Α. Η ενεργητική μετοχή έχει κατάληξη -οντας και γράφεται με -ο, όταν δεν τονίζεται και με -ώ, όταν τονίζεται. Π.χ. διαβάζω - διαβάζοντας, γελώ - γελώντας
Εξαιρείται η μετοχή του ρήματος είμαι, όντας.
Β. Η παθητική μετοχή έχει κατάληξη -μενος, -μένη, -μένο και ισχύουν οι εξής κανόνες:
1. Τα φωνηεντόληκτα ρήματα (με χαρακτήρα φωνήεν) έχουν κατάληξη -μένος. Π.χ. καίω - καμένος.
2. Τα χειλικόληκτα ρήματα (με χαρακτήρα π,β,φ,πτ) έχουν κατάληξη -μμένος. Π.χ. γράφω - γραμμένος.
3. Τα ουρανικόληκτα ρήματα (με χαρακτήρα κ,γ,χ,ττ,σσ) έχουν κατάληξη -γμένος. Π.χ. διώκω - διωγμένος.
4. Τα οδοντικόληκτα ρήματα (με χαρακτήρα τ,δ,θ,ζ) έχουν κατάληξη -σμένος. Π.χ. πείθω - πεπεισμένος.
5. Τα ενρινόληκτα και τα υγρόληκτα ρήματα (με χαρακτήρα μ,ν, λ,ρ) έχουν κατάληξη - μένος. Π.χ. χάνω - χαμένος.
6. Τα ρήματα που τελειώνουν σε -ώνω έχουν κατάληξη -ωμένος. Π.χ. τελειώνω - τελειωμένος.
7. Τα ρήματα της β' συζυγίας (-ώ που τονίζεται) έχουν κατάληξη -ημένος, εκτός από ορισμένες περιπτώσεις. Π.χ. αγαπώ - αγαπημένος, αλλά γελώ - γελασμένος.
8. Τα ρήματα της α' συζυγίας (-ω που δεν τονίζεται) κρατάνε το -ι που έχουν στο θέμα τους. Π.χ. γυρίζω - γυρισμένος, δακρύζω - δακρυσμένος.
9. Τα ρήματα που η παθητική μετοχή τους τονίζεται στην παραλήγουσα, έχουν κατάληξη -ωμένος. Π.χ. φαγωμένος.
10. Τα ρήματα που η παθητική μετοχή τους τονίζεται στην προπαραλήγουσα έχουν κατάληξη -ομένος. Π.χ. αυξανόμενος.
Στις δύο τελευταίες περιπτώσεις εξαιρούνται ορισμένα ρήματα της δεύτερης συζυγίας (σε -ώ) που σχηματίζουν μετοχή σε -ώμενος : τιμώμενος, αποκτώμενος, αποσπώμενος, κτλ.
Γ. Στη δημοτική γλώσσα, ιδιαίτερα στο γραπτό και στον επιστημονικό λόγο, γίνεται μεγάλη χρήση των αρχαίων τύπων των μετοχών των ρημάτων. Ακολουθεί ο πίνακας των αρχαίων μετοχών περιλαμβάνει τις συχνότερα εμφανιζόμενες, μαζί με σχόλια για τη σημασία και τη χρήση τους:
Πίνακας αρχαίων
μετοχών παθητικού παρακειμένου σε χρήση στη νεοελληνική γλώσσα
| Μετοχή | Ρήμα | Σημασία και παραδείγματα |
|---|---|---|
| αναμεμιγμένος | αναμίγνυμαι | = αυτός που έχει αναμειχθεί, αυτός που έχει εμπλακεί αναμεμιγμένος σε σκάνδαλο. |
| αναπεπταμένος | αναπετάννυμαι | = αυτός που έχει αναπετασθεί (απλωθεί) αναπεπταμένη σημαία |
| ανασυνδεδεμένος | ανασυνδέομαι | = αυτός που έχει ανασυνδεθεί |
| ανατεθειμένος | ανατίθεμαι | = αυτός που έχει ανατεθεί ανατεθειμένη παραγγελία, ανατεθειμένο έργο |
| ανειλημμένος | αναλαμβάνομαι | = αυτός που έχει αναληφθεί ανειλημμένη υποχρέωση, ανειλημμένη ευθύνη, ανειλημμένα ποσά |
| ανεστραμμένος | αναστρέφομαι | = αυτός που έχει αναστραφεί, αναποδογυρισμένος ανεστραμμένο σχήμα, ανεστραμμένη πολικότητα, ανεστραμμένη θερμοβαθμίδα |
| ανηγμένος | ανάγομαι | = αυτός που έχει αναχθεί ανηγμένη μεταβολή, ανηγμένη δύναμη ανηγμένη κλίμακα |
| αντεστραμμένος | αντιστρέφομαι | = αυτός που έχει αντιστραφεί αντεστραμμένοι ρόλοι, αντεστραμμένοι όροι, αντεστραμμένο κλάσμα |
| απεγκατεστημένος, αποεγκατεστημένος | εγκαθιστώμαι εγκαθίσταμαι |
= αυτός που έχει απεγκατασταθεί (ή αποεγκατασταθεί) απεγκατεστημένο πρόγραμμα (σε ηλεκτρονικό υπολογιστή) |
| απεγνωσμένος | απογιγνώσκομαι | = αυτός που έχει περιέλθει σε απόγνωση απεγνωσμένη προσπάθεια, απεγνωσμένη φωνή |
