Στις 17 Απριλίου 1975, οι κομμουνιστές αντάρτες της Καμπότζης, γνωστοί ως Ερυθροί Χμερ, κατέλαβαν την πρωτεύουσα Πνομ Πενχ, βάζοντας φαινομενικά τέλος σε έναν πενταετή αιματηρό εμφύλιο. Οι πολίτες πίστεψαν ότι τα βάσανά τους τελείωσαν. Ωστόσο, ο πραγματικός εφιάλτης ξεκινούσε μόλις τώρα.
Ο ηγέτης των Χμερ, Πολ Ποτ (Σαλόθ Σαρ), είχε μία ριζοσπαστική και παράφρονα ιδεολογία: πίστευε ότι για να επιτευχθεί μια πραγματική κοινωνική επανάσταση στην Καμπότζη, η χώρα έπρεπε να επιστρέψει σε μια αμιγώς αγροτική οικονομία. Σε αυτή τη νέα εποχή, η βιομηχανία, οι χρηματικές συναλλαγές, οι πόλεις και η μόρφωση θεωρούνταν αστικά κατάλοιπα που έπρεπε να εξαλειφθούν. Αυτή η αρχή ονομάστηκε συμβολικά «Έτος Μηδέν».
Η εξαφάνιση των πόλεων
Μόλις δύο ημέρες μετά την κατάληψη της Πνομ Πενχ, οι Χμερ διέταξαν την εκκένωση ολόκληρου του πληθυσμού, μεταφέροντας τους κατοίκους βίαια στην ύπαιθρο. Η επίσημη δικαιολογία ήταν η έλλειψη τροφίμων στις πόλεις, αλλά ο πραγματικός λόγος ήταν ο φόβος του καθεστώτος ότι οι αστικές περιοχές θα αποτελούσαν εστίες αντίστασης. Η διαταγή εφαρμόστηκε σε όλες τις πόλεις της χώρας. Όλοι οι κάτοικοι, ανεξαρτήτως επαγγέλματος, ηλικίας ή σωματικής κατάστασης, έπρεπε να «εξαγνιστούν» μέσω της σκληρής εργασίας στους ορυζώνες.
Οι ορυζώνες σύντομα ονομάστηκαν «χωράφια του θανάτου». Όποιος δεν κατάφερνε να πιάσει τις προβλεπόμενες «νόρμες» δεν δικαιούνταν συσσιτίου ή απλώς εκτελούνταν. Το κυνικό σύνθημα των Ερυθρών Χμερ ήταν: «Αν σε κρατήσουμε δεν κερδίζουμε τίποτα, αν σε σκοτώσουμε δεν χάνουμε τίποτα». Η έλλειψη τροφής και νερού, οι πρωτόγνωρες συνθήκες εργασίας για τους κατοίκους των πόλεων και οι επιδημικές ασθένειες άρχισαν να θερίζουν τον κόσμο.
Η πολιτική «αναμόρφωσης» και ο τρόμος
Εν τω μεταξύ, στις «πόλεις-φαντάσματα», οι Χμερ διέλυσαν κάθε κρατική δομή. Σφραγίστηκαν οι ξένες πρεσβείες, έκλεισαν οι τράπεζες, τα σχολεία και τα νοσοκομεία, ενώ λεηλατήθηκαν όλοι οι θρησκευτικοί ναοί (βουδιστικοί, μουσουλμανικοί, χριστιανικοί). Απαγορεύτηκε η χρήση χρημάτων, τα κοσμήματα (ως ένδειξη πλούτου) και ακόμη και τα γυαλιά οράσεως, που θεωρούνταν δείγμα αστικής διανόησης.
