Η υπόθεση του Σπύρου Σταρίδα αποτελεί ένα από τα πλέον σοκαριστικά και αιματηρά εγκλήματα στη σύγχρονη ελληνική ιστορία, γνωστό ως το Μακελειό στο Παλαιομονάστηρο Τρικάλων. Τη νύχτα της Κυριακής 2 Ιουνίου 1981, ο 48χρονος αγρότης, πατέρας δύο παιδιών, μετέτρεψε το ήσυχο χωριό έξω από την Πύλη Τρικάλων σε σκηνικό αρχαίας τραγωδίας, σκοτώνοντας συνολικά οκτώ ανθρώπους – σχεδόν ολόκληρη την οικογένειά του και έναν γείτονα – πριν στρέψει την κυνηγετική του καραμπίνα στον εαυτό του. Ο Τύπος τον χαρακτήρισε έκτοτε ως τον «Σφαγέα των Τρικάλων».
Ο Σπύρος Σταρίδας, ένας φαινομενικά απλός οικογενειάρχης, αντιμετώπιζε σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα, έχοντας νοσηλευτεί στο παρελθόν σε ψυχιατρικό ίδρυμα. Σύμφωνα με μαρτυρίες, έπασχε από κάποια μορφή ψυχικής ασθένειας και λάμβανε φαρμακευτική αγωγή, την οποία όμως είχε διακόψει πριν από το έγκλημα. Η ήδη εύθραυστη ψυχική του κατάσταση επιβαρύνθηκε περαιτέρω από την υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ. Παρά το ιστορικό του, κατείχε νόμιμα μια κυνηγετική καραμπίνα, γεγονός που αργότερα προκάλεσε σοβαρά ερωτήματα σχετικά με τις διαδικασίες οπλοκατοχής. Λίγες ώρες πριν από το φονικό, ο Σταρίδας επέστρεψε στο σπίτι σε ένταση, έκανε μια παράξενη προετοιμασία, έβαλε φωτιά σε ρούχα του και προειδοποίησε τη σύζυγό του να πάρει τα παιδιά και να φύγει, δίνοντας ένα σαφές δείγμα οξείας ψυχωσικής κρίσης.
Γύρω στις 10:30 το βράδυ, ο Σταρίδας ξεκίνησε την φονική του πορεία. Πρώτος δέχτηκε τα πυρά του ο 67χρονος πατέρας του, Αθανάσιος Σταρίδας, μέσα στο σπίτι τους. Ακολούθησε η δολοφονία του 88χρονου παππού του, Κωνσταντίνου, και της 87χρονης γιαγιάς του, Λαμπρινής, στο διπλανό σπίτι. Στη συνέχεια πυροβόλησε τη μητέρα του, Δήμητρα, 66 ετών, η οποία τραυματίστηκε βαριά και υπέκυψε την επόμενη μέρα στο νοσοκομείο. Βγαίνοντας στον δρόμο, συνάντησε τυχαία τον 67χρονο θείο του, Παναγιώτη Γιάγκα, και τη 57χρονη θεία του, Στυλιανή Γιάγκα, τους οποίους εκτέλεσε εν ψυχρώ. Ο έβδομος νεκρός ήταν ο 68χρονος γείτονάς του, Ηλίας Κουσκουρής, ο οποίος προσπάθησε να τον σταματήσει. Τελευταία έπεσε νεκρή η 44χρονη σύζυγός του, Σταμούλω Σταρίδα, την οποία καταδίωξε μέχρι την αυλή του κουμπάρου τους, όπου είχε τρέξει για να καλέσει σε βοήθεια. Συνολικά έριξε περίπου 15 πυροβολισμούς, σκορπώντας τον θάνατο μέσα σε λιγότερο από μία ώρα.
Ο κύκλος αίματος ολοκληρώθηκε με την αυτοκτονία του δράστη. Ο Σταρίδας έθεσε την καραμπίνα στο έδαφος, ακούμπησε την κάννη στην καρδιά του και πάτησε τη σκανδάλη. Τα μόνα άτομα που επέζησαν από τη μανία του ήταν τα δύο ανήλικα παιδιά του, 10 και 12 ετών. Όταν ο πατέρας τους επέστρεψε στο σπίτι, τα τρομοκρατημένα παιδιά έπεσαν στα γόνατα, ικετεύοντας: «Πατέρα, μη σκοτώσεις και εμάς». Αυτή η σπαρακτική κραυγή προκάλεσε στον Σταρίδα μια στιγμιαία αναλαμπή λογικής, τους προσπέρασε χωρίς να τους πειράξει, αφήνοντάς τους ως μοναδικούς μάρτυρες της φρίκης. Οι αρχές έφτασαν στο χωριό αφού πλέον όλα είχαν τελειώσει, βρίσκοντας πτώματα σε διαφορετικά σημεία και επιβεβαιώνοντας ότι ο Σταρίδας ήταν ο μοναδικός υπαίτιος. Ο τελικός απολογισμός ανήλθε στους οκτώ νεκρούς, συμπεριλαμβανομένου και του δράστη. Η τραγωδία ανέδειξε με τον πιο φρικτό τρόπο το ζήτημα της ψυχικής υγείας και της οπλοκατοχής στην Ελλάδα της εποχής, μένοντας στην ιστορία ως ένα κλασικό παράδειγμα ανεξέλεγκτης ψυχικής νόσου που οδήγησε σε μαζική δολοφονία.
