Η 22α Ιανουαρίου 1973 παραμένει μια από τις πιο μαύρες ημερομηνίες στην ιστορία της οικογένειας Ωνάση, σηματοδοτώντας την αρχή του τέλους για την αυτοκρατορία του Έλληνα κροίσου. Ο Αλέξανδρος Ωνάσης, ο μόλις 25 ετών διάδοχος του Αριστοτέλη, επιβιβάστηκε στο αμφίβιο αεροσκάφος Piaggio 136 στο αεροδρόμιο του Ελληνικού για μια πτήση ρουτίνας. Δευτερόλεπτα μετά την απογείωση, το αεροπλάνο κατέπεσε και συνετρίβη στον διάδρομο προσγείωσης, μετατρέποντας την άτρακτο σε μια άμορφη μάζα σιδερικών. Ο Αλέξανδρος τραυματίστηκε βαρύτατα στο κεφάλι και, παρά τις υπεράνθρωπες προσπάθειες των γιατρών στο ΚΑΤ, άφησε την τελευταία του πνοή την επόμενη ημέρα, βυθίζοντας στη θλίψη τον πατέρα του και την αδελφή του Χριστίνα.
Ο θάνατος του Αλέξανδρου δεν αντιμετωπίστηκε ποτέ από τον Αριστοτέλη Ωνάση ως ένα απλό ατύχημα. Από την πρώτη στιγμή, ο μεγιστάνας ήταν πεπεισμένος ότι ο γιος του έπεσε θύμα εγκληματικής ενέργειας. Τα επίσημα πορίσματα που ακολούθησαν ενίσχυσαν τις υποψίες του, καθώς διαπιστώθηκε ότι τα συρματόσχοινα των πηδαλίων κλίσεως είχαν τοποθετηθεί ανάποδα. Αυτό σήμαινε ότι όταν ο πιλότος προσπαθούσε να στρίψει το αεροσκάφος προς μια κατεύθυνση, εκείνο ανταποκρινόταν αντίθετα, καθιστώντας τον έλεγχο αδύνατο. Ο Ωνάσης επικήρυξε τους υπεύθυνους με το αστρονομικό για την εποχή ποσό του ενός εκατομμυρίου δολαρίων, υποστηρίζοντας ότι κάποιοι ήθελαν να τον πλήξουν στην πιο ευαίσθητη χορδή του.
Η απώλεια του μοναχογιού του λύγισε τον Αριστοτέλη Ωνάση, ο οποίος από εκείνη την ημέρα και μετά περιγραφόταν ως ένας «ζωντανός νεκρός». Οι τύψεις τον βασάνιζαν, καθώς ο Αλέξανδρος του είχε ζητήσει επανειλημμένα να αντικαταστήσουν το συγκεκριμένο παλιό αεροσκάφος με ελικόπτερο, το οποίο θεωρούσε ασφαλέστερο. Η κατάρρευση του Ωνάση ήταν τόσο απόλυτη που συχνά επισκεπτόταν τον τάφο του γιου του στον Σκορπιό, έστρωνε τραπέζι και του μιλούσε για ώρες, προσπαθώντας να διαχειριστεί το αδιανόητο. Πολλοί στενοί συνεργάτες του υποστήριζαν ότι ο θάνατος του Αλέξανδρου ήταν το γεγονός που οδήγησε και τον ίδιο τον Αριστοτέλη στον θάνατο δύο χρόνια αργότερα.
Μέχρι σήμερα, το ερώτημα αν επρόκειτο για ένα τραγικό ανθρώπινο λάθος των τεχνικών ή για μια καλοστημένη δολιοφθορά παραμένει αναπάντητο, τροφοδοτώντας αμέτρητες θεωρίες συνωμοσίας. Η οικογένεια Ωνάση κυνηγήθηκε από μια σειρά τραγωδιών, με τη μητέρα του Αλέξανδρου, Τίνα Λιβανού, και αργότερα την αδελφή του Χριστίνα, να φεύγουν επίσης από τη ζωή σε νεαρή ηλικία, ενισχύοντας τη φήμη για μια «κατάρα» που στοίχειωνε το όνομά τους. Η ιστορία του Αλέξανδρου παραμένει ένας άλυτος γρίφος και μια υπενθύμιση ότι ακόμα και τα μυθικά πλούτη δεν μπορούν να προστατεύσουν από το χτύπημα της μοίρας.