Στατιστικά, λέγεται ότι στη διάρκεια της ζωής μας, εν αγνοία μας, θα περάσουμε δίπλα από τουλάχιστον 36 δολοφόνους. Τι συμβαίνει, όμως, όταν αυτός ο «κάποιος» είναι ένα άτομο που εκ φύσεως έρχεται συχνά σε επαφή με ανθρώπους, κάποιος τον οποίο εμπιστεύεσαι προσωπικές πληροφορίες, όπως το πού μένεις, και μπορεί να βρίσκεται κανείς μόνος του μαζί του αργά το βράδυ; Ο Δημήτρης Βακρινός ήταν ακριβώς μια τέτοια περίπτωση. Γεννημένος το 1963 στην Πυρρή της Γορτυνίας, ο Βακρινός ήταν ταξιτζής στην Αθήνα, ένα επάγγελμα που του έδινε άμεση πρόσβαση σε δεκάδες ανθρώπους καθημερινά. Όμως, εκείνος διάλεγε πολύ συγκεκριμένα άτομα για να τους κάνει κακό, ξεκινώντας μια σκοτεινή πορεία που θα τον έκανε γνωστό ως τον «δολοφόνο με το κράνος».
Η παιδική ηλικία και η στροφή στη βία
Τα σημάδια ότι κάτι πήγαινε λάθος ήταν εμφανή από νεαρή ηλικία. Ο Βακρινός μεγάλωσε σε μία πολύ φτωχή οικογένεια, ήταν αντικοινωνικός και πολύ κακός μαθητής. Ο πατέρας του ήταν μέθυσος και τον ξυλοκοπούσε άγρια με κάθε ευκαιρία. Για να ξεφύγει από αυτή τη ζωή, άφησε το χωριό του στην ηλικία των 13 ετών και πήγε στην Αθήνα για να εργαστεί, αρχικά ως βοηθός σε ταβέρνα συγγενών και αργότερα ως ηλεκτροσυγκολλητής στα ναυπηγεία Σκαραμαγκά. Συνέχισε να εργάζεται στο αντικείμενό του, ενώ παράλληλα δούλευε και ως ταξιτζής τις βραδινές ώρες. Η βίαιη συμπεριφορά του άρχισε να εκδηλώνεται από νωρίς. Το 1990, ο γάμος του με την πρώτη του γυναίκα, Λίτσα Γερασίμου, διήρκεσε μόλις 14 μήνες, καθώς ο Βακρινός ασκούσε βία στη σύζυγό του, ενώ σε μία περίπτωση έβαλε φωτιά στο σπίτι των πεθερικών του, πράξη για την οποία καταδικάστηκε σε δύο χρόνια φυλάκισης με αναστολή.
Η σκοτεινή διαδρομή των εγκλημάτων
Ο Βακρινός είχε ήδη ξεκινήσει τη δολοφονική του δράση πριν ακόμη παντρευτεί. Το 1987, στην ηλικία των 24, πήρε τη ζωή από το πρώτο του θύμα, τον Παναγιώτη Γαλιά, γνωστό διαρρήκτη με το ψευδώνυμο «Πεταλούδας» και στενό του φίλο. Μετά από έναν τσακωμό, ο Βακρινός περίμενε τον Γαλιά να κοιμηθεί και στη συνέχεια τον χτύπησε με ένα σιδερολοστό μέχρι θανάτου. Αργότερα, το 1993, χτύπησε ξανά. Η Αναστασία Σιμιτζή, μία 25χρονη, επιβιβάστηκε στο ταξί του. Αφού του άνοιξε την καρδιά της για τα ερωτικά της προβλήματα, ο Βακρινός της έκανε πρόταση να πάνε σε ένα ξενοδοχείο. Με την πρόφαση ότι θα την επέστρεφε σπίτι, την οδήγησε σε μία ερημική τοποθεσία, την περιέλουσε με βενζίνη και της έβαλε φωτιά. Όταν η γυναίκα τον παρακάλεσε να κάνουν έρωτα σε μία απέλπιδα προσπάθεια να του ξεφύγει, εκείνος της απάντησε ψυχρά: «Τώρα κάνε έρωτα μόνη σου».