| απεσταλμένος | αποστέλλομαι | = αυτός που έχει αποσταλεί ειδικός απεσταλμένος, απεσταλμένη επιστολή, απεσταλμένο δέμα |
| απευθυσμένος | απευθύνομαι | = αυτός που έχει απευθυσθεί απευθυσμένο έντερο = το απευθυσμένο |
| απηυδημένος, απηυδισμένος | απαυδώ (απαυδώμαι) |
= αυτός που έχει απαυδήσει (που έχει χάσει τη φωνή του), που έχει κουραστεί, εξουθενωμένος |
| απογεγραμμένος | απογράφομαι | = αυτός που έχει απογραφεί, απογραμμένος απογεγραμμένος κάτοικος |
| αποδεδειγμένος | αποδεικνύομαι | = αυτός που έχει αποδειχθεί είναι αποδεδειγμένο, αποδεδειγμένα (επίρρ.) |
| αποκατεστημένος | αποκαθιστώμαι, αποκαθίσταμαι |
= αυτός που έχει αποκατασταθεί
καλά αποκατεστημένος = εξασφαλισμένος (οικονομικά,
εργασιακά κτλ.), νοικοκυρεμένος αποκατεστημένος = δικαιωμένος (ύστερα από βραχύχρονη ή μακρόχρονη απόρριψη ή ανυποληψία) |
| απομεμακρυσμένος | απομακρύνομαι | = αυτός που έχει απομακρυνθεί απομεμακρυσμένος συνδρομητής, |
| απονενοημένος | απονοούμαι | = αυτός που έχει απονοηθεί (= που βρίσκεται σε απόγνωση) απονενοημένο διάβημα = απεγνωσμένη ενέργεια |
| αποσυνδεδεμένος | αποσυνδέομαι | = αυτός που έχει αποσυνδεθεί αποσυνδεδεμένη συσκευή (από δίκτυο, από άλλη συσκευή κτλ.) |
| αποσυντεθειμένος | αποσυντίθεμαι | = αυτός που έχει αποσυντεθεί αποσυντεθειμένο πτώμα |
| αποτεθειμένος | αποτίθεμαι | = αυτός που έχει αποτεθεί αποτεθειμένος οπλισμός, αποτεθειμένη χειροσυσκευή |
| αποτετμημένος | αποτέμνομαι | = αυτός που έχει αποτμηθεί |
| απωθημένος | απωθούμαι | = αυτός που έχει απωθηθεί, απωθημένος) Έβγαλε τα απωθημένα του |
| αυτοδιηγερμένος | αυτοδιεγείρομαι | = αυτός που έχει αυτοδιεγερθεί αυτοδιηγερμένη διάταξη |
| αφηρημένος | αφαιρούμαι | = αυτός που έχει αφαιρεθεί αφηρημένα ουσιαστικά, αφηρημένη έννοια, αφηρημένη τέχνη |
| βεβαρημένος, βεβαρυμμένος | βαρύνομαι | = αυτός που έχει βαρυνθεί βεβαρημένο ποινικό μητρώο, βεβαρημένο παρελθόν, βεβαρημένος οργανισμός |
| βεβιασμένος | βιάζομαι | = αυτός που έχει βιασθεί βεβιασμένη ενέργεια, βεβιασμένη κίνηση, βεβιασμένο χαμόγελο |
| γεγυμνωμένος | γυμνούμαι | = αυτός που έχει γυμνωθεί τα οστά τα γεγυμνωμένα (εκκλ.) |
| δεδηλωμένος | δηλούμαι | = αυτός που έχει δηλωθεί
δεδηλωμένος εχθρός αρχή της Δεδηλωμένης = η αρχή της πλειοψηφίας κόμματος που έχει αποδειχθεί με ψηφοφορία στη βουλή |
| δεδικασμένος | δικάζομαι | = αυτός που έχει δικασθεί το δεδικασμένο = ανέκκλητη δικαστική απόφαση, που δεν μπορεί να αμφισβητηθεί |
| δεδομένος | δίδομαι | = αυτός που έχει δοθεί
δεδομένος = θεωρούμενος ότι υπάρχει ή είναι γνωστος
από την αρχή δεδομένη κατάσταση τα δεδομένα (ενός προβλήματος), δεδομένα, επεξεργασία δεδομένων (στην Πληροφορική) |
| δεδουλευμένος | δουλεύομαι | = αυτός που έχει δουλευθεί (και είναι οφειλόμενος) δεδουλευμένα ημερομίσθια, δεδουλευμένοι τόκοι, τα δεδουλευμένα |
| διαδεδομένος | διαδίδομαι | = αυτός που έχει διαδοθεί διαδεδομένος = ευρέως γνωστός, συχνά απαντώμενος, συνηθισμένος |
| διακεκαυμένος | διακαίομαι διακάομαι |
= αυτός που έχει διακαεί διακεκαυμένη ζώνη |
| διακεκομμένος | διακόπτομαι | = αυτός που έχει διακοπεί διακεκομμένη συνουσία |
