Σε μία προσπάθεια εξέτασης του τρόπου με τον οποίο οι Έλληνες και η Ελλάδα παρουσιάζονται στα σχολικά βιβλία ιστορίας των βαλκανικών γειτονικών μας χωρών, στρέφουμε το βλέμμα μας στη Βουλγαρία. Τα βουλγαρικά σχολικά εγχειρίδια, τα οποία αναθεωρήθηκαν ριζικά μετά την πτώση του Ανατολικού μπλοκ (κυρίως το 1991 και 1992) προκειμένου να υιοθετήσουν μια σύγχρονη, εθνική οπτική, παρουσιάζουν μία συγκριτικά πιο μετριοπαθή εικόνα σε σχέση με εκείνα άλλων γειτόνων. Ωστόσο, η απουσία ξεκάθαρης παραχάραξης δεν σημαίνει απουσία εθνικών σκοπιμοτήτων, καθώς η αποσιώπηση ιστορικών στοιχείων και η ερμηνεία τους βάσει του εθνικού συμφέροντος είναι ολοφάνερη σε κρίσιμα κεφάλαια της ιστορικής τους διαδρομής.
Η βουλγαρική ιστορική αφήγηση θέτει, ήδη από την εισαγωγή των βιβλίων, έναν καλυμμένο αλυτρωτικό αφορισμό, σημειώνοντας ότι «η τύχη δεν ήταν γενναιόδωρη με τη Βουλγαρία και τον λαό της», καθώς «ευρείες περιοχές και εκατομμύρια Βούλγαροι» παρέμειναν εκτός των συνόρων του νεοσύστατου κράτους. Αυτή η «κληρονομιά» των αγώνων τους παρουσιάζεται ως αναπόσπαστο τμήμα της βουλγαρικής ιστορίας. Στη συνέχεια, στον Μεσαίωνα, παρουσιάζεται μία έκταση που περιλαμβάνει σχεδόν το σύνολο της Μακεδονίας και της Θράκης ως τα «παλαιά εθνικά σύνορα της Μεσαιωνικής Βουλγαρίας», με τα ιστορικά κέντρα γραμμάτων να αναφέρονται ως αδιάψευστα στοιχεία του βουλγαρικού πολιτισμού εντός των εθνικών αυτών συνόρων.
Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στον ρόλο της Εκκλησίας και του Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης. Κατά τη διάρκεια της βυζαντινής και της οθωμανικής κυριαρχίας, οι Έλληνες παρουσιάζονται ως «πνευματικοί κυρίαρχοι» και εκφραστές του Πατριαρχείου, οι οποίοι φέρονται να καταπίεζαν συστηματικά τον βουλγαρικό λαό. Το Πατριαρχείο προβάλλεται ως κίνδυνος για την εξάπλωση του Βυζαντίου, ενώ καταγγέλλεται η οικονομική εκμετάλλευση του βουλγαρικού πληθυσμού από τον ελληνικό κλήρο. Μάλιστα, ο λαός αναφέρεται ότι υπέφερε από «διπλό ζυγό»: την τουρκική καταπίεση και το «ελληνικό πατριαρχείο». Ως εκ τούτου, η δημιουργία της αυτοκέφαλης Βουλγαρικής Εξαρχίας προβάλλεται ως αποφασιστικός παράγοντας για τη «σωτηρία εκατοντάδων χιλιάδων Βουλγάρων της Θράκης και της Μακεδονίας από την αποεθνοποίηση και τον εξελληνισμό». Ακόμα και τα ελληνικά σχολεία, παρά τον θετικό ρόλο που αναγνωρίζεται ότι διαδραμάτισαν στη διάδοση της κοσμικής γνώσης, κατηγορούνται ότι μετατράπηκαν σε κύριο μέσο «ελληνικής προπαγάνδας» για την πολιτιστική αφομοίωση του βουλγαρικού λαού μετά το 1830.
Στην ενότητα της πολιτικής ιστορίας, οι Έλληνες εμφανίζονται ως διαχρονικοί φορείς εξουσίας με υπέρμετρες εδαφικές διεκδικήσεις σε βουλγαρικές περιοχές. Χαρακτηρίζονται ως επιδρομείς, κατακτητές και εκμεταλλευτές ανθρώπων και εδαφών, με τα χαρακτηριστικά αυτά να αποδίδονται ακόμα και στην αρχαία εποχή του ελληνικού αποικισμού, δίνοντας μία επίμονη επιθετική εικόνα στους Έλληνες. Προχωρώντας στη σύγχρονη ιστορία, οι Βαλκανικοί Πόλεμοι και ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος παρουσιάζονται ως οι δύο εθνικές καταστροφές της Βουλγαρίας. Οι συμμαχίες της Ελλάδας με τα άλλα βαλκανικά κράτη περιγράφονται ως ανειλικρινείς και επιθετικές, ενώ όλες οι συνθήκες που ακολούθησαν (ιδίως του Βουκουρεστίου) προβάλλονται ως άδικες και σκληρές, υπεύθυνες για τον εδαφικό ακρωτηριασμό της Βουλγαρίας. Το βιβλίο υποστηρίζει ότι οι συνθήκες δεν βασίστηκαν στην ιστορική πραγματικότητα, αλλά εξυπηρέτησαν κυρίως τα συμφέροντα των ευρωπαϊκών δυνάμεων.
Η βουλγαρική αφήγηση κλείνει με μία ιδιαίτερα προσεκτική φράση, η οποία όμως λειτουργεί ως καθοδήγηση για το μέλλον: δηλώνεται ότι το εθνικό, εκκλησιαστικό και εθνολογικό πρόβλημα μπορεί να επανατοποθετηθεί μόνο υπό το πρίσμα της ιστορικής πραγματικότητας και της εκτίμησης της σημερινής θέσης της Βουλγαρίας και των Βουλγάρων εκτός των συνόρων της. Συνολικά, αν και οι βουλγαρικές κυβερνήσεις δεν προβάλλουν επίσημα σημαντικές διεκδικήσεις, τα σχολικά βιβλία διατηρούν μεθοδικά αναφορές που υπονομεύουν την ελληνική παρουσία σε Μακεδονία και Θράκη και αφήνουν ανοιχτό το ενδεχόμενο να υποστηρίξουν ένα πιο επιθετικό εθνικό αφήγημα σε μελλοντικές συγκυρίες.
