Το δημοτικό τραγούδι «Του Κίτσου η μάνα κάθονταν» αποτελεί ένα από τα πιο αντιπροσωπευτικά κλέφτικα τραγούδια της ελληνικής παράδοσης, αποτυπώνοντας τον καημό και τον ηρωισμό των Ελλήνων κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας και της Επανάστασης του 1821. Η επικρατέστερη ιστορική εκδοχή για το πρόσωπο πίσω από τον μύθο αφορά τον Κίτσο Πλάκα, έναν κλέφτη που καταγόταν από την Ήπειρο, αλλά γεννήθηκε στην Ελαϊόμανα Τριχωνίδας.
Το πρόσωπο-κλειδί του τραγουδιού είναι η μητέρα του, η Βγένη ή Βγένα, της οποίας το όνομα, Κυραβγένα, δόθηκε στη δυτική κορυφή του όρους Παναιτωλικό. Ο Κίτσος Πλάκας έδρασε ως κλέφτης στην ορεινή περιοχή της Τριχωνίδας και του Θέρμου κατά την περίοδο της ενετικής κατοχής της Ναυπάκτου (1687-1699). Ορμητήριό του ήταν ο Δριμώνας Θέρμου. Το τραγούδι περιγράφει τη μάνα του, τη Βγένα, να κάθεται στην άκρη ενός ποταμού (πιθανότατα ο Εύηνος, το μεγαλύτερο ποτάμι της περιοχής) και να τον πετροβολά, παρακαλώντας τον να «ολιγοστέψει» για να μπορέσει να περάσει απέναντι, στα «κλεφτοχώρια», όπου είχαν πιάσει τον Κίτσο και τον πήγαιναν να τον κρεμάσουν.
Ο διάλογος στο τραγούδι είναι τραγικός: η μητέρα, μη μπορώντας να περάσει, μοιρολογά για τα άρματα του γιου της, την τιμή και την ταυτότητα του κλέφτη και της οικογένειάς του. Ο Κίτσος της απαντά: «Μάνα λολή, μάνα τρελή, μάνα ξεμυαλισμένη / Δεν κλαις τα μαύρα νιάτα μου και την παλικαριά μου / Μον’ κλαις τα έρημα τ’ άρματα τα έρημα τσαπράζια». Τελικά, ο Κίτσος Πλάκας είχε ένα άδοξο τέλος, καθώς σκοτώθηκε σε ενέδρα των Τούρκων στον Δριμώνα.
Παρόλα αυτά, ο Κίτσος Πλάκας αναδείχθηκε σε ήρωα στη συνείδηση του λαού, γι' αυτό και η λαϊκή παράδοση τίμησε τη μητέρα του, δίνοντας το όνομά της, Κυραβγένα, στην κορυφή του Παναιτωλικού. Το τραγούδι αυτό θεωρείται ένα από τα πιο όμορφα ισοκλέφτικα, με υψηλή αισθητική, αρμονία και πλαστική τελειότητα.