Η πρακτική του δεσίματος των ποδιών, γνωστή ως "Lotus feet", αποτελεί μια από τις πιο οδυνηρές και αμφιλεγόμενες παραδόσεις στην παγκόσμια ιστορία, συμβολίζοντας την ακραία υποταγή της γυναικείας φύσης σε πρότυπα ομορφιάς και κοινωνικής θέσης. Οι ρίζες της εντοπίζονται στον 10ο αιώνα, όταν μια χορεύτρια της αυλής έδεσε τα πόδια της σε σχήμα νέας σελήνης για να εντυπωσιάσει τον αυτοκράτορα. Αυτό που ξεκίνησε ως ένα προνόμιο της ανώτερης τάξης για να επιδειχθεί ο πλούτος και η αδυναμία των γυναικών για εργασία, γρήγορα εξαπλώθηκε και στις χαμηλότερες τάξεις, καθώς τα μικρά πόδια έγιναν το «διαβατήριο» για έναν ευνοϊκό γάμο και την κοινωνική ανέλιξη.
Η διαδικασία ξεκινούσε σε πολύ μικρή ηλικία, συνήθως μεταξύ τριών και έξι ετών, όταν τα οστά ήταν ακόμα εύπλαστα. Τα πόδια των κοριτσιών μουλιάζονταν σε ζεστά διαλύματα και στη συνέχεια όλα τα δάχτυλα, εκτός από το μεγάλο, σπάζονταν βίαια και διπλώνονταν κάτω από το πέλμα. Στη συνέχεια, το πόδι δενόταν σφιχτά με μεταξωτές λωρίδες για να πιεστεί η φτέρνα προς το μπροστινό μέρος, δημιουργώντας ένα μόνιμο κάταγμα και μια βαθιά εσοχή στην καμάρα. Ο στόχος ήταν το «Χρυσό Λωτό», ένα πόδι που δεν ξεπερνούσε τις τρεις ή τέσσερις ίντσες. Η καθημερινότητα αυτών των κοριτσιών ήταν ένας διαρκής αγώνας με τον πόνο, τις μολύνσεις και τον κίνδυνο της γάγγραινας, που στοίχιζε τη ζωή στο 10% των περιπτώσεων.
Πέρα από το αισθητικό κομμάτι, το δέσιμο των ποδιών είχε βαθιές κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις. Οι γυναίκες αυτές δυσκολεύονταν να περπατήσουν, κάτι που τις καθιστούσε εξαρτημένες από τους συζύγους τους και τις περιόριζε μέσα στο σπίτι. Ο ιδιαίτερος τρόπος βαδίσματος που προκαλούσε η παραμόρφωση θεωρούνταν ερωτικός, ενώ τα μεγάλα πόδια ταυτίζονταν με την αγροτική τάξη και την έλλειψη θηλυκότητας. Η πρακτική αυτή έγινε τόσο βαθιά ριζωμένη στην κινεζική ταυτότητα που επιβίωσε ακόμα και από απαγορεύσεις των Μαντσού τον 17ο αιώνα, καθώς θεωρούνταν σύμβολο εθνικής υπερηφάνειας απέναντι στους ξένους κατακτητές.
Η αντίστροφη μέτρηση για το τέλος αυτής της βάναυσης παράδοσης ξεκίνησε στα τέλη του 19ου αιώνα με τη δράση χριστιανών ιεραποστόλων και Κινέζων μεταρρυθμιστών. Η πρακτική απαγορεύτηκε οριστικά το 1912, αλλά η πλήρης εξάλειψή της ήρθε με την άνοδο του κομμουνιστικού καθεστώτος του Μάο Τσε Τουνγκ. Οι γυναίκες έπρεπε πλέον να είναι ικανές εργάτριες για την επανάσταση, και τα δεμένα πόδια θεωρήθηκαν οπισθοδρομικό κατάλοιπο του παρελθόντος. Οι τελευταίες γυναίκες με δεμένα πόδια βρέθηκαν συχνά στο στόχαστρο χλευασμού, βιώνοντας μια διπλή απόρριψη: από το σύστημα που τις ακρωτηρίασε και από εκείνο που τις χλεύαζε για την παραμόρφωσή τους. Το τελευταίο εργοστάσιο που κατασκεύαζε τα ειδικά παπούτσια "Lotus" έκλεισε το 1999, σφραγίζοντας το τέλος μιας ολόκληρης εποχής πόνου.