Το διήμερο 25-26 Δεκεμβρίου του 1965 ήταν για όλη την Ελλάδα ένα συνηθισμένο Χριστουγεννιάτικο διάλειμμα, εκτός από ένα μικρό χωριό της Αιτωλοακαρνανίας, όπου διαπράχθηκε ένα πρωτοφανές έγκλημα που έμελλε να συγκλονίσει το πανελλήνιο. Η τραγωδία εκτυλίχθηκε με ένα κουτί γεμάτο δηλητηριασμένους κουραμπιέδες.
Δράστιδα ήταν μια 54χρονη παντρεμένη γυναίκα με δύο παιδιά, από την Αμφιλοχία. Η γυναίκα, παραδομένη σε ερωτικό πάθος για τον 26χρονο εραστή της, τον οποίο περνούσε 28 χρόνια, αποφάσισε να ρίξει παραθείο (ένα ισχυρό φυτοφάρμακο) στο καθιερωμένο χριστουγεννιάτικο γλυκό. Στόχος της ήταν να «βγάλει από τη μέση» την 29χρονη αρραβωνιαστικιά του εραστή της.
Η τραγική παρέκκλιση του σχεδίου
Ωστόσο, ο σατανικός της στόχος δεν επετεύχθη. Αντί να δολοφονήσει τη γυναίκα που αντιπαθούσε, «πήρε στον λαιμό της» τρεις αθώους ανθρώπους: δύο αδερφάκια ηλικίας 2,5 και 3,5 ετών, που ήταν ανίψια του στόχου της, και τον 70χρονο παππού τους, πατέρα της 29χρονης. Εκτός από τα θύματα, δύο άλλες γυναίκες έφαγαν επίσης από τους «κουραμπιέδες του θανάτου», υπέστησαν δηλητηρίαση αλλά κατάφεραν να σωθούν. Οι εφημερίδες της εποχής, συγκλονισμένες από τον κυνισμό, απέδωσαν στην 54χρονη χαρακτηρισμούς όπως η «φαρμακεύτρια», η «λύκαινα» και η «δηλητηριάστρια της Αμφιλοχίας».
Την παραμονή των Χριστουγέννων του 1965, η 54χρονη αγόρασε τους κουραμπιέδες, τους πασπάλισε με το δηλητήριο και τους έστειλε με ΚΤΕΛ, χωρίς να αναγράψει αποστολέα, στην οικογένεια της 29χρονης. Το δέμα παρέλαβε ο αδερφός της. Εκείνη την ημέρα, κουραμπιέ έφαγε μόνο ο 70χρονος, επειδή οι υπόλοιποι νήστευαν. Το πρωί των Χριστουγέννων, ο ανυποψίαστος ηλικιωμένος πέθανε μετά από φρικτούς πόνους. Όλοι, συμπεριλαμβανομένου του τοπικού γιατρού, απέδωσαν τον θάνατο σε καρδιακό επεισόδιο, χωρίς να υποψιαστούν τους κουραμπιέδες.
Τη δεύτερη ημέρα των Χριστουγέννων, τα δύο μικρά κοριτσάκια, εγγόνια του 70χρονου, βρήκαν το κουτί και έφαγαν από μισό κουραμπιέ η καθεμία. Μέσα σε σύντομο διάστημα, σφάδαζαν από τους πόνους. Ο πατέρας τους τα μετέφερε εσπευσμένα στο νοσοκομείο του Αγρινίου, όπου δυστυχώς άφησαν την τελευταία τους πνοή. Η 29χρονη, ο αρχικός στόχος, υπέστη δηλητηρίαση, αλλά σώθηκε επειδή «τίναξε τη ζάχαρη με το δηλητήριο» πριν φάει, σύμφωνα με τα ρεπορτάζ.
Η ομολογία και η δίκη στην Πάτρα
Ήταν πλέον ολοφάνερο πως οι τρεις θάνατοι συνδέονταν. Οι τοξικολογικές εξετάσεις επιβεβαίωσαν ότι η δηλητηρίαση από παραθείο ήταν η κοινή αιτία. Οι αρχές εντόπισαν περίπου 40 γραμμάρια παραθείου κρυμμένα σε μια τρύπα στον τοίχο του σπιτιού της δράστιδας στην Αμφιλοχία. Η 54χρονη συνελήφθη την παραμονή της Πρωτοχρονιάς και, μετά από τρία μερόνυχτα ανακρίσεων, ομολόγησε ότι εκείνη έστειλε το κουτί, «χωρίς να υποπτευθή ότι θα την πλήρωναν άλλοι». Κατά τη διάρκεια της ανάκρισης, έδειξε τον εραστή της και είπε: «Ναι, εγώ μ’ αυτόν τα καταφέραμε».
Η υπόθεση εκδικάστηκε στο Κακουργιοδικείο της Πάτρας τον Μάρτιο του 1967. Η «φαρμακεύτρια» κατηγορήθηκε για φυσική αυτουργία και ο 27χρονος εραστής της για ηθική αυτουργία. Η 55χρονη ισχυρίστηκε ότι ο εραστής της συνέλαβε το σχέδιο εξόντωσης της αρραβωνιαστικιάς του και ότι εκείνη τον εκβίαζε. Αντίθετα, ο 27χρονος υποστήριξε ότι ήταν αθώος και ότι το μόνο του σφάλμα ήταν η ερωτική σχέση με την κατηγορούμενη από «οίκτο». Ο εισαγγελέας της έδρας ήταν καταπέλτης, χαρακτηρίζοντας αμφότερους «λύκους» και ζητώντας την παραδειγματική τους καταδίκη, θεωρώντας τον εραστή ως τον ηθικό αυτουργό του σατανικού σχεδίου.
Τελικά, μετά από δέκα ημέρες δίκης, η πρόταση του εισαγγελέα δεν εισακούστηκε πλήρως. Οι ένορκοι καταδίκασαν την 55χρονη σε 20 χρόνια κάθειρξη και 10ετή στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων, αναγνωρίζοντάς της ελαφρυντικά όπως η μέτρια σύγχυση και η καλή συμπεριφορά μετά το έγκλημα. Ο 27χρονος εραστής αθωώθηκε, απόφαση που ο εισαγγελέας χαρακτήρισε «σκανδαλωδώς πεπλανημένη». Η «φαρμακεύτρια», ακόμη και μετά την καταδικαστική απόφαση, δήλωνε ότι συνέχιζε να αγαπά πολύ τον εραστή της. Η αμφιλεγόμενη απόφαση δεν ικανοποίησε την κοινή γνώμη που είχε συγκλονιστεί από την τριπλή τραγωδία.