Η παρουσία του ελληνισμού στην Τουρκία αποτελεί μια ιστορία χιλιετιών που σήμερα συνεχίζεται μέσα από τις προσπάθειες μιας μικρής αλλά αποφασισμένης κοινότητας. Στην Ίμβρο, το μεγαλύτερο νησί της Τουρκίας, ο ήχος των εκκλησιαστικών καμπανών εξακολουθεί να σμίγει με το κάλεσμα του μουεζίνη, θυμίζοντας την πολυπολιτισμική κληρονομιά της περιοχής. Εκεί, άνθρωποι όπως ο Στέλιος Μπερμπέρης, που υπηρετεί ως ψάλτης και δάσκαλος βυζαντινής μουσικής, παλεύουν να κρατήσουν ζωντανή τη γλώσσα και τις παραδόσεις τους. Παρά το γεγονός ότι ο πληθυσμός μειώθηκε δραματικά κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα λόγω των πολιτικών πιέσεων και των απελάσεων, η επαναλειτουργία των ελληνικών σχολείων στο νησί προσφέρει μια χαραμάδα ελπίδας για το μέλλον.
Στην Κωνσταντινούπολη, η ελληνική κοινότητα, οι λεγόμενοι Ρωμιοί, βιώνουν μια καθημερινότητα που ισορροπεί ανάμεσα στις ένδοξες μνήμες του παρελθόντος και τις προκλήσεις του σήμερα. Η Άννα Μαρία Ασλάνογλου, μέσα από τις εκδόσεις Ιστός και το θέατρο, προσπαθεί να φέρει στο φως την ιστορία των Ρωμιών, όχι ως ένα μουσειακό είδος, αλλά ως μια ζωντανή κοινότητα που παράγει πολιτισμό. Το έργο της επικεντρώνεται στη διάσωση της κοινής μνήμης και τη δημιουργία ενός διαλόγου ανάμεσα στις δύο κουλτούρες, χρησιμοποιώντας την τέχνη ως εργαλείο ενάντια στη λήθη και τον εθνικισμό. Για τη νέα γενιά, η διγλωσσία και η διπλή πολιτισμική ταυτότητα αποτελούν εφόδια για την κατανόηση της σύνθετης ιστορίας της πόλης.
Την ίδια στιγμή, σε μέρη όπως η Πρίγκηπος, τα σημάδια της εγκατάλειψης είναι φανερά. Το εμβληματικό Ορφανοτροφείο της Πριγκήπου, το μεγαλύτερο ξύλινο κτίριο της Ευρώπης, στέκει ερειπωμένο, συμβολίζοντας τη φθορά του χρόνου και την απουσία των χιλιάδων παιδιών που κάποτε φιλοξενούσε. Άνθρωποι όπως ο Νίκος Κατακουζηνός, που μεγάλωσε στο νησί, θυμούνται με νοσταλγία την εποχή που η ελληνική παρουσία ήταν κυρίαρχη. Οι απελάσεις του 1964 και οι εντάσεις για το Κυπριακό ανάγκασαν πολλούς να φύγουν, αφήνοντας πίσω τους «σπίτια-φαντάσματα» και μια κοινότητα που πλέον μετρά ελάχιστα μέλη.
Παρά τις δυσκολίες και το αίσθημα ότι είναι «πολύ Έλληνες για την Τουρκία και πολύ Τούρκοι για την Ελλάδα», οι εναπομείναντες Ρωμιοί αρνούνται να εγκαταλείψουν τις εστίες τους. Για αυτούς, η παραμονή τους στην Ίμβρο, την Πρίγκηπο ή το Πέραν δεν είναι απλώς μια επιλογή κατοικίας, αλλά μια πράξη αντίστασης. Η συμμετοχή τους στις δημόσιες γιορτές και η επιμονή τους στην εκπαίδευση των παιδιών τους στα ελληνικά είναι ο δικός τους τρόπος να δηλώσουν ότι η ιστορία τους δεν έχει τελειώσει ακόμα και ότι ο ελληνισμός της Μικράς Ασίας συνεχίζει να αναπνέει στις γειτονιές όπου γεννήθηκε.