Η ορθογραφία των μετοχών στα νέα ελληνικά

Αποστόλης Ζυμβραγάκης
0
 

Α. Η ενεργητική μετοχή έχει κατάληξη -οντας και γράφεται με -ο, όταν δεν τονίζεται και με -ώ, όταν τονίζεται. Π.χ. διαβάζω - διαβάζοντας, γελώ - γελώντας

Εξαιρείται η μετοχή του ρήματος είμαι, όντας.


Β. Η παθητική μετοχή έχει κατάληξη -μενος, -μένη, -μένο και ισχύουν οι εξής κανόνες:

1. Τα φωνηεντόληκτα ρήματα (με χαρακτήρα φωνήεν) έχουν κατάληξη -μένος. Π.χ. καίω - καμένος.

2. Τα χειλικόληκτα ρήματα (με χαρακτήρα π,β,φ,πτ) έχουν κατάληξη -μμένος. Π.χ. γράφω - γραμμένος.

3. Τα ουρανικόληκτα ρήματα (με χαρακτήρα κ,γ,χ,ττ,σσ) έχουν κατάληξη -γμένος. Π.χ. διώκω - διωγμένος.

4. Τα οδοντικόληκτα ρήματα (με χαρακτήρα τ,δ,θ,ζ) έχουν κατάληξη -σμένος. Π.χ. πείθω - πεπεισμένος.

5. Τα ενρινόληκτα και τα υγρόληκτα ρήματα (με χαρακτήρα μ,ν, λ,ρ) έχουν κατάληξη - μένος. Π.χ. χάνω - χαμένος.

6. Τα ρήματα που τελειώνουν σε -ώνω έχουν κατάληξη -ωμένος. Π.χ. τελειώνω - τελειωμένος.

7. Τα ρήματα της β' συζυγίας (-ώ που τονίζεται) έχουν κατάληξη -ημένος, εκτός από ορισμένες περιπτώσεις. Π.χ. αγαπώ - αγαπημένος, αλλά γελώ - γελασμένος.

8. Τα ρήματα της α' συζυγίας (-ω που δεν τονίζεται) κρατάνε το -ι που έχουν στο θέμα τους. Π.χ. γυρίζω - γυρισμένος, δακρύζω - δακρυσμένος.

9. Τα ρήματα που η παθητική μετοχή τους τονίζεται στην παραλήγουσα, έχουν κατάληξη -ωμένος. Π.χ. φαγωμένος.

10. Τα ρήματα που η παθητική μετοχή τους τονίζεται στην προπαραλήγουσα έχουν κατάληξη -ομένος. Π.χ. αυξανόμενος.

Στις δύο τελευταίες περιπτώσεις εξαιρούνται ορισμένα ρήματα της δεύτερης συζυγίας (σε -ώ) που σχηματίζουν μετοχή σε -ώμενος :  τιμώμενος,  αποκτώμενος, αποσπώμενος, κτλ.


Γ.  Στη δημοτική γλώσσα, ιδιαίτερα στο γραπτό και στον επιστημονικό λόγο, γίνεται μεγάλη χρήση των αρχαίων τύπων των μετοχών των ρημάτων. Ακολουθεί ο πίνακας των αρχαίων μετοχών περιλαμβάνει τις συχνότερα εμφανιζόμενες, μαζί με σχόλια για τη σημασία και τη χρήση τους:

