Στις 6 Μαρτίου 1981, σε μία δικαστική αίθουσα στη Δυτική Γερμανία, εκτυλίχθηκε ένα περιστατικό που συγκλόνισε τη μεταπολεμική κοινωνία. Η Μαριάνε Μπάχμαϊερ (Marianne Bachmeier) πυροβόλησε και σκότωσε τον Κλάους Γκραμπόφσκι (Klaus Grabowski), τον άνδρα που κατηγορούνταν για τον βιασμό και τη δολοφονία της επτάχρονης κόρης της. Ο κατηγορούμενος έπεσε νεκρός, αφού δέχτηκε επτά σφαίρες στην πλάτη. Η πράξη αυτή διχάσε τη Γερμανία ανάμεσα σε εκείνους που κατηγόρησαν τη μητέρα για αυτοδικία και σε εκείνους που αναγνώρισαν το δίκαιο του εκδικητικού της αισθήματος.
Η τραγικήζωή και ο θάνατος της Άννα
Η Μαριάνε Μπάχμαϊερ είχε μια δύσκολη ζωή. Γεννημένη σε οικογένεια φασιστών, είχε αναγκαστεί να δώσει τα δύο πρώτα της παιδιά για υιοθεσία λόγω οικονομικών δυσχερειών. Το 1973, μετά από επιπλοκές στη γέννα, οι γιατροί την ενημέρωσαν ότι δεν θα μπορούσε να αποκτήσει άλλο παιδί, οπότε αποφάσισε να κρατήσει την τρίτη της κόρη, την Άννα. Ως ιδιοκτήτρια ενός μπαρ στο Λίμπεκ, πάλευε μόνη της να μεγαλώσει το παιδί, μέχρι που ήρθε η τραγωδία.
Στις 5 Μαΐου 1980, η μικρή Άννα βρέθηκε νεκρή, μόλις 7 ετών. Το σώμα της εντοπίστηκε διαμελισμένο σε ένα χαρτοκιβώτιο. Η Άννα είχε βρεθεί στα χέρια του γείτονά της, του 35χρονου κρεοπώλη Κλάους Γκραμπόφσκι. Ο Γκραμπόφσκι ήταν γνωστός στις αρχές, καθώς είχε καταδικαστεί στο παρελθόν για σεξουαλική κακοποίηση ανήλικων κοριτσιών. Μάλιστα, λόγω προηγούμενων εγκλημάτων, είχε υποβληθεί σε ορμονοθεραπεία και είχε δεχτεί να ευνουχιστεί, σε μια προσπάθεια της γερμανικής δικαιοσύνης να αποφύγει την υποτροπή, μέθοδος που όμως αποδείχτηκε αναποτελεσματική.
Η πρόκληση στη δίκη και η πράξη της εκδίκησης
Ο Γκραμπόφσκι συνελήφθη το ίδιο βράδυ μετά από ειδοποίηση της αρραβωνιαστικιάς του. Όταν η υπόθεση έφτασε στο δικαστήριο τον Μάρτιο του 1981, ο Γκραμπόφσκι ομολόγησε τη δολοφονία, αλλά αρνήθηκε τη σεξουαλική κακοποίηση. Αντ' αυτού, ισχυρίστηκε ότι η μικρή Άννα προσπάθησε να τον εκβιάσει, απειλώντας τον ότι θα πει στη μητέρα της πως την κακοποίησε, αν δεν της έδινε χρήματα. Η ανατριχιαστική αυτή περιγραφή, που στόχευε στη μείωση της ευθύνης του, εξόργισε την Μαριάνε Μπάχμαϊερ.
Την τρίτη μέρα της δίκης, η Μπάχμαϊερ μπήκε στην κατάμεστη αίθουσα, κρύβοντας στην τσάντα της ένα πιστόλι Beretta. Όταν βρήκε την κατάλληλη ευκαιρία, στόχευσε τον Γκραμπόφσκι και άνοιξε πυρ, πυροβολώντας οκτώ φορές. Οι επτά σφαίρες καρφώθηκαν στην πλάτη του, σκοτώνοντάς τον ακαριαία. «Σκότωσε την κόρη μου… Ήθελα να τον πυροβολήσω στο πρόσωπο, αλλά τον πυροβόλησα στην πλάτη… Ελπίζω να είναι νεκρός», φέρεται να είπε μετά την πράξη της.
Η δίκη της μητέρας και η διχασμένη κοινή γνώμη
Η μητέρα βρέθηκε τότε να δικάζεται η ίδια για φόνο. Κατά τη διάρκεια της δίκης, ανέφερε ότι έβλεπε συνεχώς οράματα της κόρης της στην αίθουσα. Μάλιστα, όταν της ζητήθηκε να γράψει κάτι για τον γραφικό της χαρακτήρα, έγραψε: «Το έκανα για σένα, Άννα», και ζωγράφισε επτά καρδιές, μία για κάθε χρόνο ζωής της κόρης της.
Στις 2 Μαρτίου 1983, το δικαστήριο την έκρινε ένοχη για ανθρωποκτονία και παράνομη οπλοκατοχή, επιβάλλοντάς της ποινή φυλάκισης 6 ετών, από τα οποία εξέτισε τα μισά. Η ποινή αυτή δίχασε βαθιά τη γερμανική κοινή γνώμη. Άλλοι τη θεώρησαν χαροκαμένη μητέρα που εκδικήθηκε, ενώ άλλοι την εξίσωσαν με τον Γκραμπόφσκι, υποτιμώντας τη γερμανική δικαιοσύνη. Μάλιστα, αργότερα αποκαλύφθηκε από φίλο της ότι η Μπάχμαϊερ είχε κάνει εξάσκηση στη σκοποβολή λίγες μέρες πριν από τον φόνο, αφήνοντας ερωτηματικά για την προμελέτη.
Η Μαριάνε Μπάχμαϊερ αποφυλακίστηκε τον Ιούνιο του 1985. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1996, πέθανε από καρκίνο στο πάγκρεας, σε ηλικία 46 ετών. Τάφηκε στον ίδιο τάφο με την κόρη της, Άννα, στο δημοτικό κοιμητήριο.