| διακεκριμένος | διακρίνομαι | = αυτός που έχει διακριθεί διακεκριμένος επιστήμονας, διακεκριμένο στέλεχος |
| διαλελυμένος | διαλύομαι | = αυτός που έχει διαλυθεί διαλελυμένη οικογένεια, διαλελυμένη ουσία |
| διασυνδεδεμένος | διασυνδέομαι | = αυτός που έχει διασυνδεθεί διασυνδεδεμένα δίκτυα |
| διατεθειμένος | διατίθεμαι | = αυτός που έχει διατεθεί Δεν είμαι διατεθειμένος να υποχωρήσω στις απαιτήσεις του |
| διατεταγμένος | διατάσσομαι | = αυτός που έχει διαταχθεί διατεταγμένη υπηρεσία |
| διεσταλμένος | διαστέλλομαι | = αυτός που έχει διασταλεί διεσταλμένη κόρη οφθαλμού |
| διεστραμμένος | διαστρέφομαι | = αυτός που έχει διαστραφεί διεστραμμένος εγκληματίας |
| διεφθαρμένος | διαφθείρομαι | = αυτός που έχει διαφθαρεί διεφθαρμένος άνθρωπος |
| διηγερμένος | διεγείρομαι | = αυτός που έχει διεγερθεί διηγερμένη ενεργειακή κατάσταση (ενός ατόμου), διηγερμένος ηλεκτρονόμος |
| διπλοεγγεγραμμένος | διπλοεγγράφομαι | = αυτός που έχει διπλοεγγραφεί διπλοεγγεγραμμένος ψηφοφόρος |
| εγγεγραμμένος | εγγράφομαι | = αυτός που έχει εγγραφεί εγγεγραμμένος κύκλος, εγγεγραμμένο τετράπλευρο |
| εγκαταλελειμμένος | εγκαταλείπομαι | = αυτός που έχει εγκαταλειφθεί εγκαταλελειμμένο σπίτι, εγκαταλελειμμένο αυτοκίνητο |
| εγκατεσπαρμένος | εγκατασπείρομαι | = αυτός που έχει εγκατασπαρεί |
| εγκατεστημένος | εγκαθιστώμαι εγκαθίσταμαι |
= αυτός που έχει εγκατασταθεί εγκατεστημένο πρόγραμμα (σε ηλεκτρονικό υπολογιστή) |
| εγκεκριμένος | εγκρίνομαι | = αυτός που έχει εγκριθεί εγκεκριμένος τύπος, εγκεκριμένο φάρμακο |
| εγνωσμένος | γιγνώσκομαι | = αυτός που έχει γνωσθεί, γνωστός, αδιαμφισβήτητος εγνωσμένο κύρος, εγνωσμένη αξία |
| ειλημμένος | λαμβάνομαι | = αυτός που έχει ληφθεί ειλημμένη απόφαση |
| ειμαρμένος | είμαρται (δεν απαντάται στο πρώτο πρόσωπο) | = αυτός που έχει κληρωθεί (ληφθεί με κλήρο), πεπρωμένος, μοιραίος ειμαρμένη: = το πεπρωμένο, η μοίρα |
| ειρημένος | λέγομαι | = αυτός που έχει λεχθεί (ρηθεί, ειπωθεί) |
| εισηγμένος | εισάγομαι | = αυτός που έχει εισαχθεί εισηγμένη μετοχή (στο χρηματιστήριο) |
| εκπεφρασμένος | εκφράζομαι | = αυτός που έχει εκφρασθεί εκπεφρασμένη άποψη |
| εκτεθειμένος | εκτίθεμαι | = αυτός που έχει εκτεθεί εκτεθειμένος στον άνεμο |
| εκτεταμένος | εκτείνομαι | = αυτός που έχει εκταθεί εκτεταμένη έρευνα |
| εμπεριστατωμένος | εμπεριστατώ | = αυτός που έχει εμπεριστατωθεί (= εξεταστεί (μελετηθεί, γίνει) με πολλή προσοχή) εμπεριστατωμένη μελέτη |
| εναποτεθειμένος | εναποτίθεμαι | = αυτός που έχει εναποτεθεί εναποτεθειμένες ελπίδες |
| ενδεδειγμένος | ενδεικνύομαι, ενδείκνυμαι |
= αυτός που έχει ενδειχθεί ενδεδειγμένος τρόπος, ενδεδειγμένη ενέργεια, ενδεδειγμένη λύση |
| ενδεδυμένος | ενδύομαι | = αυτός που έχει ενδυθεί ενδεδυμένος φως ως ιμάτιον (εκκλ.) |
| εντεταγμένος | εντάσσομαι | = αυτός που έχει ενταχθεί |
| εντεταλμένος | εντέλλομαι | = αυτός που έχει ενταλεί εντεταλμένος σύμβουλος, εντεταλμένος αντιπρόεδρος |
| εντεταμένος | εντείνομαι | = αυτός που έχει ενταθεί |
| εξεζητημένος | εκζητούμαι | = αυτός που έχει εκζητηθεί εξεζητημένος τρόπος εξεζητημένη αμφίεση |
| εξημμένος | εξάπτομαι | = αυτός που έχει εξαφθεί εξημμένα πνεύματα |