 Πίνακας αρχαίων μετοχών παθητικού παρακειμένου σε χρήση στη νεοελληνική γλώσσα
Μετοχή Ρήμα Σημασία και παραδείγματα
αναμεμιγμένος αναμίγνυμαι = αυτός που έχει αναμειχθεί, αυτός που έχει εμπλακεί αναμεμιγμένος σε σκάνδαλο.
αναπεπταμένος αναπετάννυμαι = αυτός που έχει αναπετασθεί (απλωθεί) αναπεπταμένη σημαία
ανασυνδεδεμένος ανασυνδέομαι = αυτός που έχει ανασυνδεθεί 
ανατεθειμένος ανατίθεμαι = αυτός που έχει ανατεθεί ανατεθειμένη παραγγελία,  ανατεθειμένο έργο
ανειλημμένος αναλαμβάνομαι = αυτός που έχει αναληφθεί ανειλημμένη υποχρέωση,  ανειλημμένη ευθύνη,  ανειλημμένα ποσά
ανεστραμμένος αναστρέφομαι = αυτός που έχει αναστραφεί, αναποδογυρισμένος ανεστραμμένο σχήμα,  ανεστραμμένη πολικότητα,  ανεστραμμένη θερμοβαθμίδα
ανηγμένος ανάγομαι = αυτός που έχει αναχθεί ανηγμένη μεταβολή,  ανηγμένη δύναμη ανηγμένη κλίμακα
αντεστραμμένος αντιστρέφομαι = αυτός που έχει αντιστραφεί αντεστραμμένοι ρόλοι,  αντεστραμμένοι όροι,  αντεστραμμένο κλάσμα
απεγκατεστημένος, αποεγκατεστημένος εγκαθιστώμαι
εγκαθίσταμαι
= αυτός που έχει απεγκατασταθεί (ή αποεγκατασταθεί) απεγκατεστημένο πρόγραμμα (σε ηλεκτρονικό υπολογιστή)
απεγνωσμένος απογιγνώσκομαι = αυτός που έχει περιέλθει σε απόγνωση απεγνωσμένη προσπάθεια,  απεγνωσμένη φωνή
απεσταλμένος αποστέλλομαι = αυτός που έχει αποσταλεί ειδικός απεσταλμένος,  απεσταλμένη επιστολή,  απεσταλμένο δέμα
απευθυσμένος απευθύνομαι = αυτός που έχει απευθυσθεί απευθυσμένο έντερο =  το απευθυσμένο
απηυδημένος, απηυδισμένος απαυδώ
(απαυδώμαι)
= αυτός που έχει απαυδήσει (που έχει χάσει τη φωνή του), που έχει κουραστεί, εξουθενωμένος
απογεγραμμένος απογράφομαι = αυτός που έχει απογραφεί, απογραμμένος απογεγραμμένος κάτοικος
αποδεδειγμένος αποδεικνύομαι = αυτός που έχει αποδειχθεί είναι αποδεδειγμένο,  αποδεδειγμένα (επίρρ.)
αποκατεστημένος αποκαθιστώμαι,
αποκαθίσταμαι
= αυτός που έχει αποκατασταθεί καλά αποκατεστημένος = εξασφαλισμένος (οικονομικά, εργασιακά κτλ.), νοικοκυρεμένος
αποκατεστημένος = δικαιωμένος (ύστερα από βραχύχρονη ή μακρόχρονη απόρριψη ή ανυποληψία)
απομεμακρυσμένος απομακρύνομαι = αυτός που έχει απομακρυνθεί απομεμακρυσμένος συνδρομητής, 
απονενοημένος απονοούμαι = αυτός που έχει απονοηθεί (= που βρίσκεται σε απόγνωση) απονενοημένο διάβημα = απεγνωσμένη ενέργεια
αποσυνδεδεμένος αποσυνδέομαι = αυτός που έχει αποσυνδεθεί αποσυνδεδεμένη συσκευή (από δίκτυο, από άλλη συσκευή κτλ.)
αποσυντεθειμένος αποσυντίθεμαι = αυτός που έχει αποσυντεθεί αποσυντεθειμένο πτώμα
αποτεθειμένος αποτίθεμαι = αυτός που έχει αποτεθεί αποτεθειμένος οπλισμός,  αποτεθειμένη χειροσυσκευή
αποτετμημένος αποτέμνομαι = αυτός που έχει αποτμηθεί
απωθημένος απωθούμαι = αυτός που έχει απωθηθεί, απωθημένος) Έβγαλε τα απωθημένα του
αυτοδιηγερμένος αυτοδιεγείρομαι = αυτός που έχει αυτοδιεγερθεί αυτοδιηγερμένη διάταξη
αφηρημένος αφαιρούμαι = αυτός που έχει αφαιρεθεί αφηρημένα ουσιαστικά,  αφηρημένη έννοια,  αφηρημένη τέχνη
βεβαρημένος, βεβαρυμμένος βαρύνομαι = αυτός που έχει βαρυνθεί βεβαρημένο ποινικό μητρώο,  βεβαρημένο παρελθόν,  βεβαρημένος οργανισμός
βεβιασμένος βιάζομαι = αυτός που έχει βιασθεί βεβιασμένη ενέργεια,  βεβιασμένη κίνηση,  βεβιασμένο χαμόγελο
γεγυμνωμένος γυμνούμαι = αυτός που έχει γυμνωθεί τα οστά τα γεγυμνωμένα (εκκλ.)
