Ο Νικόλαος Μακαρέζος, αν και τρίτος στην ιεραρχία της δικτατορικής τριανδρίας του 1967, δίπλα στους Γεώργιο Παπαδόπουλο και Στυλιανό Πατακό, παραμένει ο λιγότερο γνωστός από τους πρωτεργάτες της επταετίας. Γεννημένος το 1919 στη Γραβιά Παρνασίδος, ο Μακαρέζος είχε ένα εντυπωσιακό υπόβαθρο που τον ξεχώριζε από τους ομοϊδεάτες του. Αποφοίτησε ως αριστούχος από τη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων το 1940 και συμμετείχε ενεργά σε όλα τα μέτωπα των πολέμων της δεκαετίας του 1940 (ελληνοϊταλικό, Β' Παγκόσμιο, Δεκεμβριανά, Εμφύλιος), γεγονός που του απέφερε πολλά παράσημα. Το πιο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του ήταν η τεράστια μόρφωση και ο ζήλος του για σπουδές: παρακολούθησε πλήθος στρατιωτικών σχολών σε Ελλάδα και εξωτερικό, ενώ παράλληλα απέκτησε τρία πανεπιστημιακά πτυχία (ΑΣΟΕ, Πάντειος, Ανωτάτη Σχολή Βιομηχανικών Σπουδών), καθιστώντας τον τον μοναδικό της τριανδρίας με πανεπιστημιακό χαρτί.
Η κρίσιμη στιγμή για τη συμμετοχή του στο πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967 ήταν το φθινόπωρο του 1966, όταν μετατέθηκε στην Αθήνα μαζί με τον ομόθρησκο και συμμαθητή του Παπαδόπουλο. Μαζί με τον Πατακό, ενορχήστρωσαν το πραξικόπημα, το οποίο, όπως εκτιμάται, βασίστηκε στο νατοϊκό σχέδιο «Προμηθεύς», που προέβλεπε την επέμβαση του στρατού σε περίπτωση κομμουνιστικής απειλής. Ο Μακαρέζος έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην επιβολή του καθεστώτος, καθώς επέβαινε στο πρώτο άρμα μάχης που κινήθηκε προς το Πεντάγωνο τις πρώτες πρωινές ώρες της 21ης Απριλίου, επιβάλλοντας τον στρατιωτικό νόμο στους επιτελάρχες. Μετά την επιβολή της Χούντας, ο Μακαρέζος ανέλαβε το χαρτοφυλάκιο του Υπουργού Συντονισμού και τη θέση του αντιπροέδρου, γινόμενος ο νέος τσάρος της ελληνικής οικονομίας.
Κατά τη διάρκεια της θητείας του, ο Μακαρέζος επέβαλε άμεσα το κλείσιμο του Χρηματιστηρίου και των τραπεζών για να παγώσει κάθε οικονομική δραστηριότητα, ενώ στη συνέχεια παραιτήθηκε από τα στρατιωτικά του καθήκοντα, παραμένοντας στην πολιτική θέση μέχρι το 1973. Μέχρι το τέλος της ζωής του, περιφανευόταν για το οικονομικό θαύμα που ισχυριζόταν ότι πραγματοποίησε κατά την εξαετία της διακυβέρνησής του. Ωστόσο, η θητεία του αμαυρώθηκε από σοβαρές κατηγορίες για φαυλοκρατία, καθώς φέρεται να προέβη σε ανεξέλεγκτες δανειοδοτήσεις σε φίλους και συγγενείς, ενώ διόρισε ακόμη και τον κουνιάδο του, Αλέξανδρο Ματθαίου, αρχικά Υπουργό Γεωργίας και αργότερα Βορείου Ελλάδος, γεγονός που ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με τη ρητορική της Χούντας κατά της φαυλοκρατίας της δημοκρατίας.
Η πολιτική του πορεία τερματίστηκε το φθινόπωρο του 1973, όταν διαφώνησε έντονα με την προσπάθεια του Παπαδόπουλου να «φιλελευθεροποιήσει» το καθεστώς, διορίζοντας τον Σπυρίδωνα Μαρκεζίνη ως πρωθυπουργό και υποσχόμενος εκλογές. Ο Μακαρέζος παραιτήθηκε στις 28 Σεπτεμβρίου 1973. Το πολιτικό αυτό πείραμα κράτησε μόλις 48 ημέρες, καθώς η εξέγερση του Πολυτεχνείου οδήγησε στην αντεπανάσταση του Ιωαννίδη και την ανατροπή της παλιάς φρουράς της Εθνοσωτηρίου Επαναστάσεως. Η τουρκική εισβολή στην Κύπρο τον Ιούλιο του 1974 βρήκε τον Μακαρέζο σε κατ' οίκον περιορισμό, και ακολούθησε η πτώση της Χούντας.
Μαζί με τους Παπαδόπουλο και Πατακό, εκτοπίστηκε στην Κέα, φυλακίστηκε και προσήχθη σε δίκη. Στις 24 Αυγούστου 1975, το Εφετείο Αθηνών τους επέβαλε εις θάνατο ποινή για εσχάτη προδοσία και στάση. Η ποινή μετατράπηκε άμεσα σε ισόβια κάθειρξη από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή. Ο Μακαρέζος παρέμεινε στις φυλακές Κορυδαλλού μέχρι το 1990, έχοντας εκτίσει ποινή 16 ετών, όταν αποφυλακίστηκε λόγω ανίατης βλάβης της υγείας του και τέθηκε σε κατ' οίκον περιορισμό. Είχε προηγουμένως καθαιρεθεί με προεδρικό διάταγμα και υποβιβαστεί στον βαθμό του στρατιώτη. Μέχρι το τέλος της ζωής του, ο Μακαρέζος υπερασπιζόταν το οικονομικό του έργο, αν και εξέφρασε τη λύπη του για τα «τραγικά δεινά» που προκάλεσε η άσκηση της πολιτικής από μέρους του. Πέθανε στις 3 Αυγούστου 2009, σε ηλικία 90 ετών, αφήνοντας πίσω του τρία συγγράμματα για την επίμαχη εποχή.