| εξηρμένος | εξαίρομαι | = αυτός που έχει εξαρθεί εξηρμένα προσόντα |
| εξωνημένος | εξωνούμαι | = αυτός που έχει εξωνηθεί |
| επανειλημμένος | επαναλαμβάνομαι | = αυτός που έχει επαναληφθεί επανειλημμένη υπόμνηση επανειλημμένως (επίρρ.) |
| επανορθωμένος | επανορθούμαι | = αυτός που έχει επανορθωθεί |
| επεκτεταμένος | επεκτείνομαι | = αυτός που έχει επεκταθεί επεκτεταμένη πλευρά (μαθ.) |
| επενδεδυμένος | επενδύομαι | = αυτός που έχει επενδυθεί επενδεδυμένο κεφάλαιο |
| επηρμένος | επαίρομαι | = αυτός που έχει επαρθεί, ο οιηματίας, ο φαντασμένος, ο αλαζόνας επηρμένο ύψος |
| επηυξημένος | επαυξάνομαι | = αυτός που έχει επαυξηθεί έκδοση βελτιωμένη και επηυξημένη |
| επιβεβαρυμμένος | επιβαρύνομαι | = αυτός που έχει επιβαρυνθεί |
| επιβεβλημένος | επιβάλλομαι | = αυτός που έχει επιβληθεί επιβεβλημένα μέτρα |
| επιγεγραμμένος | επιγράφομαι | = αυτός που έχει επιγραφεί |
| επικεκαλυμμένος | επικαλύπτομαι | = αυτός που έχει επικαλυφθεί |
| επιτετραμμένος | επιτρέπομαι | = αυτός που του έχει επιτραπεί κάποιο έργο ο επιτετραμμένος (ανώτερος διπλωματικός υπάλληλος που αναπληρώνει τον πρεσβευτή) |
| ερριμμένος | ρίπτομαι | = αυτός που έχει ριφθεί Λίθοι τε και πλίνθοι και κέραμοι ατάκτως ερριμμένα ουδέν χρήσιμά εστιν. |
| εσβεσμένος | σβέννυμαι | = αυτός που έχει σβεσθεί εσβεσμένη άσβεστος, εσβεσμένο ηφαίστειο |
| εσκαμμένος | σκάπτομαι | = αυτός που έχει σκαφθεί υπερέβη τα εσκαμμένα = ξεπέρασε τα επιτρεπτά όρια |
| εσκεμμένος | σκέπτομαι | = αυτός που τον έχει κανείς σκεφθεί, σκόπιμος, προμελετημένος εσκεμμένη ενέργεια |
| εσπευσμένος | σπέυδω (σπεύδομαι) |
= αυτός που έχει σπευσθεί εσπευσμένη ενέργεια |
| εσταυρωμένος | σταυρώνομαι | = αυτός που έχει σταυρωθεί ο Εσταυρωμένος (Χριστός) |
| εστεγασμένος | στεγάζομαι | = αυτός που έχει στεγασθεί εστεγασμένος χώρος |
| εστεμμένος | στέφομαι | = αυτός που έχει στραφεί εστεμμένος βασιλιάς |
| εστραμμένος | στρέφομαι | = αυτός που έχει στραφεί |
| εσφαλμένος | σφάλλομαι | = αυτός που έχει σφαλεί εσφαλμένη άποψη εσφαλμένο αποτέλεσμα |
| εσφιγμένος | σφίγγομαι | = αυτός που έχει σφιχθεί η μονή του Εσφιγμένου (στο Άγιο Όρος) |
| ηγιασμένος | αγιάζομαι | = αυτός που έχει αγιασθεί Σάββας ο Ηγιασμένος |
| ηθελημένος | εθέλω (εθέλομαι) |
= αυτός που έχει «θεληθεί», εσκεμμένος ηθελημένη ενέργεια |
| ημαρτημένος | αμαρτάνομαι | = αυτός που έχει αμαρτηθεί
= εσφαλμένος, λαθεμένος, αποτυχημένος ημαρτημένα = παροράματα, αβλεψίες (ενός βιβλίου) (λατ. errata) |
| ημιανεπτυγμένος | ημιαναπτύσσομαι | = αυτός που έχει ημιαναπτυχθεί |
| ηνωμένος | ενούμαι | = αυτός που έχει ενωθεί, ενωμένος Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής (ΗΠΑ), Ηνωμένο Βασίλειο (ΗΒ) Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ) |
| ηττημένος | ηττώμαι | = αυτός που έχει ηττηθεί ηττημένη ομάδα, οι νικητές και οι ηττημένοι |
| καθειλκυσμένος | καθελκύομαι | = αυτός που έχει καθελκυσθεί |
| καθηγιασμένος | καθαγιάζομαι | = αυτός που έχει καθαγιασθεί |
| καθημαγμένος | καθαιμάσσομαι | = αυτός που έχει καθαιμαχθεί, αυτός που έχει
καταματωθεί, καταματωμένος, αιμόφυρτος
καθημαγμένος στρατιώτης καθημαγμένου, καθημαγμένο, καθημαγμένοι, καθημαγμένων, καθημαγμένους, καθημαγμένη οικονομία |