δεδηλωμένος δηλούμαι = αυτός που έχει δηλωθεί δεδηλωμένος εχθρός
αρχή της Δεδηλωμένης = η αρχή της πλειοψηφίας κόμματος που έχει αποδειχθεί με ψηφοφορία στη βουλή
δεδικασμένος δικάζομαι = αυτός που έχει δικασθεί το δεδικασμένο = ανέκκλητη δικαστική απόφαση, που δεν μπορεί να αμφισβητηθεί
δεδομένος δίδομαι = αυτός που έχει δοθεί δεδομένος = θεωρούμενος ότι υπάρχει ή είναι γνωστος από την αρχή
δεδομένη κατάσταση τα δεδομένα (ενός προβλήματος), δεδομένα, επεξεργασία δεδομένων (στην Πληροφορική)
δεδουλευμένος δουλεύομαι = αυτός που έχει δουλευθεί (και είναι οφειλόμενος) δεδουλευμένα ημερομίσθια, δεδουλευμένοι τόκοι,  τα δεδουλευμένα
διαδεδομένος διαδίδομαι = αυτός που έχει διαδοθεί διαδεδομένος = ευρέως γνωστός, συχνά απαντώμενος, συνηθισμένος
διακεκαυμένος διακαίομαι
διακάομαι
= αυτός που έχει διακαεί διακεκαυμένη ζώνη
διακεκομμένος διακόπτομαι = αυτός που έχει διακοπεί διακεκομμένη συνουσία
διακεκριμένος διακρίνομαι = αυτός που έχει διακριθεί διακεκριμένος επιστήμονας,  διακεκριμένο στέλεχος
διαλελυμένος διαλύομαι = αυτός που έχει διαλυθεί διαλελυμένη οικογένεια,  διαλελυμένη ουσία
διασυνδεδεμένος διασυνδέομαι = αυτός που έχει διασυνδεθεί διασυνδεδεμένα δίκτυα
διατεθειμένος διατίθεμαι = αυτός που έχει διατεθεί Δεν είμαι διατεθειμένος να υποχωρήσω στις απαιτήσεις του
διατεταγμένος διατάσσομαι = αυτός που έχει διαταχθεί διατεταγμένη υπηρεσία
διεσταλμένος διαστέλλομαι = αυτός που έχει διασταλεί διεσταλμένη κόρη οφθαλμού
διεστραμμένος διαστρέφομαι = αυτός που έχει διαστραφεί διεστραμμένος εγκληματίας
διεφθαρμένος διαφθείρομαι = αυτός που έχει διαφθαρεί διεφθαρμένος άνθρωπος
διηγερμένος διεγείρομαι = αυτός που έχει διεγερθεί διηγερμένη ενεργειακή κατάσταση (ενός ατόμου),  διηγερμένος ηλεκτρονόμος
διπλοεγγεγραμμένος διπλοεγγράφομαι = αυτός που έχει διπλοεγγραφεί διπλοεγγεγραμμένος ψηφοφόρος
εγγεγραμμένος εγγράφομαι = αυτός που έχει εγγραφεί εγγεγραμμένος κύκλος, εγγεγραμμένο τετράπλευρο
εγκαταλελειμμένος εγκαταλείπομαι = αυτός που έχει εγκαταλειφθεί εγκαταλελειμμένο σπίτι, εγκαταλελειμμένο αυτοκίνητο
εγκατεσπαρμένος εγκατασπείρομαι = αυτός που έχει εγκατασπαρεί
εγκατεστημένος εγκαθιστώμαι
εγκαθίσταμαι
= αυτός που έχει εγκατασταθεί εγκατεστημένο πρόγραμμα (σε ηλεκτρονικό υπολογιστή)
εγκεκριμένος εγκρίνομαι = αυτός που έχει εγκριθεί εγκεκριμένος τύπος,  εγκεκριμένο φάρμακο
εγνωσμένος γιγνώσκομαι = αυτός που έχει γνωσθεί, γνωστός, αδιαμφισβήτητος εγνωσμένο κύρος,  εγνωσμένη αξία
ειλημμένος λαμβάνομαι = αυτός που έχει ληφθεί ειλημμένη απόφαση
ειμαρμένος είμαρται (δεν απαντάται στο πρώτο πρόσωπο) = αυτός που έχει κληρωθεί (ληφθεί με κλήρο), πεπρωμένος, μοιραίος ειμαρμένη: = το πεπρωμένο, η μοίρα
ειρημένος λέγομαι = αυτός που έχει λεχθεί (ρηθεί, ειπωθεί)
εισηγμένος εισάγομαι = αυτός που έχει εισαχθεί εισηγμένη μετοχή (στο χρηματιστήριο)
εκπεφρασμένος εκφράζομαι = αυτός που έχει εκφρασθεί εκπεφρασμένη άποψη
εκτεθειμένος εκτίθεμαι = αυτός που έχει εκτεθεί εκτεθειμένος στον άνεμο
εκτεταμένος εκτείνομαι = αυτός που έχει εκταθεί εκτεταμένη έρευνα
εμπεριστατωμένος εμπεριστατώ = αυτός που έχει εμπεριστατωθεί (= εξεταστεί (μελετηθεί, γίνει) με πολλή προσοχή) εμπεριστατωμένη μελέτη
