Λίγα χρόνια μετά το δισκογραφικό του ντεμπούτο το 1952, ο Στέλιος Καζαντζίδης είχε ήδη αναδειχθεί σε αδιαφιλονίκητο βασιλιά του λαϊκού τραγουδιού. Η τεράστια απήχηση και η δυναμική του παρουσία στην αθηναϊκή νύχτα τον έφεραν γρήγορα αντιμέτωπο με τα ισχυρά συμφέροντα της εποχής, καθώς ο ίδιος αρνούνταν να παίξει τον ρόλο του απλού εκτελεστή.
Αντιλαμβανόμενος τη δύναμή του, ο Καζαντζίδης δεν δεχόταν να συμμετέχει σε διαδικασίες εκμετάλλευσης από τους ιδιοκτήτες των κέντρων. Από ένα σημείο και μετά, πριν συμφωνήσει να βάλει το όνομά του στη μαρκίζα, ζητούσε να ισχύουν οι δικοί του όροι.
Επαναστατικές αλλαγές στη νύχτα
Ο Καζαντζίδης έβαλε όρους που άλλαξαν τα δεδομένα της νυχτερινής διασκέδασης, πάντα με γνώμονα τον λαϊκό κόσμο και τους εργαζομένους. Σύμφωνα με διηγήσεις συνεργατών του, έλεγχε τα πάντα: από το μενού που σερβιριζόταν και τις τιμές (για να είναι προσιτές στο κοινό του) μέχρι την ίδια τη συμπεριφορά του προσωπικού.
Μέσω δικών του ενεργειών, επιβλήθηκε προκαθορισμένο ωράριο ώστε οι εργαζόμενοι, οι περισσότεροι εκ των οποίων ήταν οικογενειάρχες, να επιστρέφουν σε λογική ώρα στο σπίτι τους. Ζητούσε επίσης από τις κοπέλες των μαγαζιών να είναι προσεχτικές και να αποφεύγουν να κάθονται με πελάτες, προκειμένου να διατηρείται η καλή φήμη του κέντρου. Ουσιαστικά, ο Καζαντζίδης ήταν ο άνθρωπος που έβαλε κανόνες στην άναρχη νυχτερινή διασκέδαση, κάτι που φυσικά δεν ήταν αρεστό σε όλους.
Δικαστήρια και απειλές: Η μάχη για τα δικαιώματα
Ο ασυμβίβαστος χαρακτήρας του Καζαντζίδη φάνηκε νωρίτερα, όταν το 1959 έφτασε μέχρι τα δικαστήρια με την Columbia. Ο λόγος ήταν ότι, παρά τα 100.000 αντίτυπα που είχε πουλήσει η μεγάλη του επιτυχία «Μαντουμπάλα», ο ίδιος είχε λάβει εφάπαξ μόνο 1.000 δραχμές ως αμοιβή. Χάρη στη μαχητικότητά του, οι τραγουδιστές άρχισαν να διεκδικούν και να λαμβάνουν ποσοστά για τις επιτυχίες τους – όπως είχε πει χαρακτηριστικά ο Γιώργος Ζαμπέτας, «ο Στέλιος καθάρισε για όλο το σινάφι».
Ομως, η ασυμβίβαστη στάση του τον έφερε αντιμέτωπο και με την παρανομία της νύχτας. Δεχόταν πιέσεις και απειλές από αδίστακτους κακοποιούς, που συνδέονταν ευθέως με τους ιδιοκτήτες των κέντρων, με σκοπό να τρομοκρατούν τους καλλιτέχνες. Σε ένα από τα πολλά περιστατικά εκβιασμού που βίωσε, βρέθηκε αντιμέτωπος με έναν εκβιαστή που απασφάλισε μια χειροβομβίδα, ρωτώντας τον γιατί δεν επέλεξε το δικό του μαγαζί.
Η απόφαση και η λογοκρισία
Αυτή η επικίνδυνη και διεφθαρμένη κατάσταση οδήγησε τον Στέλιο Καζαντζίδη να σιχαθεί τη νύχτα και να λάβει μια ριζική απόφαση: στα τέλη του 1965, σταμάτησε τις εμφανίσεις στα κέντρα, προτιμώντας πλέον τις συναυλίες στο εξωτερικό.
Η μαχητική του φύση δεν τον άφησε ήσυχο ούτε στα επόμενα χρόνια. Με την έλευση της χούντας, τα τραγούδια του λογοκρίθηκαν, ενώ το καθεστώς έβαλε εμπόδια στην ίδρυση της δισκογραφικής εταιρείας που επιχείρησε να δημιουργήσει. Όπως και πολλοί άλλοι Έλληνες, ο Στέλιος έπρεπε να περιμένει τη Μεταπολίτευση για να αναπνεύσει ξανά ελεύθερα, παραμένοντας, ωστόσο, ένας θρύλος που έβαλε τα θεμέλια για τα δικαιώματα των καλλιτεχνών.