Οι δολοφονίες του Βακρινού δεν αφορούσαν μόνο αγνώστους, αλλά κι εκείνους που θεωρούσε ότι τον είχαν αδικήσει. Τα αδέρφια Σπυροπούλου τον έριξαν σε μία αγοραπωλησία αυτοκινήτου και έκαναν υποτιμητικό σχόλιο για το ύψος του. Οργισμένος, πήγε κρυφά στο σπίτι τους για να πάρει πίσω το αμάξι, αλλά τον αντιλήφθηκαν. Όταν τον πρόλαβαν σε ένα βενζινάδικο, ο Βακρινός τράβηξε ένα όπλο και τους πυροβόλησε και τους δύο, δίνοντάς τους χαριστική βολή καθώς έσερναν ημιθανείς. Το 1993, σκότωσε έναν συνάδελφο ταξιτζή, τον Θεόδωρο Ανδρεάδη, επειδή του πήρε τον πελάτη παραβιάζοντας τη σειρά. Περίμενε έναν ολόκληρο χρόνο για να εκδικηθεί, προσποιούμενος τον πελάτη και πυροβολώντας τον πέντε φορές εξ επαφής, προτού κάψει το ταξί του για να εξαφανίσει τα ίχνη.
Το τέλος του «δολοφόνου με το κράνος»
Η δράση του Βακρινού περιλάμβανε και απόπειρες φόνου και τραυματισμούς. Σε μία περίπτωση, όταν μία ομάδα νεαρών έκανε ένα υβριστικό σχόλιο, τράβηξε το όπλο του και τους πυροβόλησε, αφήνοντας έναν ανάπηρο και έναν άλλο χωρίς μάτι. Στις 30 Μαΐου 1995, τα εγκλήματά του έφτασαν επιτέλους στην προσοχή της αστυνομίας, όταν επισκέφτηκε τον Σεραφείμ Γιαννίδη, ισχυριζόμενος ότι του χάλασε ένα προξενιό, φορώντας μαύρη κουκούλα. Η μητέρα του άνδρα κάλεσε την αστυνομία, ο Βακρινός κρύφτηκε στο υπόγειο και ακολούθησε συμπλοκή όπου τραυμάτισε έναν αστυνομικό και τον πατέρα του Γιαννίδη, καταφέρνοντας προσωρινά να διαφύγει. Έναν μήνα μετά, ενώ καθόταν σε μία ταβέρνα με τον κουμπάρο και τη δεύτερη γυναίκα του, οι αστυνομικοί τον εντόπισαν και τον συνέλαβαν. Ο Βακρινός έσπασε γρήγορα, ομολογώντας όλα του τα εγκλήματα στην αστυνομία.
Μέσα από τη φυλακή, ο Βακρινός εξέφρασε την πεποίθησή του ότι «το άδικο» τον οδήγησε στα εγκλήματα: «Εγώ γεννήθηκα ήμερο ζώο, αλλά έγινα άγριο ζώο. Οι καταστάσεις φταίνε. Όλο και κάποιος με προσέβαλλε άδικα μια ζωή». Μίλησε για την παιδική του κακοποίηση και την αίσθηση ότι δούλευε σκληρά για τους άλλους χωρίς να αναγνωρίζεται. Στις 12 Μαΐου 1997, ο Δημήτρης Βακρινός αυτοκτόνησε μέσα στο κελί του, κρεμασμένος με δύο κορδόνια. Είχε παραμείνει σκεπτικός και λιγομίλητος μέχρι το τέλος, βρίσκοντας το τέλος που συχνά βρίσκουν οι κατά συρροή δολοφόνοι.