εναποτεθειμένος εναποτίθεμαι = αυτός που έχει εναποτεθεί εναποτεθειμένες ελπίδες
ενδεδειγμένος ενδεικνύομαι,
ενδείκνυμαι
= αυτός που έχει ενδειχθεί ενδεδειγμένος τρόπος, ενδεδειγμένη ενέργεια ενδεδειγμένη λύση
ενδεδυμένος ενδύομαι = αυτός που έχει ενδυθεί ενδεδυμένος φως ως ιμάτιον (εκκλ.)
εντεταγμένος εντάσσομαι = αυτός που έχει ενταχθεί
εντεταλμένος εντέλλομαι = αυτός που έχει ενταλεί εντεταλμένος σύμβουλος,  εντεταλμένος αντιπρόεδρος
εντεταμένος εντείνομαι = αυτός που έχει ενταθεί
εξεζητημένος εκζητούμαι = αυτός που έχει εκζητηθεί εξεζητημένος τρόπος εξεζητημένη αμφίεση
εξημμένος εξάπτομαι = αυτός που έχει εξαφθεί εξημμένα πνεύματα
εξηρμένος εξαίρομαι = αυτός που έχει εξαρθεί εξηρμένα προσόντα
εξωνημένος εξωνούμαι = αυτός που έχει εξωνηθεί
επανειλημμένος επαναλαμβάνομαι = αυτός που έχει επαναληφθεί επανειλημμένη υπόμνηση επανειλημμένως (επίρρ.)
επανορθωμένος επανορθούμαι = αυτός που έχει επανορθωθεί
επεκτεταμένος επεκτείνομαι = αυτός που έχει επεκταθεί επεκτεταμένη πλευρά (μαθ.)
επενδεδυμένος επενδύομαι = αυτός που έχει επενδυθεί επενδεδυμένο κεφάλαιο
επηρμένος επαίρομαι = αυτός που έχει επαρθεί, ο οιηματίας, ο φαντασμένος, ο αλαζόνας επηρμένο ύψος
επηυξημένος επαυξάνομαι = αυτός που έχει επαυξηθεί έκδοση βελτιωμένη και επηυξημένη
επιβεβαρυμμένος επιβαρύνομαι = αυτός που έχει επιβαρυνθεί
επιβεβλημένος επιβάλλομαι = αυτός που έχει επιβληθεί επιβεβλημένα μέτρα
επιγεγραμμένος επιγράφομαι = αυτός που έχει επιγραφεί
επικεκαλυμμένος επικαλύπτομαι = αυτός που έχει επικαλυφθεί
επιτετραμμένος επιτρέπομαι = αυτός που του έχει επιτραπεί κάποιο έργο ο επιτετραμμένος (ανώτερος διπλωματικός υπάλληλος που αναπληρώνει τον πρεσβευτή)
ερριμμένος ρίπτομαι = αυτός που έχει ριφθεί Λίθοι τε και πλίνθοι και κέραμοι ατάκτως ερριμμένα ουδέν χρήσιμά εστιν.
εσβεσμένος σβέννυμαι = αυτός που έχει σβεσθεί εσβεσμένη άσβεστος, εσβεσμένο ηφαίστειο
εσκαμμένος σκάπτομαι = αυτός που έχει σκαφθεί υπερέβη τα εσκαμμένα = ξεπέρασε τα επιτρεπτά όρια
εσκεμμένος σκέπτομαι = αυτός που τον έχει κανείς σκεφθεί, σκόπιμος, προμελετημένος εσκεμμένη ενέργεια
εσπευσμένος σπέυδω 
(σπεύδομαι)
= αυτός που έχει σπευσθεί εσπευσμένη ενέργεια
εσταυρωμένος σταυρώνομαι = αυτός που έχει σταυρωθεί ο Εσταυρωμένος (Χριστός)
εστεγασμένος στεγάζομαι = αυτός που έχει στεγασθεί εστεγασμένος χώρος
εστεμμένος στέφομαι = αυτός που έχει στραφεί εστεμμένος βασιλιάς
εστραμμένος στρέφομαι = αυτός που έχει στραφεί
εσφαλμένος σφάλλομαι = αυτός που έχει σφαλεί εσφαλμένη άποψη εσφαλμένο αποτέλεσμα
εσφιγμένος σφίγγομαι = αυτός που έχει σφιχθεί η μονή του Εσφιγμένου (στο Άγιο Όρος)
ηγιασμένος αγιάζομαι = αυτός που έχει αγιασθεί Σάββας ο Ηγιασμένος
ηθελημένος εθέλω 
(εθέλομαι)
= αυτός που έχει «θεληθεί», εσκεμμένος ηθελημένη ενέργεια
ημαρτημένος αμαρτάνομαι = αυτός που έχει αμαρτηθεί = εσφαλμένος, λαθεμένος, αποτυχημένος
ημαρτημένα = παροράματα, αβλεψίες (ενός βιβλίου) (λατ. errata)
ημιανεπτυγμένος ημιαναπτύσσομαι = αυτός που έχει ημιαναπτυχθεί
ηνωμένος ενούμαι = αυτός που έχει ενωθεί, ενωμένος Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής (ΗΠΑ), Ηνωμένο Βασίλειο (ΗΒ) Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ)
ηττημένος ηττώμαι = αυτός που έχει ηττηθεί ηττημένη ομάδα,  οι νικητές και οι ηττημένοι

