Η απαγωγή της 6χρονης Μαρίας στο Ηράκλειο, τον Ιανουάριο του 1997, παραμένει μία από τις πιο σκοτεινές και χαρακτηριστικές υποθέσεις οργανωμένου εγκλήματος της δεκαετίας του ’90 στην Ελλάδα. Η υπόθεση συγκλόνισε την κοινή γνώμη όχι μόνο για τον κυνισμό των δραστών, αλλά και για το βαθύ ψυχολογικό τραύμα που προκάλεσαν σε ένα ανήλικο παιδί. Ο κυνισμός των απαγωγέων ήταν τόσο μεγάλος που είχαν αποφασίσει να δολοφονήσουν το παιδί αμέσως μετά την παραλαβή των λύτρων, ώστε να μην αφήσουν ίχνη.
Ωστόσο, η απροσδόκητη εμπλοκή ενός οδηγού σχολικού λεωφορείου, ο οποίος αναγνώρισε μια ύποπτη παρουσία κοντά στο σχολείο, κινητοποίησε την αστυνομική έρευνα που έσωσε τη μικρή Μαρία. Αυτή η αναφορά οδήγησε τις αρχές στα ίχνη της σπείρας, τερματίζοντας την 60ήμερη ομηρία της ανήλικης. Σημειώνεται ότι τα ονόματα που χρησιμοποιούνται παρακάτω έχουν αλλαχθεί για λόγους προστασίας των προσώπων και των οικογενειών.
Το σχέδιο της απαγωγής και τα υψηλά λύτρα
Την Παρασκευή 24 Ιανουαρίου 1997, η 6χρονη Μαρία, κόρη ενός γνωστού εμπόρου αυτοκινήτων, απήχθη έξω από το ιδιωτικό σχολείο “Παγκρήτιο Εκπαιδευτήριο” στο Ηράκλειο. Οι δράστες είχαν ως στόχο να αποσπάσουν από την οικογένεια λύτρα ύψους 120 εκατομμυρίων δραχμών. Το πιο σοκαριστικό στοιχείο ήταν το σχέδιό τους: μετά την παραλαβή των χρημάτων, σκόπευαν να σκοτώσουν τη Μαρία δίνοντάς της να καταπιεί φυτοφάρμακο, εξασφαλίζοντας έτσι ότι δεν θα υπήρχε κανένας αυτόπτης μάρτυρας.
Το μεσημέρι εκείνης της Παρασκευής, γύρω στις 11:20, η ιδιοκτήτρια του παιδικού σταθμού, με το ψευδώνυμο «Ζωή», τηλεφώνησε στο σχολείο παριστάνοντας τη θεία της Μαρίας. Ζήτησε να ετοιμάσουν το παιδί, ισχυριζόμενη ότι πονούσε και έπρεπε να τη μεταφέρει σε γιατρό. Περίπου μία ώρα αργότερα, η Ζωή εμφανίστηκε στην είσοδο του σχολείου, πήρε τη Μαρία από το χέρι και την οδήγησε στη συνεργό της, την 52χρονη Κυριακή. Οι δύο γυναίκες χρησιμοποίησαν τη διαδρομή του σχολικού λεωφορείου ως κάλυψη και μετέφεραν το παιδί στο σπίτι της Κυριακής στην οδό Νεάρχου Κοχαράκη 33. Εκεί κρατήθηκε η μικρή, με τη συνδρομή του φίλου της Κυριακής, Νικόλα, ο οποίος συμμετείχε στην οργάνωση.
Η σωτήρια επέμβαση του οδηγού σχολικού
Η Ζωή επέστρεψε στο δικό της σπίτι και λίγο αργότερα τηλεφώνησε στον πατέρα της Μαρίας, Δημήτρη Λουλάκη, απαιτώντας τα λύτρα με την απειλητική φράση: «το δέμα το έχουμε εμείς».
