Η ιστορία του Τζέιμς Τζέιμσον, εγγονού του ιδρυτή της αυτοκρατορίας του ουίσκι Jameson, αποτελεί μια από τις πιο ανατριχιαστικές και αμφιλεγόμενες σελίδες της ευρωπαϊκής εξερεύνησης στην Αφρική. Ως κληρονόμος μιας τεράστιας περιουσίας, ο Τζέιμσον είχε την οικονομική άνεση να κυνηγήσει το πάθος του για την περιπέτεια, συμμετέχοντας σε μια από τις τελευταίες μεγάλες αποστολές στην κεντρική Αφρική στα τέλη του 19ου αιώνα. Η αποστολή αυτή, που ονομαζόταν «Εκστρατεία Ανακούφισης του Εμίν Πασά», είχε επίσημο στόχο τη διάσωση ενός αποικιακού κυβερνήτη, αλλά στην πραγματικότητα εξυπηρετούσε ευρύτερα αποικιοκρατικά συμφέροντα και σημαδεύτηκε από αμέτρητες παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Η φήμη του Τζέιμσον καταστράφηκε οριστικά όταν αποκαλύφθηκε η εμπλοκή του σε ένα αποτρόπαιο περιστατικό κανιβαλισμού σε ένα χωριό του Κονγκό. Σύμφωνα με μαρτυρίες και τα προσωπικά του ημερολόγια, ο Τζέιμσον εξέφρασε την επιθυμία να δει από κοντά πώς γίνεται μια τελετή κανιβαλισμού. Λέγεται ότι αντάλλαξε έξι μαντήλια για να αγοράσει ένα δεκάχρονο κορίτσι, το οποίο στη συνέχεια πρόσφερε στους ντόπιους με την προϋπόθεση να το καταναλώσουν παρουσία του. Αν και ο ίδιος δεν συμμετείχε στο γεύμα, παρακολούθησε τη διαδικασία και φέρεται να έκανε προσχέδια και υδατογραφίες της σκηνής, απεικονίζοντας με λεπτομέρεια το τραγικό γεγονός.
Στην υπεράσπισή του, ο Τζέιμσον ισχυρίστηκε αργότερα ότι όλο αυτό ξεκίνησε ως ένα κακόγουστο αστείο και ότι δεν πίστευε πως οι ντόπιοι θα προχωρούσαν πράγματι στην πράξη. Ωστόσο, η ύπαρξη των σκίτσων του και οι αντικρουόμενες μαρτυρίες από τον μεταφραστή του και τον επικεφαλής της αποστολής, Χένρι Μόρτον Στάνλεϊ, καθιστούν την εκδοχή του εξαιρετικά αμφίβολη. Πολλοί ιστορικοί εξετάζουν επίσης το ενδεχόμενο η ιστορία να διογκώθηκε ή να κατασκευάστηκε για να τροφοδοτήσει τα δυτικά στερεότυπα της εποχής για την «απολίτιστη» Αφρική, όμως οι πολλαπλές πηγές που επιβεβαιώνουν τα βασικά στοιχεία της ιστορίας παραμένουν ένα ανεξίτηλο στίγμα στο όνομά του.
Η μοίρα του Τζέιμσον σφραγίστηκε λίγο μετά το περιστατικό, καθώς προσβλήθηκε από πυρετό και πέθανε πριν προλάβει να επιστρέψει στην πατρίδα του. Παρά τις προσπάθειες της συζύγου του να αποκαταστήσει τη φήμη του δημοσιεύοντας επιστολές στον Τύπο, το σκάνδαλο ήταν τόσο μεγάλο που οδήγησε στην απαγόρευση περαιτέρω ιδιωτικών εξερευνητικών αποστολών στην Αφρική. Ο «κανίβαλος του ουίσκι», όπως έμεινε γνωστός, αποτελεί μια υπενθύμιση της αλαζονείας και της ηθικής κατάπτωσης που συχνά συνόδευαν την αποικιοκρατική εξάπλωση, μετατρέποντας μια υποτιθέμενη αποστολή διάσωσης σε έναν εφιάλτη βίας και απανθρωπιάς.