καθειλκυσμένος καθελκύομαι = αυτός που έχει καθελκυσθεί
καθηγιασμένος καθαγιάζομαι = αυτός που έχει καθαγιασθεί
καθημαγμένος καθαιμάσσομαι = αυτός που έχει καθαιμαχθεί, αυτός που έχει καταματωθεί, καταματωμένος, αιμόφυρτος καθημαγμένος στρατιώτης
καθημαγμένου, καθημαγμένο, καθημαγμένοι, καθημαγμένων, καθημαγμένους, καθημαγμένη οικονομία
κακοανατεθραμμένος ανατρέφομαι = αυτός που έχει κακοανανατραφεί κακανατεθραμένο παιδί
καταβεβλημένος καταβάλλομαι = εξαντλημένος, αποκαμωμένος (από κούραση, ασθένεια, μεγάλη θλίψη) καταβεβλημένος οργανισμός
καταγεγραμμένος καταγράφομαι = αυτός που έχει καταγραφεί καταγεγραμμένη πρόταση
κατατεθειμένος κατατίθεμαι = αυτός που έχει κατατεθεί κατατεθειμένο ποσό
κατατετμημένος κατατέμνομαι = αυτός που έχει κατατμηθεί
κατειλημμένος καταλαμβάνομαι = αυτός που έχει καταληφθεί κατειλημμένος ανελκυστήρας, σήμα κατειλημμένου,  κατειλημμένες θέσεις
κατεσταλμένος καταστέλλομαι = αυτός που έχει κατασταλεί κατεσταλμένη λειτουργία
κατεστημένος καθιστώμαι,
καθίσταμαι
= αυτός που έχει κατασταθεί το κατεστημένο
κατεστραμμένος καταστρέφομαι = αυτός που έχει καταστραφεί κατεστραμμένη πόλη
κατεψυγμένος καταψύχομαι = αυτός που έχει καταψυχθεί κατεψυγμένα ψάρια
κατηγμένος κατάγομαι = αυτός που έχει καταχθεί κατηγμένη
 (= συντεταγμένη στον άξονα z)
κατηραμένος καταρώμαι = αυτός που τον έχουν καταρασθεί κατηραμένος όφις
κατηρτισμένος καταρτίζομαι = αυτός που έχει καταρτισθεί
κεκαθαρμένος καθαίρομαι = αυτός που έχει καθαρθεί κεκαθαρμένο εμβόλιο
κεκαλυμμένος καλύπτομαι = αυτός που έχει καλυφθεί
κεκαμμένος κάμπτομαι = αυτός που έχει καμφθεί κεκαμμένος αγκώνας
κεκαρμένος κείρομαι = αυτός που έχει καρεί (κουρευτεί) εν χρω κεκαρμένος = κουρεμένος «γουλί»
κεκηρυγμένος κηρύττομαι = αυτός που έχει κηρυχθεί κεκηρυγμένος πόλεμος
κεκλεισμένος κλείομαι = αυτός που έχει κλεισθεί, κλεισμένος δίκη κεκλεισμένων των θυρών = δίκη χωρίς ακροατήριο (με απαγορευμένη την είσοδο στο κοινό)
κεκλημένος καλούμαι = αυτός που έχει κληθεί
κεκλιμένος κλίνομαι = αυτός που έχει κλιθεί, γερμένος κεκλιμένο επίπεδο
κεκοιμημένος κοιμώμαι = αυτός που έχει κοιμηθεί κεκοιμημένος δούλος = ο νεκρός δούλος (εκκλ.)
κεκονιαμένος κονιώμαι = αυτός που έχει κονιαθεί, αυτός που έχει επιχρισθεί τάφος κεκονιαμένος = τάφος ασπρισμένος (και καθαρός εξωτερικά) (εκκλ.)
κεκορεσμένος κορέννυμαι = αυτός που έχει κορεσθεί κεκορεσμένο διάλυμα,  κεκορεσμένος ατμός
κεκραμένος κεράννυμαι = αυτός που έχει κραθεί κεκραμένος οίνος = νερωμένο κρασί
κεκτημένος κτώμαι = αυτός που έχει κτηθεί κεκτημένα δικαιώματα, το Κοινοτικό κεκτημένο κεκτημένη ταχύτητα
κεκυρωμένος κυρούμαι = αυτός που έχει κυρωθεί κεκυρωμένο αντίγραφο
κεχαριτωμένος χαριτούμαι = αυτός που έχει χαριτωθεί χαίρε κεχαριτωμένη Μαρία
λελογισμένος λογίζομαι = αυτός που έχει λογισθεί λελογισμένη χρήση
λελυμένος λύομαι = αυτός που έχει λυθεί, λυμένος λελυμένη άσκηση, λελυμένο πρόβλημα
λογοκεκριμένος λογοκρίνομαι = αυτός που έχει λογοκριθεί λογοκεκριμένο δημοσίευμα/κείμενο,  λογοκεκριμένος λόγος
μεμαρτυρημένος μαρτυρούμαι = αυτός που έχει μαρτυρηθεί
μεμονωμένος μονούμαι = αυτός που έχει μονωθεί (έχει μείνει μόνος) μεμονωμένο παράδειγμα, μεμονωμένη περίπτωση
μεταγεγραμμένος μεταγράφομαι = αυτός που έχει μεταγραφεί μεταγεγραμμένος στο Υποθηκοφυλακείο
