Η ιστορία της Blanche Monnier αποτελεί ένα από τα πιο σοκαριστικά κεφάλαια στην ιστορία του εγκλήματος στη Γαλλία, μια υπόθεση που αναδεικνύει την απόλυτη σκληρότητα πίσω από την πρόσοψη της αριστοκρατικής ευπρέπειας. Η Blanche, μια πανέμορφη κοπέλα από πλούσια οικογένεια του Πουατιέ, εξαφανίστηκε ξαφνικά το 1876 σε ηλικία 26 ετών. Για 25 ολόκληρα χρόνια, κανείς δεν γνώριζε την τύχη της, μέχρι που ένα ανώνυμο γράμμα προς τον Γενικό Εισαγγελέα του Παρισιού το 1901 αποκάλυψε τη φρικτή αλήθεια: μια γυναίκα κρατούνταν φυλακισμένη, πεινασμένη και εγκαταλελειμμένη μέσα στο ίδιο της το σπίτι.
Η αιτία της φυλάκισής της ήταν ο έρωτας. Η Blanche είχε ερωτευτεί έναν δικηγόρο, τον οποίο η μητέρα της, Madame Monnier, θεωρούσε κοινωνικά κατώτερο και «ξεπεσμένο». Όταν η Blanche αρνήθηκε να τον εγκαταλείψει, η μητέρα της, με τη σιωπηρή ανοχή του πατέρα της και τη βοήθεια του αδελφού της, Marcel, την κλείδωσε σε μια σκοτεινή σοφίτα. Η Madame Monnier, μια γυναίκα της υψηλής κοινωνίας που νοιαζόταν υπερβολικά για την κοινωνική της εικόνα, έλεγε ψέματα στους γείτονες και στον ίδιο τον εραστή της Blanche ότι η κόρη της είχε φύγει στο εξωτερικό ή ότι είχε παντρευτεί στη Σκωτία.
Όταν η αστυνομία εισέβαλε τελικά στο σπίτι, βρήκε την Blanche σε κατάσταση απόλυτης εξαθλίωσης. Η δωμάτιο ήταν γεμάτο ακαθαρσίες, σάπια τρόφιμα και αρουραίους, ενώ η ίδια ζύγιζε μόλις 25 κιλά, αν και ήταν πλέον 52 ετών. Η μυρωδιά στον χώρο ήταν τόσο ανυπόφορη που οι αστυνομικοί δυσκολεύονταν να παραμείνουν μέσα. Η Blanche είχε χάσει την επαφή με την πραγματικότητα και την ικανότητα να μιλά καθαρά, έχοντας περάσει δυόμισι δεκαετίες χωρίς φως ή ανθρώπινη επαφή, πέρα από τους δεσμοφύλακές της που της πετούσαν αποφάγια.
Οι συνέπειες για την οικογένεια Monnier ήταν άμεσες αλλά ίσως όχι αρκετές για το μέγεθος του εγκλήματος. Η Madame Monnier πέθανε στη φυλακή λίγες μέρες μετά τη σύλληψή της από καρδιακή προσβολή, αποφεύγοντας τη δίκη. Ο αδελφός της, Marcel, καταδικάστηκε αρχικά σε 15 μήνες φυλάκιση, αλλά αργότερα αθωώθηκε με το επιχείρημα ότι δεν είχε ασκήσει σωματική βία και ότι στη Γαλλία τότε δεν υπήρχε νόμος για την «παράλειψη βοήθειας». Η ίδια η Blanche πέρασε το υπόλοιπο της ζωής της σε ψυχιατρικό νοσοκομείο, όπου και πέθανε το 1913, χωρίς να καταφέρει ποτέ να ξεπεράσει το τραύμα της μακρόχρονης αιχμαλωσίας της.