Όταν φέρνουμε στο μυαλό μας τον Μεσαίωνα, συχνά φανταζόμαστε τη λάμψη των ιπποτών, τους μεγαλοπρεπείς πύργους και τον ρομαντισμό των ευγενών. Ωστόσο, πίσω από αυτή την εξιδανικευμένη εικόνα, κρυβόταν μια σκληρή και απτή πραγματικότητα που το σύγχρονο στομάχι μετά βίας θα μπορούσε να αντέξει. Αν μπορούσαμε να βρεθούμε σε έναν μεσαιωνικό δρόμο, το πρώτο πράγμα που θα μας σοκάριζε θα ήταν η δυσοσμία και η απόλυτη έλλειψη υγιεινής. Η μάχη κατά της βρoμιάς ήταν μια χαμένη μάχη για τους περισσότερους κατοίκους της Μεσαιωνικής Ευρώπης, όπου η έννοια της ιατρικής φροντίδας και της καθαριότητας απείχε πολύ από τα σημερινά μας πρότυπα.
Η προσωπική καθαριότητα ήταν συχνά μια εποχιακή ή ετήσια πολυτέλεια. Τα δημόσια λουτρά είχαν περιοριστεί δραστικά, εν μέρει λόγω της αδυναμίας συντήρησης, αλλά κυρίως επειδή οι νέες θρησκευτικές και ηθικές αντιλήψεις τα συνέδεαν με την αμαρτία και την ανηθικότητα. Αντί για μπάνιο, οι ευγενείς και οι πλούσιοι βασίζονταν σε ισχυρά αρώματα, όπως ο μόσχος, για να καλύψουν τις έντονες σωματικές οσμές. Αυτές οι «μάσκες δυσοσμίας» ήταν ένας κοινωνικός συμβιβασμός. Οι συνήθειες καθαριότητας περιορίζονταν κυρίως στο πλύσιμο των χεριών και του προσώπου, με το υπόλοιπο σώμα να παραμένει παραμελημένο, οδηγώντας στη συσσώρευση βρωμιάς και δερματικών προβλημάτων.
Η κατάσταση γινόταν ακόμη πιο ανατριχιαστική στη διαχείριση των απορριμμάτων των πόλεων. Στις πυκνοκατοικημένες περιοχές, η ευκολότερη λύση για τα ανθρώπινα απόβλητα ήταν να πεταχτούν κατευθείαν από το παράθυρο στον δρόμο, συχνά συνοδευόμενα από μια σύντομη προειδοποίηση. Οι δρόμοι ήταν κυριολεκτικά βουτηγμένοι σε έναν αηδιαστικό συνδυασμό σκουπιδιών, κοπριάς αλόγων και ανθρώπινων περιττωμάτων. Τα πρόχειρα συστήματα αποχέτευσης, όπως οι βόθροι, μόλυναν συχνά το πόσιμο νερό. Ακόμη και το πλύσιμο των ρούχων ήταν σοκαριστικό: χρησιμοποιούνταν συχνά ούρα—τα οποία περιέχουν αμμωνία και λειτουργούσαν ως λευκαντικό και απολυμαντικό—αναμεμειγμένα με στάχτη, αφήνοντας μια έντονη, διαπεραστική οσμή. Επιπλέον, η μάστιγα των ψύλλων και των ψειρών ήταν μια κοινή και αποδεκτή πραγματικότητα, με τους λεπτούς χτένες να χρησιμοποιούνται απλώς ως μέθοδος διαχείρισης των παρασίτων.
Αν η έλλειψη υγιεινής ήταν τρομακτική, η μεσαιωνική ιατρική ήταν συχνά θανατηφόρα. Η ιατρική περίθαλψη καθοδηγούνταν από την θεωρία των τεσσάρων χυμών, θεωρώντας την ασθένεια ως αποτέλεσμα της ανισορροπίας τους ή του «μίασματος» (κακού αέρα). Η βασική θεραπεία ήταν η αφαίμαξη, όπου οι γιατροί ή, συχνότερα, οι κουρείς-χειρουργοί αφαιρούσαν μεγάλες ποσότητες αίματος με βδέλες ή τομές, μια πρακτική που επιδείνωνε την κατάσταση και οδηγούσε συχνά σε αδυναμία ή θάνατο. Τα φάρμακα ήταν εξίσου ανατριχιαστικά, χρησιμοποιώντας εκκρίματα ζώων όπως περιττώματα περιστεριών και λύκων, ενώ τα ούρα χρησίμευαν ως διαγνωστικό εργαλείο, ή ακόμη και ως αντισηπτικό. Η χειρουργική γινόταν χωρίς ουσιαστική αναισθησία, με τη χρήση μόνο αλκοόλ ή βοτάνων. Για τη θεραπεία μολυσμένων τραυμάτων, χρησιμοποιούσαν καυτό λάδι ή καυτή άσφαλτο, προκαλώντας αφάνταστο πόνο και περαιτέρω καταστροφή των ιστών.
Τέλος, η μεσαιωνική κοινωνία ήταν διαποτισμένη από δυσδαιμονίες και βάρβαρους νόμους. Ένα καταστροφικό έθιμο ήταν ο διωγμός των γατών, καθώς συνδέονταν με τον διάβολο. Η μείωση του πληθυσμού τους είχε ως τραγική συνέπεια την αύξηση των αρουραίων, οι οποίοι μετέφεραν τους ψύλλους-φορείς της Πανούκλας, ενισχύοντας τη φονικότητα της Μαύρης Πανώλης. Οι ποινές ήταν εξαιρετικά σκληρές και δημόσιες θεάσεις, όπως ο τροχός και ο πυροβασανισμός, χρησίμευαν ως αποτροπή. Ακόμη και οι διατροφικές συνήθειες ήταν σοκαριστικές: το φαγητό με τα χέρια ήταν ο κανόνας, και η χρήση μαχαιροπίρουνων ήταν περιορισμένη, με τους ανθρώπους να μοιράζονται συχνά τα σκεύη τους, πολλαπλασιάζοντας τους κινδύνους μόλυνσης. Αυτά τα «αηδιαστικά» έθιμα δεν ήταν παρά η σκληρή πραγματικότητα της επιβίωσης σε έναν κόσμο χωρίς τις σύγχρονες γνώσεις υγιεινής και ιατρικής.