| κακοανατεθραμμένος | ανατρέφομαι | = αυτός που έχει κακοανανατραφεί κακανατεθραμένο παιδί |
| καταβεβλημένος | καταβάλλομαι | = εξαντλημένος, αποκαμωμένος (από κούραση, ασθένεια, μεγάλη θλίψη) καταβεβλημένος οργανισμός |
| καταγεγραμμένος | καταγράφομαι | = αυτός που έχει καταγραφεί καταγεγραμμένη πρόταση |
| κατατεθειμένος | κατατίθεμαι | = αυτός που έχει κατατεθεί κατατεθειμένο ποσό |
| κατατετμημένος | κατατέμνομαι | = αυτός που έχει κατατμηθεί |
| κατειλημμένος | καταλαμβάνομαι | = αυτός που έχει καταληφθεί κατειλημμένος ανελκυστήρας, σήμα κατειλημμένου, κατειλημμένες θέσεις |
| κατεσταλμένος | καταστέλλομαι | = αυτός που έχει κατασταλεί κατεσταλμένη λειτουργία |
| κατεστημένος | καθιστώμαι, καθίσταμαι |
= αυτός που έχει κατασταθεί το κατεστημένο |
| κατεστραμμένος | καταστρέφομαι | = αυτός που έχει καταστραφεί κατεστραμμένη πόλη |
| κατεψυγμένος | καταψύχομαι | = αυτός που έχει καταψυχθεί κατεψυγμένα ψάρια |
| κατηγμένος | κατάγομαι | = αυτός που έχει καταχθεί
κατηγμένη (= συντεταγμένη στον άξονα z) |
| κατηραμένος | καταρώμαι | = αυτός που τον έχουν καταρασθεί κατηραμένος όφις |
| κατηρτισμένος | καταρτίζομαι | = αυτός που έχει καταρτισθεί |
| κεκαθαρμένος | καθαίρομαι | = αυτός που έχει καθαρθεί κεκαθαρμένο εμβόλιο |
| κεκαλυμμένος | καλύπτομαι | = αυτός που έχει καλυφθεί |
| κεκαμμένος | κάμπτομαι | = αυτός που έχει καμφθεί κεκαμμένος αγκώνας |
| κεκαρμένος | κείρομαι | = αυτός που έχει καρεί (κουρευτεί) εν χρω κεκαρμένος = κουρεμένος «γουλί» |
| κεκηρυγμένος | κηρύττομαι | = αυτός που έχει κηρυχθεί κεκηρυγμένος πόλεμος |
| κεκλεισμένος | κλείομαι | = αυτός που έχει κλεισθεί, κλεισμένος δίκη κεκλεισμένων των θυρών = δίκη χωρίς ακροατήριο (με απαγορευμένη την είσοδο στο κοινό) |
| κεκλημένος | καλούμαι | = αυτός που έχει κληθεί |
| κεκλιμένος | κλίνομαι | = αυτός που έχει κλιθεί, γερμένος κεκλιμένο επίπεδο |
| κεκοιμημένος | κοιμώμαι | = αυτός που έχει κοιμηθεί κεκοιμημένος δούλος = ο νεκρός δούλος (εκκλ.) |
| κεκονιαμένος | κονιώμαι | = αυτός που έχει κονιαθεί, αυτός που έχει επιχρισθεί τάφος κεκονιαμένος = τάφος ασπρισμένος (και καθαρός εξωτερικά) (εκκλ.) |
| κεκορεσμένος | κορέννυμαι | = αυτός που έχει κορεσθεί κεκορεσμένο διάλυμα, κεκορεσμένος ατμός |
| κεκραμένος | κεράννυμαι | = αυτός που έχει κραθεί κεκραμένος οίνος = νερωμένο κρασί |
| κεκτημένος | κτώμαι | = αυτός που έχει κτηθεί κεκτημένα δικαιώματα, το Κοινοτικό κεκτημένο κεκτημένη ταχύτητα |
| κεκυρωμένος | κυρούμαι | = αυτός που έχει κυρωθεί κεκυρωμένο αντίγραφο |
| κεχαριτωμένος | χαριτούμαι | = αυτός που έχει χαριτωθεί χαίρε κεχαριτωμένη Μαρία |
| λελογισμένος | λογίζομαι | = αυτός που έχει λογισθεί λελογισμένη χρήση |
| λελυμένος | λύομαι | = αυτός που έχει λυθεί, λυμένος λελυμένη άσκηση, λελυμένο πρόβλημα |
| λογοκεκριμένος | λογοκρίνομαι | = αυτός που έχει λογοκριθεί λογοκεκριμένο δημοσίευμα/κείμενο, λογοκεκριμένος λόγος |
| μεμαρτυρημένος | μαρτυρούμαι | = αυτός που έχει μαρτυρηθεί |
| μεμονωμένος | μονούμαι | = αυτός που έχει μονωθεί (έχει μείνει μόνος) μεμονωμένο παράδειγμα, μεμονωμένη περίπτωση |