Το κλειδί για την εξιχνίαση της υπόθεσης δόθηκε τα μεσάνυχτα του Σαββάτου, όταν ο οδηγός του σχολικού λεωφορείου παρουσιάστηκε αυτοβούλως στην Ασφάλεια Ηρακλείου. Είχε πληροφορηθεί την απαγωγή και κατέθεσε ότι την ημέρα της εξαφάνισης είχε δει την Κυριακή έξω από το σχολείο. Όταν η Κυριακή αντιλήφθηκε την παρουσία του, γύρισε επίτηδες την πλάτη της. Ο οδηγός την αναγνώρισε, καθώς η γυναίκα είχε εργαστεί παλαιότερα ως οικιακή βοηθός στο σπίτι του ιδιοκτήτη του σχολείου.
Οι πληροφορίες του οδηγού οδήγησαν άμεσα τις αρχές στο κρησφύγετο. Η μικρή Μαρία εντοπίστηκε και μεταφέρθηκε σώα στην Ασφάλεια, τερματίζοντας την αγωνία της οικογένειας. Στο σύντομο διάστημα της ομηρίας, οι απαγωγείς είχαν επικοινωνήσει δύο φορές με την οικογένεια για να επαναλάβουν τις απαιτήσεις τους.
Το τραύμα και η δίκη
Ο πατέρας της Μαρίας περιέγραψε στο δικαστήριο την πιο δύσκολη περίοδο που ακολούθησε τη διάσωσή της: «Κάθε βράδυ η Μαρία τραβούσε τα σεντόνια και έλεγε “δεν θέλω να με πετάξετε στα σκουπίδια”». Η μικρή φοβόταν να κοιμηθεί μόνη της, καθώς είχε ακούσει τυχαία τις απειλές των απαγωγέων στο τηλέφωνο.
Η δίκη διεξήχθη στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων στα Χανιά, με τη Ζωή και την Κυριακή να κάθονται στο εδώλιο. Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, ο πατέρας της 6χρονης συγκλονίστηκε ακούγοντας τη φωνή της Ζωής να απολογείται και δήλωσε στον πρόεδρο του δικαστηρίου: «Αυτή η φωνή με πήρε τηλέφωνο. Την αναγνωρίζω τώρα». Οι δύο γυναίκες προσπάθησαν να μεταθέσουν την ευθύνη, υποστηρίζοντας ότι εγκέφαλοι της απαγωγής ήταν ένα ζευγάρι, ο Δημήτρης και η Παναγιώτα, οι οποίοι κλήθηκαν βιαίως να καταθέσουν. Η Παναγιώτα, η οποία είχε εργαστεί παλαιότερα στο Παγκρήτιο, αρνήθηκε οποιαδήποτε ανάμειξη, υποστηρίζοντας ότι η Ζωή ήθελε να τη βλάψει.
Συνολικά, στο εδώλιο κατέληξαν έξι άτομα. Η απόφαση εκδόθηκε στις 18 Νοεμβρίου 1997. Η Ζωή καταδικάστηκε σε 18 χρόνια κάθειρξης για αρπαγή ανηλίκου με σκοπό τα λύτρα και σύσταση συμμορίας. Στην Κυριακή αναγνωρίστηκε ο πρότερος έντιμος βίος και της επιβλήθηκε ποινή 11 ετών. Ο γιος της Ζωής και ο φίλος της Κυριακής καταδικάστηκαν σε ποινές 7 ετών και 6 μηνών και 7 ετών αντίστοιχα, για άμεση συνεργεία. Στις δύο γυναίκες επιβλήθηκε επιπλέον πενταετής στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων. Το δικαστήριο επεδίκασε επίσης στους γονείς της μικρής 30 εκατομμύρια δραχμές ως αποζημίωση για την ηθική βλάβη, ποσό που η οικογένεια δήλωσε ότι θα διαθέσει σε κοινωφελή ιδρύματα. Οι υπόλοιποι κατηγορούμενοι αθωώθηκαν.
