Οι κουραμπιέδες είναι, αναμφίβολα, ένα από τα πιο αγαπημένα και αναπόσπαστα γλυκά του ελληνικού Χριστουγεννιάτικου τραπεζιού. Λευκοί από την άχνη ζάχαρη, αρωματικοί και πλούσιοι σε βούτυρο, αποτελούν την απόλυτη γιορτινή συνήθεια. Ωστόσο, προτού καθιερωθούν ως ελληνικό έθιμο, είχαν ήδη διανύσει ένα μακρύ ταξίδι, ξεκινώντας από τις κουζίνες της Ανατολής.
Η προέλευση του κουραμπιέ εντοπίζεται στην Περσία, όπου πρωτοεμφανίστηκε τον 7ο αιώνα. Ήταν η εποχή που η ζάχαρη άρχισε να διαδίδεται στην περιοχή, επιτρέποντας τη δημιουργία νέων γλυκισμάτων. Η αρχική του μορφή ήταν ένα είδος μπισκότου που συνδύαζε αλεύρι, βούτυρο και ζάχαρη, την ίδια βασική τριάδα συστατικών στην οποία στηρίζεται και σήμερα. Παρότι η Περσία θεωρείται το επικρατέστερο σημείο προέλευσης, η «πατρότητα» του γλυκίσματος διεκδικείται και από τον Λίβανο, όπου αντίστοιχα βουτυράτα μπισκότα καταγράφονται σε παλαιότερες μαγειρικές παραδόσεις. Από εκεί, το γλύκισμα εξαπλώθηκε σε ολόκληρη τη Μέση Ανατολή και κατόπιν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, μέσω εμπορικών διαδρομών και πολιτισμικών ανταλλαγών, καταγράφοντας την παρουσία του στην οθωμανική κουζίνα ήδη από τον 15ο αιώνα.
Η ετυμολογία της λέξης: Από το Kuru Biye στο Qurabiya
Η ονομασία «κουραμπιές» προέρχεται από τις λέξεις kurabie / gurabie, οι οποίες συναντώνται στα τουρκικά ως kurabiye και στα αραβικά ως qurabiya. Αρκετές γλωσσικές αναλύσεις συνδέουν τη λέξη με τη ρίζα kuru (που σημαίνει ξηρό) και το biye. Το biye φαίνεται να προέρχεται από παραφθορά του λατινικού bis-cuit («ψημένο δύο φορές»), το οποίο πέρασε στην Ανατολή μέσω των Βενετών εμπόρων. Έτσι, δημιουργήθηκε μια νέα μικτή λέξη, η οποία στη συνέχεια επανήλθε στη Δύση ως αντιδάνειο, για να καταλήξει ελληνοποιημένη στη μορφή «κουραμπιές».
Ο ελληνικός κουραμπιές και η συμβολή των Μικρασιατών
Στην Ελλάδα, ο κουραμπιές είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με τη γιορτή των Χριστουγέννων. Η μορφή, όμως, με την οποία τον γνωρίζουμε σήμερα, έχει διαμορφωθεί σημαντικά από τους Μικρασιάτες πρόσφυγες. Ιδιαίτερα σημαντική υπήρξε η συμβολή των κατοίκων της Καρβάλης της Καππαδοκίας, οι οποίοι το 1924 εγκαταστάθηκαν στη Νέα Καρβάλη του Νομού Καβάλας.
Μαζί τους έφεραν την παραδοσιακή μικρασιατική συνταγή, η οποία εξελίχθηκε στο πιο γνωστό ελληνικό είδος κουραμπιέδων. Οι «κουραμπιέδες Νέας Καρβάλης» θεωρούνται σήμερα από τους πιο δημοφιλείς στη χώρα, συνδυάζοντας το πλούσιο βούτυρο αιγοπρόβειου τύπου με καβουρδισμένα αμύγδαλα. Στην ελληνική εκδοχή, ο κουραμπιές μοιάζει με ένα ελαφρύ shortbread, όπου το βούτυρο παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο. Συχνά ενισχύεται με αρώματα όπως βανίλια, μαστίχα ή ροδόνερο, ενώ σε ορισμένες περιοχές στολίζεται με ένα ολόκληρο γαρύφαλλο στην κορυφή. Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του είναι ότι τυλίγεται στην άχνη ζάχαρη όσο ακόμη είναι ζεστός, δημιουργώντας την χαρακτηριστική λευκή και πλούσια επικάλυψη.
Παγκόσμιες παραλλαγές τουβουτυράτου μπισκότου
Παρά τη στενή του σύνδεση με τα ελληνικά Χριστούγεννα, ο κουραμπιές ανήκει σε μια ευρύτερη οικογένεια γλυκισμάτων που εμφανίζονται σε πολλές χώρες με διαφορετικά ονόματα και παραλλαγές. Στη Μέση Ανατολή και τα αραβικά κράτη, εμφανίζεται ως ghraybeh ή ghraïba, σερβιρισμένος συνήθως με αραβικό καφέ ή τσάι. Στην Τουρκία ονομάζεται απλώς kurabiye και αποτελεί βασικό κομμάτι της ζαχαροπλαστικής τους.
Στην Αρμενία η αντίστοιχη εκδοχή λέγεται khourabia και παραδοσιακά φτιαχνόταν με τα τρία βασικά συστατικά: βούτυρο, ζάχαρη και αλεύρι. Στους Καυκάσιους λαούς, ιδίως στο Ιράν και το Αζερμπαϊτζάν, συναντάται το qurabiye, με την εκδοχή της Τεμπρίζ να περιέχει αμυγδαλόψιχα και επικάλυψη από χοντροκομμένο φιστίκι. Στους Κριμαίους Τατάρους, το khurabie έχει χαρακτηριστικό σχήμα ρόμβου ή λουλουδιού, ενώ στην Αλγερία το ghribia περιλαμβάνει αμύγδαλα, φιστίκια ή καρύδια. Τέλος, στη Βουλγαρία, το αντίστοιχο γλύκισμα ονομάζεται kurabii, ιδίως τα γιορτινά «maslenki».