Τον Νοέμβριο του 1957, η Ελλάδα αποχαιρέτησε έναν από τους σημαντικότερους λογοτέχνες της, τον Νίκο Καζαντζάκη, ο οποίος είχε αφήσει την τελευταία του πνοή στο Φράιμπουργκ της Γερμανίας. Το κλίμα, ωστόσο, ήταν ιδιαίτερα τεταμένο εξαιτίας της σκληρής στάσης της Επίσημης Εκκλησίας της Ελλάδος απέναντι στον συγγραφέα, τον οποίο εκπρόσωποί της είχαν αποκαλέσει «γιο του Σατανά».
Η σύζυγος του Καζαντζάκη, Ελένη, ζήτησε να τεθεί η σορός του σε λαϊκό προσκύνημα στην Αθήνα, αλλά ο τότε Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος, Θεόκλητος Β’, αρνήθηκε πεισματικά. Η δυσανεξία του ελληνικού ιερατείου οφειλόταν σε κείμενα του Καζαντζάκη, όπως «Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται» και «Ο Τελευταίος Πειρασμός», τα οποία θεωρούσαν βλάσφημα και ιερόσυλα. Αν και ο Οικουμενικός Πατριάρχης, Αθηναγόρας, απέτρεψε τον επίσημο αφορισμό, η Ελλαδική Εκκλησία προχώρησε σε κατάρα εναντίον του. Ο Καζαντζάκης, όσο ζούσε, είχε απαντήσει στους κατήγορούς του με μια αποστομωτική επιστολή, στην οποία τους ευχόταν να έχουν τη συνείδησή του.
Η απαγορευμένη ταφή και ο στρατιώτης με το ράσο
Λόγω της απαγόρευσης, η σορός του συγγραφέα παρέμεινε σε νεκροθάλαμο στο Πρώτο Νεκροταφείο χωρίς παρουσία ιερέα και την επόμενη ημέρα μεταφέρθηκε στην Κρήτη. Εκεί, η αυτοκέφαλη εκκλησία του νησιού ετέλεσε λειτουργία στον ναό του Αγίου Μηνά, παρουσία του Αρχιεπισκόπου Κρήτης Ευγενίου και 17 ιερέων. Ωστόσο, η ταφή έπρεπε να γίνει στην ντάπια Μαρτινέγκο, πάνω στα Βενετσιάνικα τείχη του Ηρακλείου, και όχι σε κανονικό νεκροταφείο, καθώς η απαγόρευση από την Αρχιεπισκοπή Αθηνών παρέμενε σε ισχύ.
Εκείνη την περίοδο, ο Σταύρος Καρπαθιωτάκης υπηρετούσε τη στρατιωτική του θητεία στο Ηράκλειο. Ο παπα-Σταύρος, εκτός από στρατιώτης, ήταν και ιερέας. Το βράδυ πριν τη μεταφορά της σορού, ο διοικητής έδωσε ρητή εντολή σε όλους τους ένστολους να μη βγουν από το στρατόπεδο, φοβούμενος αντιδράσεις κατά τη διάρκεια της απαγορευμένης κηδείας.
Η πρωτοβουλία του παπα-Σταύρου
Για τον παπα-Σταύρο, όμως, δεν υπήρχε δίλημμα. Αγνοώντας τις ρητές εντολές του διοικητή του και τις κατάρες της Αρχιεπισκοπής, «το έσκασε» από το στρατόπεδο την ημέρα της κηδείας. Φόρεσε αθόρυβα τα ράσα του και έτρεξε στο Μαρτινέγκο για να τελέσει την κηδεία του Καζαντζάκη. Ο ίδιος εξήγησε αργότερα την ηρωική του πράξη: «Δεν άντεχα να πάρω στον λαιμό μου τέτοιο άδικο. Δεν μπορούσα να αρνηθώ τα ιερά σ’ έναν βαφτισμένο χριστιανό».
Η παρουσία του παπά-Σταύρου παραπλάνησε τον κόσμο, ο οποίος νόμισε ότι η αρχική απαγόρευση είχε ανακληθεί. Ωστόσο, η ηρωική αυτή πρωτοβουλία δεν έμεινε ατιμώρητη, όχι από την Εκκλησία, αλλά από τον Ελληνικό Στρατό. Λόγω της παρακοής ρητής εντολής, ο παπα-Σταύρος οδηγήθηκε σε στρατιωτικό δικαστήριο και καταδικάστηκε σε έξι μήνες φυλάκιση. Ο παπα-Σταύρος Καρπαθιωτάκης έφυγε από τη ζωή το 2018 σε ηλικία 86 ετών, και η δική του κηδεία τελέστηκε, αυτή τη φορά, κανονικά στον Ιερό Ναό Αγίου Ιωάννη Κνωσού.