Η δεκαετία του 1920 στην Αθήνα σημαδεύτηκε από μια πρωτοφανή αστυνομική ιστορία που συγκλόνισε την κοινή γνώμη και έμεινε στην ιστορία ως η ελληνική εκδοχή του θρυλικού αμερικανικού διδύμου: τα αδέρφια Ανδρέας και Κούλα Χριστοφιλέα. Αυτά τα δύο άτομα, που χαρακτηρίστηκαν ως «έκφυλα αδέρφια», αποτέλεσαν το φόβητρο της παλιάς Αθήνας, οδηγώντας τη δράση τους από εκβιασμούς και ληστείες μέχρι τη στυγερή δολοφονία.
Η «έκφυλη οικογένεια» και οι απαρχές του εγκλήματος
Η ιστορία των Χριστοφιλέα ξεκινάει μέσα στον υπόκοσμο της εποχής. Ο πατέρας, Χριστοφιλέας, είχε φήμη χασισέμπορου, χασισοπότη και εκμεταλλευτή γυναικών. Η ηθική διάλυση της οικογένειας ήταν τέτοια που οι εφημερίδες της εποχής περιέγραφαν με φρίκη τις πληροφορίες για αθέμιτες σχέσεις του πατέρα τόσο με την κόρη του Κούλα (17 ετών) όσο και με τον γιο του Ανδρέα (24 ετών), ενώ υπήρχαν αναφορές και για αιμομικτικές σχέσεις μεταξύ των δύο αδελφών, οι οποίοι τελικά έγιναν και εραστές.
Ο Ανδρέας Χριστοφιλέας, γεννημένος το 1905, ξεκίνησε τη δράση του το 1926, στέλνοντας εκβιαστικές επιστολές σε πλούσιους Αθηναίους, απαιτώντας χρήματα και υπογράφοντας ως «Ροκαμβόλ». Το όνομα αυτό προερχόταν από έναν δημοφιλή ήρωα αστυνομικών μυθιστορημάτων περιπέτειας.
Από τις ληστείες στη συμμορία «Ροκαμβάλ»
Η συμμορία «Ροκαμβάλ Β'», με τον Ανδρέα αρχηγό και την Κούλα υπαρχηγό, οργάνωσε σχέδια που κλιμακώνονταν σε θράσος και βία.
- Προσπάθειες κλοπής: Αρχικά, οι γυναίκες της συμμορίας (η Κούλα και η Άννα, ερωμένη ενός συνεργάτη) προσλαμβάνονταν ως υπηρέτριες σε πλούσια σπίτια, με σκοπό να κλέψουν χρήματα και τιμαλφή.
- Σχέδια απαγωγής: Ο Ανδρέας είχε φιλόδοξους στόχους, σχεδιάζοντας την απαγωγή πλούσιων επιχειρηματιών για λύτρα, ακόμα και τη ληστεία διερχόμενων αυτοκινήτων, προσποιούμενος τον οδηγό ταξί.
- Η δολοφονία: Το βράδυ της 11ης Ιουλίου 1929, ο Ανδρέας, η Κούλα και ο Φώτης Αναγνωστόπουλος επιβιβάστηκαν στο ταξί του Σταμ. Τσάγκα με προορισμό την περιοχή της Βούλας. Όταν ο οδηγός αρνήθηκε να παραδώσει το όχημά του και προσπάθησε να αμυνθεί, ο Ανδρέας τον πυροβόλησε. Μαζί με τον συνεργό του, έσυραν το πτώμα στη θάλασσα και το άφησαν στην ακροθαλασσιά, παίρνοντας το όπλο και τα χρήματα του θύματος.
Η φήμη τους εκτοξεύτηκε μετά από αυτό το έγκλημα, με την Κούλα να περιγράφεται στα ρεπορτάζ των εφημερίδων ως μια «νέα γυναίκα με κόκκινο καπέλο που σκοτώνει».
Το τέλος της δράσης
Η δράση της συμμορίας έφτασε στο τέλος της λίγους μήνες αργότερα, όταν μια άλλη ληστεία ταξί απέτυχε. Το απόγευμα της 20ης Οκτωβρίου 1929, ο Ανδρέας, η Κούλα και ο Θ. Ντούνης επιβιβάστηκαν σε ταξί στην Ακαδημίας, αλλά ο οδηγός αντέδρασε και κατάφερε να διαφύγει.
Η κατάθεση ενός μάρτυρα λίγο αργότερα οδήγησε στη σύλληψη των μελών της συμμορίας, βάζοντας τέλος στη δράση του ελληνικού ντουέτου «Μπόνι και Κλάιντ» που είχε σπείρει τον φόβο στην Αθήνα της δεκαετίας του 1920. Η ιστορία τους αποτέλεσε ένα από τα πιο συναρπαστικά και σοκαριστικά κεφάλαια στα εγκληματολογικά χρονικά της χώρας, ενώ ενέπνευσε ακόμη και ρεμπέτικα τραγούδια.
