Η Γενοκτονία των Αρμενίων αποτελεί μία από τις μεγαλύτερες τραγωδίες του 20ού αιώνα, μια συστηματική προσπάθεια εξόντωσης ενός ολόκληρου λαού που άφησε πίσω της πάνω από ένα εκατομμύριο νεκρούς. Στα τέλη του 19ου αιώνα, οι Αρμένιοι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, μια χριστιανική μειονότητα με σημαντική παρουσία στο εμπόριο και τα γράμματα, άρχισαν να αντιμετωπίζονται ως ξένο σώμα. Η άνοδος του εθνικισμού και η επικράτηση των Νεότουρκων με την ιδεολογία της «τουρκοποίησης» μετέτρεψαν τις σποραδικές διώξεις σε ένα οργανωμένο σχέδιο εξόντωσης. Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος παρείχε το πρόσχημα που χρειαζόταν το καθεστώς για να χαρακτηρίσει τους Αρμένιους ως εσωτερικούς εχθρούς και προδότες που συνεργάζονταν με τη Ρωσία.
Η επίσημη έναρξη της γενοκτονίας τοποθετείται στις 24 Απριλίου 1915, όταν εκατοντάδες Αρμένιοι διανοούμενοι, πολιτικοί και θρησκευτικοί ηγέτες συνελήφθησαν στην Κωνσταντινούπολη και αργότερα εκτελέστηκαν, με σκοπό να αφήσουν τον λαό χωρίς ηγεσία. Ακολούθησε ο νόμος περί εκτοπισμού, ο οποίος ανάγκασε ολόκληρες κοινότητες να εγκαταλείψουν τις εστίες τους. Οι περιουσίες τους δημεύθηκαν και αναδιανεμήθηκαν, ενώ οι άνδρες στρατεύσιμης ηλικίας συχνά διαχωρίζονταν από τις οικογένειές τους και εκτελούνταν ομαδικά, αφήνοντας πίσω τους απροστάτευτες γυναίκες, παιδιά και ηλικιωμένους.
Οι περιβόητες πορείες θανάτου προς τις ερήμους της Συρίας και της Μεσοποταμίας αποτέλεσαν το κύριο μέσο εξόντωσης. Χιλιάδες άνθρωποι αναγκάστηκαν να διανύσουν εκατοντάδες χιλιόμετρα με ελάχιστο φαγητό και νερό, υπό την επίβλεψη ανεύθυνων πολιτοφυλακών που διέπρατταν φρικαλεότητες, λεηλασίες και σεξουαλική βία. Η πείνα, οι κακουχίες και οι αρρώστιες θέρισαν τους εκτοπισμένους, ενώ όσοι κατάφεραν να φτάσουν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης βρέθηκαν αντιμέτωποι με νέες σφαγές και άθλιες συνθήκες διαβίωσης. Πολλά ορφανά παιδιά οδηγήθηκαν σε κρατικά ορφανοτροφεία ή μουσουλμανικές οικογένειες, όπου υποβλήθηκαν σε βίαιη αφομοίωση, χάνοντας τη γλώσσα και την πίστη τους.
Παρά τη διεθνή κατακραυγή και τις προσπάθειες για δικαιοσύνη μετά τον πόλεμο, η τουρκική κυβέρνηση συνεχίζει μέχρι σήμερα να αρνείται τον όρο γενοκτονία, αποδίδοντας τους θανάτους σε πολεμικές συνθήκες ή σε δικαιολογημένη καταστολή εξεγέρσεων. Ωστόσο, η πλειοψηφία των ιστορικών και πολλές χώρες παγκοσμίως αναγνωρίζουν τα γεγονότα αυτά ως μια σαφή προσπάθεια εξόντωσης ενός έθνους. Η κληρονομιά αυτής της τραγωδίας παραμένει ζωντανή στις μνήμες των απογόνων των επιζώντων, αποτελώντας ένα διαρκές αίτημα για αναγνώριση και ιστορική αποκατάσταση που επηρεάζει τις σχέσεις της περιοχής μέχρι τις μέρες μας.