Η ζωή στη Σοβιετική Ένωση (ΕΣΣΔ) από το 1922 έως το 1991 αποτελούσε ένα μοναδικό κοινωνικό πείραμα, γεμάτο παράδοξα και καθημερινές δυσκολίες που συχνά διέφεραν ριζικά από τα δυτικά πρότυπα. Παρά την επίσημη εικόνα της ισότητας και της προόδου, οι πολίτες έπρεπε να εφευρίσκουν ευφάνταστους τρόπους για να αντιμετωπίζουν τις ελλείψεις και τους περιορισμούς. Μια από τις πιο εντυπωσιακές πτυχές ήταν η «μουσική των οστών», όπου νεαροί λάτρεις της δυτικής κουλτούρας (stilyagi) κατασκεύαζαν παράνομους δίσκους βινυλίου χρησιμοποιώντας ανακυκλωμένες ακτινογραφίες, καθώς η τζαζ και το ροκ εν ρολ θεωρούνταν ιδεολογικά επικίνδυνα.
Η οικονομία της ΕΣΣΔ συχνά αδυνατούσε να καλύψει βασικές ανάγκες, οδηγώντας στις περίφημες ατελείωτες ουρές για ψωμί και άλλα είδη πρώτης ανάγκης. Η απόκτηση τροφίμων ήταν μια εξαντλητική διαδικασία που απαιτούσε ώρες αναμονής και ένα περίπλοκο σύστημα κουπονιών. Την ίδια στιγμή, ενώ ο απλός λαός αγωνιζόταν για τα βασικά, η ελίτ του Κρεμλίνου είχε πρόσβαση σε ειδικά καταστήματα με προϊόντα υψηλής ποιότητας, δυτικά τσιγάρα και ακριβά αλκοολούχα ποτά. Αυτή η ανισότητα ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με το κυβερνητικό αφήγημα περί εξάλειψης της φτώχειας και των κοινωνικών τάξεων.
Ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της σοβιετικής περιόδου ήταν η στάση απέναντι στο αλκοόλ. Μέχρι το 2011, η μπύρα δεν θεωρούνταν αλκοολούχο ποτό αλλά τρόφιμο, γεγονός που επέτρεπε την πώλησή της σε περίπτερα και την κατανάλωσή της σε δημόσιους χώρους. Παράλληλα, το κράτος προσπαθούσε κατά καιρούς να επιβάλει περιορισμούς, όπως ο «στεγνός νόμος» του Γκορμπατσόφ, ο οποίος όμως αποδείχθηκε εξαιρετικά μη δημοφιλής και έπληξε τα κρατικά έσοδα. Στον τομέα της τεχνολογίας, τα σοβιετικά αυτοκίνητα κατασκευάζονταν για να κρατήσουν μια ζωή, με παχύ μέταλλο ανθεκτικό στη διάβρωση, καθώς η έννοια της αντικατάστασης και της αναβάθμισης ήταν ξένη προς το σύστημα.
Η κρατική καταστολή επεκτεινόμενη και στην προσωπική ζωή, με αυστηρούς νόμους κατά της ομοφυλοφιλίας και θρησκευτικούς περιορισμούς. Για παράδειγμα, οι εβραϊκές οικογένειες έπρεπε να ψήνουν και να μεταφέρουν κρυφά το παραδοσιακό άζυμο ψωμί (ματσά), καθώς η παρασκευή του στις συναγωγές ήταν απαγορευμένη. Ακόμα και τα διαβατήρια είχαν μια ιδιαιτερότητα: οι συνδετήρες τους ήταν κατασκευασμένοι από μέταλλο χαμηλής ποιότητας που σκούριαζε, ένα χαρακτηριστικό που βοηθούσε τις μυστικές υπηρεσίες να αναγνωρίζουν τα πλαστά διαβατήρια των ξένων κατασκόπων, οι οποίοι χρησιμοποιούσαν ανοξείδωτο ατσάλι. Αυτές οι μικρές λεπτομέρειες συνθέτουν την εικόνα μιας κοινωνίας που ισορροπούσε ανάμεσα στον απόλυτο έλεγχο και την ανθρώπινη επινοητικότητα.