Μόλις 12 χιλιόμετρα έξω από την αρχαία Σπάρτη, στον μικρό συνοικισμό της Αράκισσας στο Ξηροκάμπι Λακωνίας, γράφτηκε μία από τις πιο ανατριχιαστικές και ασύλληπτες ιστορίες των ελληνικών ποινικών χρονικών. Πρωταγωνιστής της φρίκης ήταν ο 58χρονος αγρότης Βασίλης Τάκος, ένας άνθρωπος με βεβαρυμένο ποινικό μητρώο, ο οποίος, με τη συνενοχή της ψυχικά ασταθούς συζύγου του, έθαψε ζωντανά τα δύο από τα τέσσερα ανήλικα παιδιά του στο υπόγειο του ίδιου τους του σπιτιού. Η υπόθεση, που αποκαλύφθηκε τον Μάρτιο του 1983, σόκαρε την κοινή γνώμη, φέρνοντας στο φως έναν παιδοκτόνο που δεν έδειξε ποτέ ίχνος μεταμέλειας.
Ο Βασίλης Τάκος ήταν ήδη γνωστός στις αστυνομικές αρχές, έχοντας εκτίσει περισσότερα από δώδεκα χρόνια κάθειρξης για υποθέσεις παράνομων ουσιών. Η σύζυγός του, Χρυσούλα, αντιμετώπιζε ψυχικά προβλήματα και ήταν απόλυτα εξαρτημένη από τον σύζυγό της, ο οποίος την κακοποιούσε συστηματικά. Το πρώτο θύμα ήταν ένα κοριτσάκι 5 μηνών, το οποίο ο Τάκος έθαψε στο υπόγειο τον Οκτώβριο του 1979. Τρία χρόνια αργότερα, τον Δεκέμβριο του 1982, ακολούθησε ένα αγοράκι 18 μηνών, το οποίο θάφτηκε επίσης λίγα μέτρα παραπέρα, με την ίδια φρικιαστική μέθοδο. Όταν τον ρωτούσαν για την τύχη των παιδιών, ο Τάκος έπλεκε έναν ιστό από ψέματα: πότε ότι το κοριτσάκι πέθανε από μηνιγγίτιδα στην Αθήνα, πότε ότι τα είχαν δώσει σε πλούσιους Ελληνοαμερικανούς ή σε τσιγγάνους, δικαιολογώντας τις πράξεις του με το κυνικό επιχείρημα ότι τα παιδιά ήταν «φυλάσθενα» και «θα ήταν άρρωστα μια ζωή».
Η αλήθεια ήρθε στο φως από τη μητέρα της Χρυσούλας, τη Βασιλική Δημητρακάκη. Έναν μήνα πριν την αποκάλυψη, η Χρυσούλα, μπαίνοντας στο νοσοκομείο για να γεννήσει το τέταρτο παιδί της, λύγισε και εκμυστηρεύτηκε στη μητέρα της την τρομακτική αλήθεια για την ταφή του μικρού αγοριού από τον ίδιο τον πατέρα του. Η γιαγιά, μην αντέχοντας τον φόβο και το βάρος της αποκάλυψης, απευθύνθηκε στην ασφάλεια Σπάρτης την 1η Μαρτίου 1983. Όταν ο Τάκος έμαθε ότι η σύζυγός του είχε μιλήσει, την ξυλοκόπησε άγρια, κατηγορώντας τη με φωνές: «Γιατί είπες στη μάνα σου ότι έθαψα το παιδί;». Η Χρυσούλα, μετά από αυτό τον ξυλοδαρμό, λύγισε οριστικά, αποκαλύπτοντας στη μητέρα της όλη την αλήθεια για τον λάκκο στο υπόγειο, τόσο για το κοριτσάκι όσο και για το αγοράκι.
Οι αστυνομικοί ξεκίνησαν αμέσως τις έρευνες και κάλεσαν τον Βασίλη Τάκο για ανάκριση. Εκείνος, ατάραχος, επανέλαβε τα ψέματά του, μέχρι που τελικά έσπασε και ομολόγησε. Με φαινομενική ηρεμία οδήγησε τους αστυνομικούς στο υπόγειο του σπιτιού του. Στις 3 Μαρτίου 1983, μπροστά σε πλήθος κόσμου, πραγματοποιήθηκε η εκταφή: σε βάθος περίπου 70 εκατοστών, φανερώθηκε το άψυχο σώμα του 18 μηνών αγοριού. Ο ιατροδικαστής Χαράλαμπος Σταμούλης, ο οποίος πραγματοποίησε τη νεκροψία, διαπίστωσε ότι ο θάνατος του αγοριού οφειλόταν σε αναρρόφηση, ενώ το παιδί έφερε κατάγματα στα πλευρά, κρανιακές κακώσεις και χτυπήματα σε όλο του το σώμα. Όλα τα ευρήματα έδειχναν ότι κατά την ταφή, και ενώ ήταν ακόμα ζωντανό, το παιδί υπέστη ακραία βία και πιθανότατα προσπάθησε να βγει από τον τάφο. Ο Τάκος παρακολουθούσε την εκταφή με σχεδόν αδιάφορο βλέμμα, δηλώνοντας πως τα λυπήθηκε και αποφάσισε «να τα απαλλάξει από τη μιζέρια τους» βρίσκοντας τη λύση στον θάνατο.
Η δίκη στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Τριφιλίας, στην Κυπαρισσία, ήταν μία από τις πιο συγκλονιστικές στην ιστορία της ελληνικής δικαιοσύνης. Ο Βασίλης Τάκος κρίθηκε ένοχος ως αυτουργός των διπλών φόνων και καταδικάστηκε δύο φορές σε θάνατο. Αντιθέτως, η Χρυσούλα αθωώθηκε, καθώς κρίθηκε ότι ενήργησε υπό το καθεστώς φόβου και της συστηματικής καταπίεσης του συζύγου της. Παρά την πρωτόδικη καταδίκη, ο Τάκος άσκησε έφεση, προσπαθώντας να μειώσει την ποινή του και υποστηρίζοντας ότι ήταν ψυχικά ασθενής και πως «το μυαλό μου θόλωσε» λόγω των χρόνων του στη φυλακή. Το εφετείο Ναυπλίου, ωστόσο, επικύρωσε την απόφαση, επιβάλλοντας εκ νέου στον Βασίλη Τάκο δύο φορές την ποινή του θανάτου, χωρίς να του αναγνωριστεί κανένα ελαφρυντικό, κλείνοντας έτσι την τελική πράξη ενός από τα πιο αποτρόπαια εγκλήματα της ελληνικής ποινικής ιστορίας.
.jpg)