Η υπόθεση της Σπυριδούλας Ράπτη, ενός 12χρονου κοριτσιού από τη Ματαράγκα του Αγρινίου, συγκλόνισε την Ελλάδα στα μέσα της δεκαετίας του 1950, φέρνοντας στο φως το σκοτεινό φαινόμενο των «ψυχοκορών» και την εκμετάλλευση των φτωχών κοριτσιών της επαρχίας από εύπορες οικογένειες της Αθήνας. Λόγω της μεγάλης φτώχειας και των δυσκολιών της μεταπολεμικής Ελλάδας, πολλές οικογένειες έδιναν τα ανήλικα παιδιά τους, με την υπόσχεση ενός καλύτερου μέλλοντος, για να εργαστούν ως υπηρέτριες. Στην πράξη, αυτή η «άτυπη υιοθεσία» συχνά κατέληγε σε σκλαβιά και κακοποίηση.
Η υπόσχεση και η σκληρή πραγματικότητα
Το καλοκαίρι του 1953, όταν η Σπυριδούλα ήταν μόλις 10 ετών, το ευκατάστατο ζευγάρι Αντιγόνη και Γιώργος Βεϊζαδές, τραπεζοϋπάλληλοι από την Καλλίπολη του Πειραιά, επισκέφθηκε το χωριό της. Υποσχέθηκαν στον πατέρα της ότι θα την πρόσεχαν σαν δικό τους παιδί και θα της παρείχαν ασφάλεια και φροντίδα, με αντάλλαγμα τη βοήθειά της στις δουλειές του σπιτιού και τη φροντίδα της κόρης τους. Η Σπυριδούλα μετακόμισε στον Πειραιά γεμάτη ελπίδα, αλλά σύντομα συνειδητοποίησε ότι η Αντιγόνη Βεϊζαδέ της φερόταν ως σκλάβα. Την ανάγκαζε σε εξαντλητική εργασία, την τάιζε με αποφάγια, της απαγόρευε να βγαίνει και να φοράει αξιοπρεπή ρούχα. Ο πατέρας της προσπαθούσε να μάθει νέα της μέσω αλληλογραφίας, αλλά οι Βεϊζαδές τον αποθάρρυναν από το να την επισκεφθεί για ένα χρόνο με διάφορες προφάσεις. Όταν τελικά την επισκέφθηκε, παρατήρησε ότι ήταν αδυνατισμένη και χλωμή, αλλά οι Βεϊζαδές τον έπεισαν ότι οφειλόταν στην αλλαγή του κλίματος.
Το μαρτύριο και η αποκάλυψη
Το βράδυ της 31ης Ιουλίου 1955, ο Γιώργος Βεζαδές, ο οποίος ήταν συνιδιοκτήτης ενός καμπαρέ στην Τρούμπα, ανακάλυψε ότι έλειπε ένα χαρτονόμισμα των 50 δολαρίων από την ντουλάπα του και υποψιάστηκε αμέσως τη Σπυριδούλα. Παρόλο που εκείνη το αρνήθηκε, οι Βεϊζαδές ξέσπασαν όλο τους το μένος πάνω στο ανυπεράσπιστο κορίτσι. Για 36 ώρες τη βασάνιζαν, καίγοντάς την επανειλημμένα με καυτό σίδερο. Όταν πλέον η κατάστασή της ήταν άθλια, την κλείδωσαν στο δωμάτιό της για μια ολόκληρη μέρα χωρίς τροφή ή νερό. Την Πέμπτη 4 Αυγούστου, συνειδητοποιώντας ότι η ζωή της κινδύνευε, τη μετέφεραν στο Τζάννειο νοσοκομείο, επινοώντας την πρόχειρη δικαιολογία ότι τα εγκαύματα προκλήθηκαν από κατσαρόλα με καυτό νερό που έριξε κατά λάθος πάνω της. Οι γιατροί σοκαρίστηκαν, διαπιστώνοντας ότι τα εγκαύματα κάλυπταν πάνω από το 60% του σώματός της. Αρχικά, η Σπυριδούλα φοβήθηκε να μιλήσει, καθώς οι Βεϊζαδές την είχαν απειλήσει με θάνατο. Όμως, λίγες μέρες αργότερα, βρήκε το θάρρος και αποκάλυψε στη νοσοκόμα όλο το μαρτύριο. Οι γιατροί ειδοποίησαν αμέσως την αστυνομία, η οποία συνέλαβε την Αντιγόνη Βεϊζαδέ.
Η συγκλονισμένη κοινή γνώμη και η δίκη
Η Αντιγόνη ομολόγησε, προσπαθώντας ωστόσο να απαλλάξει τον σύζυγό της, ισχυριζόμενη ότι ήταν ατύχημα κατά τη διάρκεια πάλης για το σίδερο. Ο ιατροδικαστής όμως διέψευσε το ζευγάρι, αποκαλύπτοντας ότι τα εγκαύματα είχαν γίνει από δύο άτομα που είχαν ακινητοποιήσει το παιδί. Όταν η ιστορία βγήκε στη δημοσιότητα, ολόκληρη η κοινή γνώμη συγκλονίστηκε και οι εφημερίδες την κάλυψαν εκτενώς. Το ενδιαφέρον του κόσμου ήταν τεράστιο, με πλήθος ανθρώπων να προσπαθούν να την επισκεφθούν στο νοσοκομείο και να στέλνουν δώρα. Η Σπυριδούλα πήρε εξιτήριο τον Σεπτέμβριο και επέστρεψε στο χωριό της. Η δίκη πραγματοποιήθηκε τον Ιανουάριο του 1956 στη Λαμία, υπό αυστηρά μέτρα ασφαλείας λόγω της οργής του πλήθους. Το δικαστήριο έκρινε την Αντιγόνη και τον Γιώργο Βεϊζαδέ ενόχους για πρόκληση βαριών σωματικών βλαβών σε βαθμό κακουργήματος. Η Αντιγόνη καταδικάστηκε σε 5 χρόνια φυλάκιση και ο Γιώργος σε 4,5 χρόνια.
Η κληρονομιά της Σπυριδούλας
Η υπόθεση της Σπυριδούλας Ράπτη δεν ήταν απλώς μια εγκληματική ενέργεια· ήταν η αποκάλυψη μιας κοινωνικής παθογένειας. Έφερε στο φως τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης και την εκμετάλλευση που υφίσταντο πολλές υπηρέτριες και ψυχοκόρες εκείνης της εποχής από σεβαστούς και εύπορους πολίτες. Μεγαλώνοντας, η Σπυριδούλα μίλησε δημόσια για την ιστορία της, γεγονός που την ανέδειξε σε σύμβολο ενάντια στην κακοποίηση και την εκμετάλλευση. Η μαρτυρία της ενέπνευσε πολλούς, μεταξύ των οποίων και τον Παύλο Σιδηρόπουλο, ο οποίος έδωσε το όνομά της στο συγκρότημά του. Η ιστορία της άνοιξε τον δρόμο και σε άλλα θύματα να μιλήσουν, υπογραμμίζοντας ότι η βαρβαρότητα συχνά κρύβεται πίσω από την «έντιμη» πρόσοψη της κοινωνίας.