| μεταγεγραμμένος | μεταγράφομαι | = αυτός που έχει μεταγραφεί μεταγεγραμμένος στο Υποθηκοφυλακείο |
| μετατεθειμένος | μετατίθεμαι | = αυτός που έχει μετατεθεί είναι δυο χρόνια μετατεθειμένος στην επαρχία |
| νενομισμένος | νομίζομαι | = αυτός που έχει νομισθεί (θεωρηθεί ως πάτριο έθιμο) νενομισμένος όρκος = ο καθιερωμένος όρκος |
| παραγεγραμμένος | παραγράφομαι | = αυτός που έχει παραγραφεί παραγεγραμμένο αδίκημα |
| παραδεδεγμένος | παραδέχομαι | = αυτός που έχει παραδεχθεί |
| παραδεδομένος | παραδίδομαι | = αυτός που έχει παραδοθεί |
| παρατεθειμένος | παρατίθεμαι | = αυτός που έχει παρατεθεί |
| παρατεταγμένος | παρατάσσομαι | = αυτός που έχει παραταχθεί παρατεταγμένο άγημα |
| παρατεταμένος | παρατείνομαι | = αυτός που έχει παραταθεί παρατεταμένο χειροκρότημα, παρατεταμένη ανομβρία |
| παρεγγεγραμμένος | περιγράφομαι | = αυτός που έχει παρεγγραφεί παρεγγεγραμμένος κύκλος |
| παρεντεθειμένος | παρεντίθεμαι | = αυτός που έχει περεντεθεί |
| παρεστιγμένος | παραστίζομαι | = αυτός που έχει παραστιχθεί παρεστιγμένη νότα (μουσ.) |
| παρεσχημένος | παρέχομαι | = αυτός που έχει παρασχεθεί |
| παρεφθαρμένος | παραφθείρομαι | = αυτός που έχει παραφθαρεί παρεφθαρμένη γλώσσα |
| παρηκμασμένος | παρακμάζω (παρακμάζομαι) |
= αυτός που έχει παρακμάσει |
| παρωχημένος | παροίχομαι | = αυτός που έχει παρέλθει παρωχημένοι χρόνοι (ρήματος) |
| πεπαιδευμένος | παιδεύομαι | = αυτός που έχει παιδευθεί (μορφωθεί), μορφωμένος |
| πεπαλαιωμένος | παλαιούμαι | = αυτός που έχει παλαιωθεί πεπαλαιωμένος οίνος, πεπαλαιωμένη αντίληψη |
| πεπατημένος | πατούμαι | = αυτός που έχει πατηθεί
πεπατημένη (οδός) = ο ασφαλής γνωστός και
συνηθισμένος δρόμος ή τρόπος ακολουθεί την πεπατημένη |
| πεπειραμένος | πειρώμαι | = αυτός που έχει πειραθεί
πεπειραμένος τεχνίτης, πεπειραμένος υπάλληλος |
| πεπεισμένος | πείθομαι | = αυτός που έχει πεισθεί είμαι απόλυτα πεπεισμένος ότι ... |
| πεπερασμένος | περαίνομαι | = αυτός που έχει περανθεί πεπερασμένη σειρά, πεπερασμένο σύνολο |
| πεπιεσμένος | πιέζομαι | = αυτός που έχει πιεσθεί πεπιεσμένος αέρας |
| πεπλανημένος | πλανώμαι | = αυτός που έχει πλανηθεί πεπλανημένη εντύπωση |
| πεπλατυσμένος | πλατύνομαι | = αυτός που έχει πλατυνθεί πεπλατυσμένος ρωστήρας |
| πεπλεγμένος | πλέκομαι | = αυτός που έχει πλεχθεί/πλακεί πεπλεγμένη συνάρτηση (μαθ.) |
| πεποιημένος | ποιούμαι | = αυτός που έχει ποιηθεί, που έχει κατασκευασθεί πεποιημένη κρίση (= φτιαχτή, τεχνητή κρίση και όχι πραγματική) |
| πεποικιλμένος | ποικίλλομαι | = αυτός που έχει ποικιλθεί χρυσό δακτυλίδι πεποικιλμένο με μαργαριτάρια |
| πεπραγμένος | πράττομαι | = αυτός που έχει πραχθεί τα πεπραγμένα έκθεση πεπραγμένων |
| πεπρωμένος | πέπρωται | = αυτός που πέπρωται (είναι γραμμένος από τη μοίρα) πεπρωμένο = η μοίρα, η ειμαρμένη |
| περιβεβλημένος | περιβάλλομαι | = αυτός που έχει περιβληθεί περιβεβλημένος με φωτοστέφανο |
| περιγεγραμμένος | περιγράφομαι | = αυτός που έχει περιγραφεί περιγεγραμμένος κύκλος |
| περιελιγμένος | περιελίσσομαι | = αυτός που έχει περιελιχθεί |
| περιεσκεμμένος | περισκέπτομαι | = αυτός που τον έχει κανείς περισκεφθεί |
| περιεστραμμένος | περιστρέφομαι | = αυτός που έχει περιστραφεί |