μετατεθειμένος μετατίθεμαι = αυτός που έχει μετατεθεί είναι δυο χρόνια μετατεθειμένος στην επαρχία
νενομισμένος νομίζομαι = αυτός που έχει νομισθεί (θεωρηθεί ως πάτριο έθιμο) νενομισμένος όρκος = ο καθιερωμένος όρκος
παραγεγραμμένος παραγράφομαι = αυτός που έχει παραγραφεί παραγεγραμμένο αδίκημα
παραδεδεγμένος παραδέχομαι = αυτός που έχει παραδεχθεί
παραδεδομένος παραδίδομαι = αυτός που έχει παραδοθεί
παρατεθειμένος παρατίθεμαι = αυτός που έχει παρατεθεί
παρατεταγμένος παρατάσσομαι = αυτός που έχει παραταχθεί παρατεταγμένο άγημα
παρατεταμένος παρατείνομαι = αυτός που έχει παραταθεί παρατεταμένο χειροκρότημα, παρατεταμένη ανομβρία
παρεγγεγραμμένος περιγράφομαι = αυτός που έχει παρεγγραφεί παρεγγεγραμμένος κύκλος
παρεντεθειμένος παρεντίθεμαι = αυτός που έχει περεντεθεί
παρεστιγμένος παραστίζομαι = αυτός που έχει παραστιχθεί παρεστιγμένη νότα (μουσ.)
παρεσχημένος παρέχομαι = αυτός που έχει παρασχεθεί
παρεφθαρμένος παραφθείρομαι = αυτός που έχει παραφθαρεί παρεφθαρμένη γλώσσα
παρηκμασμένος παρακμάζω
(παρακμάζομαι)
= αυτός που έχει παρακμάσει
παρωχημένος παροίχομαι = αυτός που έχει παρέλθει παρωχημένοι χρόνοι (ρήματος)
πεπαιδευμένος παιδεύομαι = αυτός που έχει παιδευθεί (μορφωθεί), μορφωμένος
πεπαλαιωμένος παλαιούμαι = αυτός που έχει παλαιωθεί πεπαλαιωμένος οίνος, πεπαλαιωμένη αντίληψη
πεπατημένος πατούμαι = αυτός που έχει πατηθεί πεπατημένη (οδός) = ο ασφαλής γνωστός και συνηθισμένος δρόμος ή τρόπος
ακολουθεί την πεπατημένη
πεπειραμένος πειρώμαι = αυτός που έχει πειραθεί πεπειραμένος τεχνίτης,
πεπειραμένος υπάλληλος
πεπεισμένος πείθομαι = αυτός που έχει πεισθεί είμαι απόλυτα πεπεισμένος ότι ...
πεπερασμένος περαίνομαι = αυτός που έχει περανθεί πεπερασμένη σειρά,  πεπερασμένο σύνολο
πεπιεσμένος πιέζομαι = αυτός που έχει πιεσθεί πεπιεσμένος αέρας
πεπλανημένος πλανώμαι = αυτός που έχει πλανηθεί πεπλανημένη εντύπωση
πεπλατυσμένος πλατύνομαι = αυτός που έχει πλατυνθεί πεπλατυσμένος ρωστήρας
πεπλεγμένος πλέκομαι = αυτός που έχει πλεχθεί/πλακεί πεπλεγμένη συνάρτηση (μαθ.)
πεποιημένος ποιούμαι = αυτός που έχει ποιηθεί, που έχει κατασκευασθεί πεποιημένη κρίση (= φτιαχτή, τεχνητή κρίση και όχι πραγματική)
πεποικιλμένος ποικίλλομαι = αυτός που έχει ποικιλθεί χρυσό δακτυλίδι πεποικιλμένο με μαργαριτάρια
πεπραγμένος πράττομαι = αυτός που έχει πραχθεί τα πεπραγμένα έκθεση πεπραγμένων
πεπρωμένος πέπρωται = αυτός που πέπρωται (είναι γραμμένος από τη μοίρα) πεπρωμένο = η μοίρα, η ειμαρμένη
περιβεβλημένος περιβάλλομαι = αυτός που έχει περιβληθεί περιβεβλημένος με φωτοστέφανο
περιγεγραμμένος περιγράφομαι = αυτός που έχει περιγραφεί περιγεγραμμένος κύκλος
περιελιγμένος περιελίσσομαι = αυτός που έχει περιελιχθεί
περιεσκεμμένος περισκέπτομαι = αυτός που τον έχει κανείς περισκεφθεί
περιεστραμμένος περιστρέφομαι = αυτός που έχει περιστραφεί
περιεσφιγμένος περισφίγγομαι = αυτός που έχει περισφιχθεί
περικεκομμένος περικόπτομαι = αυτός που έχει περικοπεί περικεκομμένος προϋπολογισμός
περιπεπλεγμένος περιπλέκομαι = αυτός που έχει περιπλεχθεί/περιπλακεί περιπεπλεγμένη κατάσταση
περιτετμημένος περιτέμνομαι = αυτός που έχει περιτμηθεί
πεφιλημένος φιλούμαι = αυτός που έχει φιληθεί (= αγαπηθεί) πεφιλημένος σύζυγος
πεφορτισμένος φορτίζομαι = αυτός που έχει φορτισθεί πεφορτισμένη ατμόσφαιρα
