Στις 6 Δεκεμβρίου 2008, μια νύχτα στα Εξάρχεια άλλαξε για πάντα την ελληνική ιστορία. Λίγο μετά τις 9 το βράδυ, ένα περιπολικό της αστυνομίας πέρασε με χαμηλή ταχύτητα από την περιοχή, με τον αστυνομικό Επαμεινώνδα Κορκονέα να κάθεται στη θέση του συνοδηγού. Ξαφνικά, ο Κορκονέας βγήκε από το όχημα και άνοιξε πυρ προς την ομάδα των νεαρών, τραυματίζοντας σοβαρά τον 15χρονο Αλέξη Γρηγορόπουλο. Αυτόπτες μάρτυρες περιγράφουν τον αστυνομικό ως «έξαλλο» να κρατάει το όπλο, να ρίχνει πυροβολισμούς και να εκστομίζει βρισιές. Αρχικά, οι παρευρισκόμενοι δεν μπορούσαν να πιστέψουν αυτό που έβλεπαν, καθώς τους φαινόταν «αδιανόητο» ένας αστυνομικός να βγάζει όπλο και να πυροβολάει. Οι σκηνές που ακολούθησαν ήταν τραγικές, με τον Αλέξη να βρίσκεται στο έδαφος, ενώ οι γύρω του προσπαθούσαν απεγνωσμένα να του κάνουν ΚΑΡΠΑ, πριν μεταφερθεί εσπευσμένα στον Ευαγγελισμό.
Η φρίκη του γεγονότος μετατράπηκε άμεσα σε οργή. Όσοι βρέθηκαν στο σημείο της δολοφονίας, στη συμβολή των οδών Ναβαρίνου και Μεσολογγίου, έζησαν ένα σοκ που γρήγορα έδωσε τη θέση του στην αγανάκτηση, καθώς συνειδητοποίησαν ότι είχαν δει μια δολοφονία στη μέση του δρόμου. Μάλιστα, η δικηγόρος που κλήθηκε από φίλους του παιδιού έσπευσε στον Ευαγγελισμό και βρήκε τον Αλέξη ξαπλωμένο σε ένα φορείο, παγωμένο, με την οπή της σφαίρας στο ύψος της καρδιάς, επιβεβαιώνοντας έτσι τον θάνατό του. Όταν συνάντησε τη μητέρα του, η οποία είχε φτάσει «τελείως χαμένη» στο νοσοκομείο, της απάντησε στο ερώτημα «Ποιος σκότωσε το παιδί μου;» με τη μονολεκτική φράση «Ένας αστυνομικός». Αυτή η απάντηση συμπύκνωσε την τραγωδία και την πλήρη απώλεια εμπιστοσύνης στην πολιτεία.
Η δολοφονία του Αλέξη Γρηγορόπουλου πυροδότησε μια περίοδο βίαιων διαδηλώσεων και σκληρών συγκρούσεων στα Εξάρχεια και σε όλη τη χώρα, ένα φαινόμενο που «δεν είχε ξαναδεί» η ελληνική κοινωνία σε τέτοια έκταση. Οι διαδηλώσεις χαρακτηρίστηκαν από τη μαζική συμμετοχή πολιτών όλων των ηλικιών και κοινωνικών στρωμάτων, οι οποίοι εξέφρασαν την οργή τους προς την πολιτεία και το κράτος. Οι ζημιές που προκλήθηκαν ήταν κυρίως συμβολικές, στοχεύοντας σε τράπεζες και σε μεγάλα εταιρικά brand, ως αντίδραση στην αστυνομική βία και την αδυναμία της πολιτείας να προστατεύσει τους πολίτες της. Η γενιά του Αλέξανδρου συνέχισε να αγωνίζεται, κρατώντας ζωντανή τη μνήμη του και υπενθυμίζοντας πως η δολοφονία ενός ανθρώπου, πόσο μάλλον ενός 15χρονου, από ένα όργανο της τάξης, είναι ένα γεγονός που η κοινωνία «δεν μπορεί να χωνέψει».