Η γενοκτονία στη Ρουάντα το 1994 παραμένει μία από τις πιο μελανές και συγκλονιστικές σελίδες της σύγχρονης παγκόσμιας ιστορίας, υπενθυμίζοντας με τον πιο σκληρό τρόπο τις συνέπειες του φυλετικού μίσους και της απάθειας της διεθνούς κοινότητας. Μέσα σε μόλις εκατό ημέρες, υπολογίζεται ότι έχασαν τη ζωή τους από 800.000 έως και ένα εκατομμύριο άνθρωποι, κυρίως μέλη της εθνοτικής ομάδας των Τούτσι, αλλά και μετριοπαθείς Χούτου που αρνήθηκαν να συμμετάσχουν στις σφαγές. Η αγριότητα των επιθέσεων, που συχνά γίνονταν με απλά γεωργικά εργαλεία όπως μαχαίρια και τσεκούρια, αποδεικνύει πώς η συστηματική προπαγάνδα μπορεί να μετατρέψει γείτονες σε θύτες μέσα σε ελάχιστο χρόνο.
Οι ρίζες της τραγωδίας βρίσκονται βαθιά στο αποικιοκρατικό παρελθόν της χώρας, όπου η τεχνητή διαίρεση του πληθυσμού από τους Ευρωπαίους αποικιοκράτες καλλιέργησε βαθιά εχθρότητα μεταξύ των Χούτου και των Τούτσι. Μετά την ανεξαρτησία, η πολιτική αστάθεια και ο εμφύλιος πόλεμος δημιούργησαν το κατάλληλο έδαφος για την άνοδο εξτρεμιστικών στοιχείων. Το έναυσμα για τη γενοκτονία δόθηκε τον Απρίλιο του 1994 με την κατάρριψη του αεροσκάφους του τότε προέδρου Ζουβενάλ Χαμπιαριμάνα, ένα γεγονός που χρησιμοποιήθηκε ως αφορμή για την έναρξη ενός προσχεδιασμένου και οργανωμένου σχεδίου εξόντωσης.
Ένα από τα πιο τραγικά στοιχεία αυτής της περιόδου ήταν ο ρόλος των μέσων ενημέρωσης, και ειδικότερα του ραδιοφώνου, το οποίο χρησιμοποιήθηκε για τη μετάδοση μηνυμάτων μίσους και τον συντονισμό των σφαγών. Οι απλοί πολίτες ωθήθηκαν στη βία μέσω μιας συνεχούς ροής απανθρωποποιητικής ρητορικής, η οποία παρουσίαζε τους Τούτσι ως απειλή για την επιβίωση των Χούτου. Παράλληλα, η αποτυχία των Ηνωμένων Εθνών και των μεγάλων δυνάμεων να παρέμβουν εγκαίρως, παρά τις προειδοποιήσεις για την επερχόμενη καταστροφή, άφησε τους αμάχους απροστάτευτους απέναντι στην οργανωμένη βαρβαρότητα.
Σήμερα, η Ρουάντα έχει κάνει σημαντικά βήματα προς τη συμφιλίωση και την οικονομική ανάκαμψη, ωστόσο τα τραύματα της γενοκτονίας παραμένουν ζωντανά στις μνήμες των επιζώντων. Η μελέτη αυτής της περιόδου είναι απαραίτητη όχι μόνο για την απόδοση φόρου τιμής στα θύματα, αλλά και ως μια διαρκής προειδοποίηση για τους κινδύνους που ελλοχεύουν όταν η ρητορική μίσους και ο διχασμός αφήνονται ανεξέλεγκτα. Η κατανόηση των μηχανισμών που οδήγησαν στις 100 ημέρες τρόμου είναι το πρώτο βήμα για να διασφαλίσουμε ότι τέτοια εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας δεν θα επαναληφθούν ποτέ ξανά στο μέλλον.