πεφωτισμένος φωτίζομαι = αυτός που έχει φωτισθεί πεφωτισμένος ηγέτης
προβεβλημένος προβάλλομαι = αυτός που έχει προβληθεί προβεβλημένο θέμα,  προβεβλημένη κατάσταση
προδεδικασμένος προδικάζομαι = αυτός που έχει προδικασθεί
προδιαγεγραμμένος προδιαγράφομαι = αυτός που έχει προδιαγραφεί προδιαγεγραμμένο μέλλον, προδιαγεγραμμένη πορεία, προδιαγεγραμμένα χαρακτηριστικά
προδιατεθειμένος προδιατίθεμαι = αυτός που έχει προδιατεθεί είμαι προδιατεθειμένος ... (προετοιμασμένος για κάτι ...)
προεγγεγραμμένος προεγγράφομαι = αυτός που έχει προεγγραφεί
προεγκεκριμένος προεγκρίνομαι = αυτός που έχει προεγκριθεί
προειλημμένος προλαμβάνομαι = αυτός που έχει προληφθεί (= ληφθεί εκ των προτέρων) προειλημμένη απόφαση
προειρημένος προλέγομαι = αυτός που έχει προλεχθεί (προρρηθεί, προειπωθεί), ο προειπωμένος
προεκτεταμένος προεκτείνομαι = αυτός που έχει προεκταθεί προεκτεταμένη καμπύλη
προεντεταμένος προεντείνομαι = αυτός που έχει προενταθεί
προεσκεμμένος προσκέπτομαι = αυτός που τον έχει κανείς προσκεφθεί
προηγιασμένος προαγιάζομαι = αυτός που έχει προαγιασθεί
προηγμένος προάγομαι = αυτός που έχει προαχθεί προηγμένη τεχνολογία,  προηγμένες χώρες
προκαταβεβλημένος προκαταβάλλομαι = αυτός που έχει προκαταβληθεί προκαταβεβλημένο μίσθωμα
προκατειλημμένος προκαταλαμβάνομαι = αυτός που έχει προκαταληφθεί είμαι προκατειλημμένος (= κατέχομαι από δυσμενή διάθεση έναντι κάποιου ή κάποιας κατάστασης, έχω προκατάληψη)
προκεχωρημένος προχωρούμαι = αυτός που έχει προχωρηθεί προκεχωρημένο φυλάκιο
προσβεβλημένος προσβάλλομαι = αυτός που έχει προσβληθεί προσβεβλημένα άτομα (από ασθένεια)
προσδεδεμένος προσδέομαι (προσδούμαι) = αυτός που έχει προσδεθεί προσδεδεμένος στο άρμα (του, της...) (οπαδός, ακόλουθος, τσιράκι)
προσκεκλημένος προσκαλούμαι = αυτός που έχει προσκληθεί, ο προσκαλεσμένος προσκεκλημένα άτομα,  οι προσκεκλημένοι
προστεθειμένος προστίθεμαι = αυτός που έχει προστεθεί
προτεθειμένος προτίθεμαι = αυτός που έχει προτεθεί
προτεταμένος προτείνομαι = αυτός που έχει προταθεί προτεταμένο στήθος
προωθημένος προωνούμαι = αυτός που έχει προωθηθεί, προωθημένος προωθημένη άποψη
σεσημασμένος σημαίνομαι = αυτός που έχει σημανθεί σεσημασμένος κακοποιός
συγκεκομμένος συγκόπτομαι = αυτός που έχει συγκοπεί συγκεκομμένη λέξη
συγκεκραμένος συγκεράννυμι = αυτός που έχει συγκραθεί (= συγκερασθεί) συγκεκραμένη μουσική κλίμακα
συγκεκριμένος συγκρίνομαι = αυτός που έχει συγκριθεί συγκεκριμένα μέτρα,  συγκεκριμένα ουσιαστικά
συγκεχυμένος συγχέομαι = αυτός που έχει συγχυθεί συγκεχυμένη κατάσταση,  συγκεχυμένες πληροφορίες
συμβεβλημένος συμβάλλομαι = αυτός που έχει συμβληθεί συμβεβλημένο ταμείο,  συμβεβλημένο φαρμακείο
συμπεφωνημένος συμφωνούμαι = αυτός που έχει συμφωνηθεί δεν τήρησε τα συμπεφωνημένα συμπεφωνημένη λύσ
συνδεδεμένος συνδέομαι = αυτός που έχει συνδεθεί συνδεδεμένη συσκευή,  άρρηκτα συνδεδεμένος
συνεζευγμένος συζεύγνυμαι = αυτός που έχει συζευχθεί συνεζευγμένες ταλαντώσεις, συνεζευγμένα κυκλώματα
συνεπτυγμένος συμπτύσσομαι = αυτός που έχει συμπτυχθεί συνεπτυγμένη μορφή
συνεσταλμένος συστέλλομαι = αυτός που έχει συσταλεί συνεσταλμένη κοπέλα = ντροπαλή κοπέλα
συνεστραμμένος συστρέφομαι = αυτός που έχει συστραφεί συνεστραμμένος
συνεστραμμένου
συνεστραμμένοι συνεστραμμένων συνεστραμμένους
συνεστραμμένο συνεστραμμένα