Η παράνοια των απαγορεύσεων επεκτάθηκε: κανένας πολίτης δεν μπορούσε να έχει μαζί του φωτογραφίες αγαπημένων προσώπων, απαγορευόταν το διάβασμα βιβλίων, ο θρήνος για τους νεκρούς, και, στην πιο εξωφρενική εντολή, απαγορεύθηκε το γέλιο. Οι παραβάτες μεταφέρονταν στη φυλακή-κολαστήριο Τουόλ Σλένγκ ή Ες-21. Από τους 14.000 κρατούμενους που πέρασαν από εκεί μεταξύ 1974 και 1978, μόνο 12 επιβίωσαν. Ένας από τους ελάχιστους επιζώντες, ο Βαν Νατ, περιέγραφε τις συνθήκες: «Πεινούσαμε τόσο πολύ ώστε τρώγαμε τα έντομα… Τρώγαμε το φαγητό μας δίπλα σε πτώματα και δεν μας ένοιαζε επειδή ήμασταν σαν ζώα».
Τα παιδιά: Η νέα γενιά του κόμματος
Το 1976, η κυβέρνηση των Χμερ ανακοίνωσε ότι ήταν ο «πραγματικός γονέας» όλων των παιδιών της χώρας. Τα παιδιά άνω των 12 ετών αποχωρίστηκαν τις οικογένειές τους και στάλθηκαν σε στρατόπεδα «μετεκπαίδευσης», από όπου οι Χμερ θα αντλούσαν τα νέα αφοσιωμένα μέλη του κόμματος. Παιδιά μεταξύ έξι και δώδεκα ετών ανέλαβαν να συγκροτήσουν ομάδες που περιπολούσαν στην ύπαιθρο, εντοπίζοντας και καταγγέλλοντας όσους παρέβαιναν τις εντολές. Τα μικρότερα παιδιά στάλθηκαν σε «γιαγιάδες», φανατικά μέλη των Χμερ, οι οποίες αναλάμβαναν να εμφυτεύσουν στη νέα γενιά την απόλυτη πίστη στο καθεστώς.
Παρά το γεγονός ότι ολόκληρος ο πληθυσμός εργαζόταν στα χωράφια, η Καμπότζη αντιμετώπισε σοβαρή έλλειψη τροφίμων και λιμό. Η αιτία δεν ήταν μόνο οι καιρικές συνθήκες, αλλά κυρίως η έλλειψη κινήτρου για τους εργάτες, των οποίων ο μόνος στόχος ήταν η επιβίωση. Από αυτή την απόλυτη παράνοια δεν γλίτωσαν ούτε οι πρωτεργάτες της «επανάστασης». Από τα 22 μέλη της Κεντρικής Επιτροπής του Κόμματος το 1975, τρία χρόνια μετά είχαν απομείνει μόνο τέσσερα, καθώς οι υπόλοιποι δεκαοκτώ εκτελέστηκαν από τον Πολ Ποτ.
Το τέλος του αιματοκυλίσματος
Αφού «απάλλαξε» τη χώρα από τους αντιφρονούντες και τους συνεργάτες του, ο Πολ Ποτ στράφηκε κατά της πολυπληθούς βιετναμέζικης μειονότητας, θεωρώντας τη γειτονική χώρα διαρκή απειλή. Έφτασε στο σημείο να διατάξει όποιον Καμποτζιανό ήταν παντρεμένος με Βιετναμέζα να τη σκοτώσει! Παράλληλα, οι Χμερ εξαπέλυσαν επιθέσεις στο έδαφος του Βιετνάμ. Οι Βιετναμέζοι απάντησαν δυναμικά και στις 25 Δεκεμβρίου 1978 εξαπέλυσαν ευρείας κλίμακας επίθεση εναντίον της Καμπότζης, όπου ο λαός τούς υποδέχθηκε ως απελευθερωτές.
Το αιμοσταγές καθεστώς κατέρρευσε γρήγορα. Ο Πολ Ποτ και οι εναπομείναντες οπαδοί του κατέφυγαν στις βορειοδυτικές περιοχές. Κατά την πορεία τους προς την Πνομ Πενχ, οι Βιετναμέζοι στρατιώτες αντίκριζαν ατελείωτες εκτάσεις «σπαρμένες» με ανθρώπινα οστά. Ήταν το αποτρόπαιο αποτέλεσμα της «αναμορφωτικής» πολιτικής του Πολ Ποτ, μιας πολιτικής που στοίχισε τη ζωή σε 1.400.000 έως 2.000.000 ανθρώπους—έως και το 30% του συνολικού πληθυσμού της Καμπότζης.