Η ιστορία του «Λύκου του Υμηττού» αποτελεί ένα από τα πιο σκοτεινά κεφάλαια στην ελληνική εγκληματολογία, αποδεικνύοντας ότι το κακό μπορεί να κρύβεται πίσω από την πιο απρόσμενη μορφή. Το ψευδώνυμο αυτό ανήκει στον Σπυριδάκη, έναν άνδρα που επί 15 ολόκληρα χρόνια διατελούσε εκκλησιαστικός επίτροπος στην ενορία του, μέχρι που αποκαλύφθηκε ο ρόλος του σε ένα αποτρόπαιο διπλό φονικό που συγκλόνισε την κοινή γνώμη. Η υπόθεση εκτυλίχθηκε στον Υμηττό, όπου σε μία στάνη βρέθηκαν δολοφονημένοι δύο άνθρωποι.
Τα θύματα του εγκλήματος ήταν ο 45χρονος βοσκός Ξενοφών Σιώκος, ιδιοκτήτης της στάνης, και η 42χρονη χήρα Λέλα Κοφινά. Ο αδερφός του βοσκού, όντας κοντά στο βουνό, ήταν ο πρώτος που άκουσε πυροβολισμούς και γυναικεία ουρλιαχτά. Έσπευσε αμέσως στην αεροπορική βάση της περιοχής για να ζητήσει βοήθεια, και μαζί με τρεις αεροπόρους αντίκρισαν το φρικτό θέαμα. Ο δράστης, ο «Λύκος του Υμηττού», κατηγορήθηκε ότι διέπραξε το έγκλημα λόγω χρηματικών διαφορών με τα θύματα, μετατρέποντας τον ρόλο του εκκλησιαστικού επιτρόπου σε εκείνον ενός «θηριώδη» και «σατανικού» φονιά.
Παρά τις κατηγορηματικές αρνήσεις του Σπυριδάκη για οποιαδήποτε εμπλοκή στο διπλό φονικό, η μαρτυρία ενός οδηγού ταξί ήταν αυτή που αποδείχθηκε καθοριστική. Ο οδηγός αναγνώρισε τον εκκλησιαστικό επίτροπο ως τον άνθρωπο που μετέφερε στον Υμηττό την ημέρα του φόνου και κατέθεσε τα στοιχεία του στην αστυνομία. Ο δολοφόνος προσπάθησε να ξεγελάσει το δικαστήριο, αλλά η αλήθεια ήρθε στο φως. Τελικά, ο Σπυριδάκης καταδικάστηκε για το στυγερό έγκλημα και η ποινή του εκτελέστηκε, κλείνοντας έτσι μία από τις πιο ανατριχιαστικές υποθέσεις που έχουν καταγραφεί στην ελληνική εγκληματολογική ιστορία.