Το Χολοντομόρ, γνωστό και ως ο Μεγάλος Λιμός της Ουκρανίας, αποτελεί μια από τις πιο τραγικές και σκοτεινές σελίδες της σύγχρονης ιστορίας, κατά την οποία εκατομμύρια άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους από την πείνα μεταξύ 1932 και 1933. Η λέξη προέρχεται από τις ουκρανικές λέξεις «hollowed» (πείνα) και «more» (εξόντωση), υποδηλώνοντας την πεποίθηση πολλών ότι δεν επρόκειτο για ένα φυσικό φαινόμενο, αλλά για μια σχεδιασμένη γενοκτονία από το σοβιετικό καθεστώς. Η ιστορία ξεκινά με την επιβολή της κολεκτιβοποίησης από τον Ιωσήφ Στάλιν, ο οποίος επιχείρησε να μετατρέψει την ΕΣΣΔ σε βιομηχανική υπερδύναμη, θυσιάζοντας την αγροτική παραγωγή και την ευημερία των χωρικών.
Η πολιτική της «αποκουλακοποίησης» στόχευε στην εξόντωση των ευπόρων αγροτών, οι οποίοι θεωρούνταν εχθροί του λαού και εμπόδιο στην κολεκτιβοποίηση. Το αποτέλεσμα ήταν η πλήρης παράλυση της γεωργίας, καθώς έμπειροι καλλιεργητές εκτοπίστηκαν ή εκτελέστηκαν, αφήνοντας τη γη σε άπειρους εργάτες. Παρά την πτώση της παραγωγής, το κράτος επέβαλε εξωπραγματικές ποσοστώσεις συγκέντρωσης σιτηρών για να τροφοδοτήσει τις πόλεις και τις εξαγωγές. Τον Αύγουστο του 1932, θεσπίστηκε ο περιβόητος νόμος των «πέντε σταχυών», σύμφωνα με τον οποίο οποιοσδήποτε, ακόμα και παιδί, πιανόταν να παίρνει λίγο σιτάρι από τα χωράφια, μπορούσε να φυλακιστεί ή να εκτελεστεί για κλοπή σοσιαλιστικής περιουσίας.
Η κατάσταση έφτασε σε ακραία επίπεδα φρίκης, με τους ανθρώπους να καταναλώνουν ρίζες, περιττώματα ζώων, ακόμα και να οδηγούνται στον κανιβαλισμό από την απόγνωση. Τα σύνορα της Ουκρανίας σφραγίστηκαν από τον στρατό για να εμποδιστεί η φυγή των πεινασμένων προς άλλες περιοχές, μετατρέποντας τη χώρα σε μια απέραντη φυλακή. Στο αποκορύφωμα του λιμού, τον Ιούνιο του 1933, υπολογίζεται ότι πέθαιναν περίπου 28.000 άνθρωποι την ημέρα. Ενώ η Ουκρανία πέθαινε, το καθεστώς εξήγαγε εκατομμύρια τόνους σιτηρών στο εξωτερικό, χρησιμοποιώντας την πείνα ως μέσο για να κάμψει την εθνική αντίσταση και να επιβάλει τον απόλυτο έλεγχο.
Σήμερα, η μνήμη του Χολοντομόρ παραμένει ζωντανή μέσα από τις μαρτυρίες των επιζώντων, όπως της Μαρίας Αντρέεβνα που θυμάται τη φρίκη ακόμα και στα 100 της χρόνια. Περισσότερες από 35 κυβερνήσεις παγκοσμίως αναγνωρίζουν επίσημα τον λιμό ως γενοκτονία, αν και το θέμα παραμένει σημείο έντονης πολιτικής αντιπαράθεσης. Η ιστορία αυτή αποτελεί μια διαρκή υπενθύμιση των κινδύνων της ολοκληρωτικής εξουσίας και της χρήσης των βασικών αναγκών του ανθρώπου ως όπλων καταστολής, υπογραμμίζοντας την ανάγκη για διατήρηση της ιστορικής μνήμης ώστε να μην επαναληφθούν τέτοιες θηριωδίες.