| περιεσφιγμένος | περισφίγγομαι | = αυτός που έχει περισφιχθεί |
| περικεκομμένος | περικόπτομαι | = αυτός που έχει περικοπεί περικεκομμένος προϋπολογισμός |
| περιπεπλεγμένος | περιπλέκομαι | = αυτός που έχει περιπλεχθεί/περιπλακεί περιπεπλεγμένη κατάσταση |
| περιτετμημένος | περιτέμνομαι | = αυτός που έχει περιτμηθεί |
| πεφιλημένος | φιλούμαι | = αυτός που έχει φιληθεί (= αγαπηθεί) πεφιλημένος σύζυγος |
| πεφορτισμένος | φορτίζομαι | = αυτός που έχει φορτισθεί πεφορτισμένη ατμόσφαιρα |
| πεφωτισμένος | φωτίζομαι | = αυτός που έχει φωτισθεί πεφωτισμένος ηγέτης |
| προβεβλημένος | προβάλλομαι | = αυτός που έχει προβληθεί προβεβλημένο θέμα, προβεβλημένη κατάσταση |
| προδεδικασμένος | προδικάζομαι | = αυτός που έχει προδικασθεί |
| προδιαγεγραμμένος | προδιαγράφομαι | = αυτός που έχει προδιαγραφεί προδιαγεγραμμένο μέλλον, προδιαγεγραμμένη πορεία, προδιαγεγραμμένα χαρακτηριστικά |
| προδιατεθειμένος | προδιατίθεμαι | = αυτός που έχει προδιατεθεί είμαι προδιατεθειμένος ... (προετοιμασμένος για κάτι ...) |
| προεγγεγραμμένος | προεγγράφομαι | = αυτός που έχει προεγγραφεί |
| προεγκεκριμένος | προεγκρίνομαι | = αυτός που έχει προεγκριθεί |
| προειλημμένος | προλαμβάνομαι | = αυτός που έχει προληφθεί (= ληφθεί εκ των προτέρων) προειλημμένη απόφαση |
| προειρημένος | προλέγομαι | = αυτός που έχει προλεχθεί (προρρηθεί, προειπωθεί), ο προειπωμένος |
| προεκτεταμένος | προεκτείνομαι | = αυτός που έχει προεκταθεί προεκτεταμένη καμπύλη |
| προεντεταμένος | προεντείνομαι | = αυτός που έχει προενταθεί |
| προεσκεμμένος | προσκέπτομαι | = αυτός που τον έχει κανείς προσκεφθεί |
| προηγιασμένος | προαγιάζομαι | = αυτός που έχει προαγιασθεί |
| προηγμένος | προάγομαι | = αυτός που έχει προαχθεί προηγμένη τεχνολογία, προηγμένες χώρες |
| προκαταβεβλημένος | προκαταβάλλομαι | = αυτός που έχει προκαταβληθεί προκαταβεβλημένο μίσθωμα |
| προκατειλημμένος | προκαταλαμβάνομαι | = αυτός που έχει προκαταληφθεί είμαι προκατειλημμένος (= κατέχομαι από δυσμενή διάθεση έναντι κάποιου ή κάποιας κατάστασης, έχω προκατάληψη) |
| προκεχωρημένος | προχωρούμαι | = αυτός που έχει προχωρηθεί προκεχωρημένο φυλάκιο |
| προσβεβλημένος | προσβάλλομαι | = αυτός που έχει προσβληθεί προσβεβλημένα άτομα (από ασθένεια) |
| προσδεδεμένος | προσδέομαι (προσδούμαι) | = αυτός που έχει προσδεθεί προσδεδεμένος στο άρμα (του, της...) (οπαδός, ακόλουθος, τσιράκι) |
| προσκεκλημένος | προσκαλούμαι | = αυτός που έχει προσκληθεί, ο προσκαλεσμένος προσκεκλημένα άτομα, οι προσκεκλημένοι |
| προστεθειμένος | προστίθεμαι | = αυτός που έχει προστεθεί |
| προτεθειμένος | προτίθεμαι | = αυτός που έχει προτεθεί |
| προτεταμένος | προτείνομαι | = αυτός που έχει προταθεί προτεταμένο στήθος |
| προωθημένος | προωνούμαι | = αυτός που έχει προωθηθεί, προωθημένος προωθημένη άποψη |
| σεσημασμένος | σημαίνομαι | = αυτός που έχει σημανθεί σεσημασμένος κακοποιός |
| συγκεκομμένος | συγκόπτομαι | = αυτός που έχει συγκοπεί συγκεκομμένη λέξη |
| συγκεκραμένος | συγκεράννυμι | = αυτός που έχει συγκραθεί (= συγκερασθεί) συγκεκραμένη μουσική κλίμακα |
| συγκεκριμένος | συγκρίνομαι | = αυτός που έχει συγκριθεί συγκεκριμένα μέτρα, συγκεκριμένα ουσιαστικά |
