπνευσε οκτώ ώρες αργότερα.
Ο Μουζακίτης, αφού βεβαιώθηκε για τον θάνατο των δύο γυναικών, τράπηκε σε φυγή. Παραδόθηκε λίγη ώρα αργότερα στους Αμπελοκήπους και ομολόγησε την πράξη του, ωστόσο ισχυρίστηκε ότι δεν είχε σκοπό να σκοτώσει. «Ήμουν μεθυσμένος, ήμουν εκτός εαυτού, ήθελα μόνο να τις τρομάξω γιατί με είχαν πονέσει πολύ», είπε στην ομολογία του. Πρόσθεσε δε πως η πεθερά του τον χτύπησε με ένα σίδερο και η Δέσποινα τον απείλησε πως θα τον κλείσει στο ψυχιατρείο και θα του πάρει τα παιδιά, κάτι που τον έκανε να «τρελαθεί».
Στην πρώτη δίκη, στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Χαλκίδας, οι δικαστές δεν πείστηκαν από τον υπερασπιστικό του λόγο και τον καταδίκασαν δύο φορές σε ισόβια κάθειρξη χωρίς κανένα ελαφρυντικό. Ωστόσο, στην εκδίκαση του Εφετείου τον Μάρτιο του 2000, ο Μουζακίτης διηγήθηκε εκ νέου την ιστορία του. Το δικαστήριο, με ψήφους 6-1, έκρινε ότι ήταν μειωμένου καταλογισμού, επιβάλλοντάς του συνολική ποινή κάθειρξης, η οποία ήταν πολύ μικρότερη από τα ισόβια δεσμά. Ο ίδιος ευχαρίστησε τους δικαστές για την «ανάσα ζωής» που του έδωσαν, ενώ ο πρόεδρος του δικαστηρίου διατύπωσε την αγωνία όλων με την ευχή: «Μακάρι τα παιδιά σας να μη βρεθούν στη θέση που βρίσκεστε εσείς σήμερα». Η υπόθεση Μουζακίτη, εκτός από το ότι αποτέλεσε μια από τις πιο θλιβερές σελίδες των αστυνομικών χρονικών, μεταφέρθηκε και στη μικρή οθόνη, στο επεισόδιο «Εμμονή» της σειράς «10η Εντολή» του Πάνου Κοκκινόπουλου.
