Στις 19 Μαρτίου του 1978, στις 5.30 το απόγευμα, μία μακάβρια ανακάλυψη συγκλόνισε την περιοχή της Αναβύσσου. Σε μια απόκρημνη ακτή βρέθηκε το πτώμα μιας γυναίκας, "πακεταρισμένο" μέσα σε μια κουβέρτα. Το σώμα ήταν δεμένο χειροπόδαρα και τυλιγμένο με ύφασμα, το οποίο είχε συρραφή με συρματάκια από ηλεκτρικό καλώδιο, υποδηλώνοντας την προσπάθεια των δραστών να κάνουν τη μεταφορά ευκολότερη.
Λίγες ημέρες αργότερα, η άτυχη γυναίκα αναγνωρίστηκε. Επρόκειτο για την 23χρονη Θεοδώρα Κλάπα, μητέρα δύο παιδιών και ιερόδουλη. Η Κλάπα είχε εξαφανιστεί από τις 8 Δεκεμβρίου 1977, ωστόσο ο 25χρονος σύντροφός της, Εμμανουήλ Κουτσοσταύρος, με τον οποίο συζούσε, καθυστέρησε να δηλώσει την εξαφάνισή της, στρέφοντας αρχικά τις υποψίες της Αστυνομίας πάνω του. Ο Κουτσοσταύρος, ναυτικός στο επάγγελμα, αναζητούσε μάταια τη σύντροφό του για μήνες. Στην προσπάθειά του να βοηθήσει τις αρχές, έδωσε το όνομα ενός φιλικού ζευγαριού, του 23χρονου ναύτη Γεώργιου Καράμπελα και της συζύγου του, Ευγενίας Καράμπελα.
Το ζεύγος Καράμπελα γνώριζε το θύμα πολύ καλά, καθώς η Ευγενία Καράμπελα εργαζόταν ως ιερόδουλη μαζί με την Κλάπα στην πλατεία Ομονοίας. Μάλιστα, είχαν δειπνήσει στο σπίτι του θύματος λίγες μέρες πριν τη δολοφονία της και αρχικά δεν κίνησαν καμία υποψία στην Αστυνομία. Ωστόσο, μια πιο λεπτομερής εξέταση του πτώματος αποκάλυψε το στοιχείο που τελικά οδήγησε στη σύλληψή τους: το ύφασμα που τύλιγε τη Θεοδώρα Κλάπα ήταν στην πραγματικότητα παιδικό στρώμα. Η Αστυνομία αντιλήφθηκε ότι ο φόνος είχε διαπραχθεί σε σπίτι όπου υπήρχε παιδί.
Το ζεύγος Καράμπελα είχε έναν δίχρονο γιο και οι αρχές έσπευσαν στο σπίτι τους στην οδό Γράμμου στην Καλλιθέα. Το σπίτι ήταν άδειο, καθώς είχαν μετακομίσει στη Νέα Σμύρνη. Εκεί, βρήκαν μόνο τη μητέρα της Ευγενίας με το παιδί. Όταν η Ευγενία ρωτήθηκε για το παιδικό στρώμα, ισχυρίστηκε ότι το κρεβάτι είχε σταλεί στους πεθερικούς της στην Πάτρα, οι οποίοι ωστόσο δεν επιβεβαίωσαν τον ισχυρισμό της. Οι Καράμπελα ανέβηκαν στην κορυφή της λίστας των υπόπτων, αλλά ο Γιώργος Καράμπελας, ο οποίος ασκούσε απόλυτο έλεγχο στη σύζυγό του (την οποία εξέδιδε κιόλας), αρνούνταν να συνεργαστεί με την Αστυνομία.
Η εξέλιξη ήρθε ένα βράδυ που ο Γιώργος παρέμεινε στο αρματαγωγό καράβι όπου υπηρετούσε. Οι αστυνομικοί προσέγγισαν την Ευγενία Καράμπελα, η οποία ήταν εμφανώς πιο αδύναμος χαρακτήρας. Την ανέκριναν για ώρες και απέσπασαν σημαντικές πληροφορίες, τις οποίες χρησιμοποίησαν για να πιέσουν τον σύζυγό της. Τελικά, ομολόγησαν και οι δύο: στραγγάλισαν τη Θεοδώρα Κλάπα λόγω επαγγελματικού ανταγωνισμού και προσωπικών διαφορών.
Η φιλική τους σχέση χάλασε όταν η Καράμπελα κόλλησε κονδυλώματα και η Κλάπα ενημέρωσε όλους τους πελάτες της, με αποτέλεσμα η Ευγενία να χάσει την πελατεία της. Αποφάσισαν να την "βγάλουν από τη μέση". Το μεσημέρι της 8ης Δεκεμβρίου, την κάλεσαν για φαγητό. Πέρασαν ευχάριστα και πήγαν βόλτα μέχρι το Σούνιο, όπου έψαχναν το κατάλληλο σημείο για να κρύψουν το πτώμα. Επιστρέφοντας στην Καλλιθέα, η Ευγενία έφυγε για λίγο και ο Γιώργος διαπληκτίστηκε με την Κλάπα επειδή αρνήθηκε να συνευρεθεί μαζί του. Της επιτέθηκε και προσπάθησε να την στραγγαλίσει. Η Ευγενία, μόλις επέστρεψε, βρήκε τον άντρα της να παλεύει και, αρπάζοντας ένα σχοινί, το τύλιξε γύρω από τον λαιμό της Κλάπα και τραβώντας με δύναμη, την σκότωσε.
Έδεσαν το πτώμα με το σχοινί, το τύλιξαν μέσα στο παιδικό στρώμα και, ατάραχοι, πήγαν σε μια ταβέρνα για φαγητό. Μετά το δείπνο, πήραν το πτώμα και το ξεφόρτωσαν στην απόκρημνη πλαγιά της Αναβύσσου, με σκοπό να πέσει στη θάλασσα. Ωστόσο, εκείνο σκάλωσε στα βράχια, όπου εντοπίστηκε τρεις μήνες αργότερα. Ακόμη και μετά τη δολοφονία, βοήθησαν πρόθυμα τον σύντροφο της Κλάπα στην υποτιθέμενη αναζήτησή της.
Παρά την ομολογία της, η Ευγενία Καράμπελα φάνηκε παντελώς ασυγκίνητη. «Δεν υπήρχαν περιθώρια να ζήσει μετά από αυτά που μας έκανε», δήλωσε ψύχραιμα, φτάνοντας στο σημείο να κατηγορήσει τον σύζυγό της ότι εκείνος σκότωσε την Κλάπα όταν η ίδια έλειπε. Παρόλο που υποστήριξε ότι ένιωθε ένοχη που άφησε ορφανά τα δύο παιδιά του θύματος, σχεδίαζε να τους δίνει χρήματα αν δεν την είχαν συλλάβει. Η τρυφερή αγκαλιά που μοιράστηκαν κατά τη διάρκεια της δίκης έδειξε ότι οι σχέσεις τους δεν είχαν διαταραχθεί. «Γιώργο μου, το δικαστήριο θα μας καταλάβει. Μπορεί να μας καταδικάσει μόνο 20 χρόνια. Είμαστε νέοι ακόμα, για να συνεχίσουμε το όνειρό μας», του είπε. Οι στραγγαλιστές τελικά καταδικάστηκαν σε ισόβια κάθειρξη, παραμένοντας ατάραχοι καθ' όλη τη διάρκεια της διαδικασίας.