| συγκεχυμένος | συγχέομαι | = αυτός που έχει συγχυθεί συγκεχυμένη κατάσταση, συγκεχυμένες πληροφορίες |
| συμβεβλημένος | συμβάλλομαι | = αυτός που έχει συμβληθεί συμβεβλημένο ταμείο, συμβεβλημένο φαρμακείο |
| συμπεφωνημένος | συμφωνούμαι | = αυτός που έχει συμφωνηθεί δεν τήρησε τα συμπεφωνημένα συμπεφωνημένη λύσ |
| συνδεδεμένος | συνδέομαι | = αυτός που έχει συνδεθεί συνδεδεμένη συσκευή, άρρηκτα συνδεδεμένος |
| συνεζευγμένος | συζεύγνυμαι | = αυτός που έχει συζευχθεί συνεζευγμένες ταλαντώσεις, συνεζευγμένα κυκλώματα |
| συνεπτυγμένος | συμπτύσσομαι | = αυτός που έχει συμπτυχθεί συνεπτυγμένη μορφή |
| συνεσταλμένος | συστέλλομαι | = αυτός που έχει συσταλεί συνεσταλμένη κοπέλα = ντροπαλή κοπέλα |
| συνεστραμμένος | συστρέφομαι | = αυτός που έχει συστραφεί
συνεστραμμένος συνεστραμμένου συνεστραμμένοι συνεστραμμένων συνεστραμμένους συνεστραμμένο συνεστραμμένα συνεστραμμένο ζεύγος (καλωδίων) |
| συνεσφιγμένος | συσφίγγομαι | = αυτός που έχει συσφιγχθεί |
| συνημμένος | συνάπτομαι | = αυτός που έχει συναφθεί συνημμένο έγγραφο, συνημμένο αρχείο |
| συνηρημένος | συναιρούμαι | = αυτός που έχει συναιρεθεί συνηρημένα ρήματα |
| συντεθειμένος | συντίθεμαι | = αυτός που έχει συντεθεί |
| συντεθλασμένος | συνθλώμαι | = αυτός που έχει συνθλασθεί, ο συντετριμμένος |
| συντεταγμένος | συντάσσομαι | = αυτός που έχει συνταχθεί συντεταγμένη πολιτεία |
| συντετμημένος | συντέμνομαι | = αυτός που έχει συντμηθεί συντετμημένη επιλογή, συντετμημένη λέξη |
| συντετριμμένος | συντρίβομαι | = αυτός που έχει συντριβεί συντετριμμένος (= υπερβολικά θλιμμένος) |
| συνωφρυωμένος | συνοφρυούμαι | = αυτός που έχει συνοφρυωθεί, συνοφρυωμένος |
| τεθλασμένος | θλώμαι | = αυτός που έχει θλασθεί τεθλασμένη γραμμή |
| τεθλιμμένος | θλίβομαι | = αυτός που έχει θλιβεί τεθλιμμένος συγγενής |
| τεθωρακισμένος | θωρακίζομαι | = αυτός που έχει θωρακισθεί τεθωρακισμένα άρματα |
| τεταγμένος | τάσσομαι | = αυτός που έχει ταχθεί τεταγμένη (= συντεταγμένη στον άξονα y) |
| τεταμένος | τείνομαι | = αυτός που έχει ταθεί τεταμένη κατάσταση, τεταμένη αρμόσφαιρα |
| τεταπεινωμένος | ταπεινούμαι | = αυτός που έχει ταπεινωθεί αγαλλιάσσονται οστέα τεταπεινωμένα, καρδίαν συντετριμμένην και τεταπεινωμένην (εκκλ., ν-στός ψαλμός) |
| τετελεσμένος | τελούμαι | = αυτός που έχει τελεσθεί τετελεσμένο γεγονός, τετελεσμένος μέλλων |
| τετηγμένος | τήκομαι | = αυτός που έχει τακεί τετηγμένος κηρός |
| τετμημένος | τέμνομαι | = αυτός που έχει τμηθεί
τετμημένη τετμημένης τετμημένες τετμημένων (= συντεταγμένη στον άξονα x) |
| τετριμμένος | τρίβομαι | = αυτός που έχει τριβεί τετριμμένη έκφραση |
| υπεσχημένος | υπισχνούμαι | = αυτός που τον έχει κανείς υποσχεθεί δεν τήρησε τα υπεσχημένα |
| υπογεγραμμένος | υπογράφομαι | = αυτός που έχει υπογραφεί υπογεγραμμένη σύμβαση |
| υποδιηρημένος | υποδιαιρούμαι | = αυτός που έχει υποδιαιρεθεί |
| υποκατεστημένος | υποκαθιστώμαι, υποκαθίσταμαι |
= αυτός που έχει υποκατασταθεί |
Κάντε εδώ online ασκήσεις για την ορθογραφία των μετοχών στα νέα ελληνικά.
Για το e-didaskalia.blogspot.gr
Αποστόλης Ζυμβραγάκης
Φιλόλογος
Περισσότερα θέματα για την ορθογραφία εδώ.