συνεστραμμένο ζεύγος (καλωδίων)
συνεσφιγμένος συσφίγγομαι = αυτός που έχει συσφιγχθεί
συνημμένος συνάπτομαι = αυτός που έχει συναφθεί συνημμένο έγγραφο,  συνημμένο αρχείο
συνηρημένος συναιρούμαι = αυτός που έχει συναιρεθεί συνηρημένα ρήματα
συντεθειμένος συντίθεμαι = αυτός που έχει συντεθεί
συντεθλασμένος συνθλώμαι = αυτός που έχει συνθλασθεί, ο συντετριμμένος
συντεταγμένος συντάσσομαι = αυτός που έχει συνταχθεί συντεταγμένη πολιτεία
συντετμημένος συντέμνομαι = αυτός που έχει συντμηθεί συντετμημένη επιλογή, συντετμημένη λέξη
συντετριμμένος συντρίβομαι = αυτός που έχει συντριβεί συντετριμμένος (= υπερβολικά θλιμμένος)
συνωφρυωμένος συνοφρυούμαι = αυτός που έχει συνοφρυωθεί, συνοφρυωμένος
τεθλασμένος θλώμαι = αυτός που έχει θλασθεί τεθλασμένη γραμμή
τεθλιμμένος θλίβομαι = αυτός που έχει θλιβεί τεθλιμμένος συγγενής
τεθωρακισμένος θωρακίζομαι = αυτός που έχει θωρακισθεί τεθωρακισμένα άρματα
τεταγμένος τάσσομαι = αυτός που έχει ταχθεί τεταγμένη (= συντεταγμένη στον άξονα y)
τεταμένος τείνομαι = αυτός που έχει ταθεί τεταμένη κατάσταση,  τεταμένη αρμόσφαιρα
τεταπεινωμένος ταπεινούμαι = αυτός που έχει ταπεινωθεί αγαλλιάσσονται οστέα τεταπεινωμένα, καρδίαν συντετριμμένην και τεταπεινωμένην (εκκλ., ν-στός ψαλμός)
τετελεσμένος τελούμαι = αυτός που έχει τελεσθεί τετελεσμένο γεγονός, τετελεσμένος μέλλων
τετηγμένος τήκομαι = αυτός που έχει τακεί τετηγμένος κηρός
τετμημένος τέμνομαι = αυτός που έχει τμηθεί τετμημένη
τετμημένης
τετμημένες
τετμημένων
 (= συντεταγμένη στον άξονα x)
τετριμμένος τρίβομαι = αυτός που έχει τριβεί τετριμμένη έκφραση
υπεσχημένος υπισχνούμαι = αυτός που τον έχει κανείς υποσχεθεί δεν τήρησε τα υπεσχημένα
υπογεγραμμένος υπογράφομαι = αυτός που έχει υπογραφεί υπογεγραμμένη σύμβαση
υποδιηρημένος υποδιαιρούμαι = αυτός που έχει υποδιαιρεθεί
υποκατεστημένος υποκαθιστώμαι,
υποκαθίσταμαι
= αυτός που έχει υποκατασταθεί


Κάντε εδώ online ασκήσεις για την ορθογραφία των μετοχών στα νέα ελληνικά.

Για το e-didaskalia.blogspot.gr
Αποστόλης Ζυμβραγάκης
Φιλόλογος

Περισσότερα θέματα για την ορθογραφία εδώ.

Δημοσίευση σχολίου

0Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου (0)