Η ιστορία της γυναικείας υστερίας αποτελεί ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα του πώς οι ιατρικές διαγνώσεις χρησιμοποιήθηκαν στο παρελθόν για την καταπίεση και τον έλεγχο των γυναικών. Ο όρος «υστερία» επινοήθηκε από τον Ιπποκράτη και προέρχεται από την ελληνική λέξη «υστέρα», που σημαίνει μήτρα. Στην αρχαία Ελλάδα, επικρατούσε η πεποίθηση ότι η μήτρα ήταν ένα όργανο που «περιπλανιόταν» μέσα στο σώμα, ασκώντας πίεση σε άλλα όργανα και προκαλώντας μια σειρά από συμπτώματα, όπως πονοκεφάλους, άγχος, σπασμούς, ακόμα και παράλυση. Αυτή η αντίληψη για τη μήτρα ως ένα αυτόνομο και ανήσυχο ζώο μέσα στον οργανισμό κυριάρχησε για αιώνες, διαμορφώνοντας την ιατρική αντιμετώπιση των γυναικών.
Κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα, η ερμηνεία της υστερίας μετατοπίστηκε από το ιατρικό στο πνευματικό επίπεδο. Τα συμπτώματα συχνά αποδίδονταν σε δαιμονική κατοχή ή μαγεία, με τις γυναίκες να θεωρούνται πιο ευάλωτες σε τέτοιες επιρροές. Οι θεραπείες εκείνης της εποχής περιλάμβαναν εξορκισμούς και προσευχές, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις χρησιμοποιούνταν η χειραγώγηση των γεννητικών οργάνων από μαίες ως έσχατη λύση για την απελευθέρωση των «κατακρατημένων υγρών» που πίστευαν ότι προκαλούσαν την ανισορροπία. Μόλις τον 17ο αιώνα η υστερία άρχισε να αντιμετωπίζεται ξανά ως ιατρικό πρόβλημα, αυτή τη φορά με μια στροφή προς την ψυχολογία, αν και η σύνδεση με τη γυναικεία φύση παρέμεινε ισχυρή.
Στον 19ο αιώνα, η διάγνωση της υστερίας έγινε μια «ομπρέλα» που κάλυπτε σχεδόν οποιαδήποτε συμπεριφορά θεωρούνταν ακατάλληλη για μια γυναίκα της εποχής. Συμπτώματα όπως η έντονη σεξουαλική επιθυμία, η ισχυρή θέληση ή η μελαγχολία βαφτίζονταν υστερία. Οι θεραπείες έγιναν πιο συστηματικές και περιλάμβαναν το λεγόμενο «πυελικό μασάζ» από γιατρούς, μια πρακτική που αποσκοπούσε στην πρόκληση «υστερικού παροξυσμού» (δηλαδή οργασμού) για την ανακούφιση των συμπτωμάτων. Η χρήση ηλεκτρικών συσκευών και των πρώτων δονητών στις αρχές του 20ού αιώνα ήταν μέρος αυτής της ιατρικής ρουτίνας, η οποία συχνά αγνοούσε την κοινωνική καταπίεση και την έλλειψη αυτονομίας των γυναικών ως την πραγματική αιτία της δυσφορίας τους.
Η υστερία αφαιρέθηκε επίσημα από τον κατάλογο των ψυχικών διαταραχών μόλις το 1980, σηματοδοτώντας το τέλος μιας εποχής όπου η ιατρική επιστήμη χρησιμοποιήθηκε για την επιβολή κοινωνικών προτύπων. Σήμερα αναγνωρίζουμε ότι πολλές από τις γυναίκες που διαγνώστηκαν με υστερία υπέφεραν στην πραγματικότητα από κατάθλιψη, άγχος ή διαταραχή μετατραυματικού στρες, καταστάσεις που επιδεινώνονταν από τις αυστηρές περιοριστικές ζωές που αναγκάζονταν να ζουν. Η μελέτη της ιστορίας της υστερίας μας υπενθυμίζει τη σημασία της εξέλιξης της ιατρικής γνώσης μακριά από προκαταλήψεις και στερεότυπα, διασφαλίζοντας τον σεβασμό στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια.