Γλώσσα ΣΤ' Δημοτικού - Συντακτικό - Θεωρία - Υποκείμενο - Αντικείμενο (άμεσο - έμμεσο) - Κατηγορούμενο

Αποστόλης Ζυμβραγάκης
0


ΦΥΛΛΟ ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗΣ ΣΤ’ ΤΑΞΗΣ

ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΟ


1.    Υποκείμενο

Το υποκείμενο είναι η λέξη που φανερώνει ποιος ενεργεί , ποιος παθαίνει αυτό που λέει το ρήμα , ποιος είναι κάτι ή ποιος βρίσκεται στην κατάσταση που δηλώνει το ρήμα

Για να βρούμε το υποκείμενο του ρήματος ρωτάμε ποιος / ποιοι κάνει – κάνουν παθαίνουν – παθαίνουν κλπ που δηλώνει το ρήμα.
             
              
Π.χ. Το παιδί διαβάζει ( ποιος διαβάζει;)       ο πατέρας κοιμάται (ποιος κοιμάται;)
        Παίζεις ( Υ = εσύ, εννοείται)                  εγώ και η Μαρία θα πάμε εκδρομή (ποιοι θα πάμε;2 υποκ) 

Μερικές φορές το υποκείμενο μπορεί να είναι μια ολόκληρη πρόταση
Π.χ. Το ότι απέτυχε δεν εξηγείται
        Δεν επιτρέπεται να μολύνετε το περιβάλλον (Υποκείμενο η δευτερεύουσα πρόταση στο απρόσωπο ρήμα δεν επιτρέπεται)


  1. Αντικείμενο

Η λέξη που δηλώνει το πρόσωπο, το ζώο ή το πράγμα στο οποίο μεταβαίνει (πηγαίνει) η ενέργεια του υποκειμένου λέγεται αντικείμενο
Για να το βρούμε, κάνουμε την ερώτηση τι ή ποιον
Π.χ.     Ο δάσκαλος εξετάζει τον ασθενή (Ποιον εξετάζει;)
            Ο δάσκαλος τιμώρησε το μαθητή (Ποιον τιμώρησε;)
            Φοβάται μήπως βρέξει (Τι φοβάται;)

Το αντικείμενο μπορεί να είναι  μια εξαρτημένη πρόταση
Π.χ.     Δε θέλω να έρθει μαζί μας αυτός
            Δεν είπε πού θα πάει

Σε μερικές περιπτώσεις ένα ορισμένο αντικείμενο εννοείται, όταν η έννοια του ρήματος είναι τέτοια
Π.χ. Πήγαινε να αλλάξεις (εννοείται ρούχα)



  1. Κατηγορούμενο

Το όνομα που δίνει κάποια πληροφορία για το υποκείμενο – φανερώνει δηλαδή κάποια ιδιότητα λέγεται κατηγορούμενο. Η σύνδεση του υποκειμένου με το κατηγορούμενο γίνεται με τη μεσολάβηση του ρήματος είμαι ή άλλου συγγενικού ρήματος που λέγεται συνδετικό, ακριβώς επειδή συνδέει τους δύο όρους της πρότασης.
Τα πιο συνηθισμένα συνδετικά ρήματα είναι: είμαι, γίνομαι, φαίνομαι, εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι, βρίσκομαι, γεννιέμαι, ζω, μένω, παθαίνω, διορίζομαι, λέγομαι, ονομάζομαι, θεωρούμαι, αποδεικνύομαι, μοιάζω, εκλέγομαι κλπ

Π.χ.     ο ήλιος είναι φωτεινός                      η κυρία Ελένη είναι νοικοκυρά          Η Κάτια έγινε δασκάλα
            Οι αιχμάλωτοι βρέθηκαν δεμένοι     

Με μερικά ρήματα που χρησιμοποιούνται ως συνδετικά το κατηγορούμενο παίρνει μπροστά του συνήθως τα μόρια για, σαν , ως
Π.χ. Ο Σπύρος υπηρέτησε ως αξιωματικός

Κατηγορούμενο μπορεί να είναι ένας εμπρόθετος προσδιορισμός ή και μια ολόκληρη πρόταση
Π.χ.     Η σκάλα είναι από μάρμαρο
            Η εμφάνισή του είναι να τον λυπάται κανείς



  1. Μεταβατικά και Αμετάβατα ρήματα

Τα ρήματα που χρειάζονται αντικείμενο για να συμπληρωθεί η έννοιά τους λέγονται μεταβατικά ενώ εκείνα που δεν χρειάζονται αντικείμενο λέγονται αμετάβατα
Π.χ.     Σκάβω τον κήπο (μεταβατικό)
            Κοιμάμαι νωρίς (τι κοιμάμαι; Δεν υπάρχει απάντηση άρα το ρήμα είναι αμετάβατο)


  1. Μονόπτωτα και δίπτωτα ρήματα

Μονόπτωτα είναι τα ρήματα που χρειάζονται ως συμπλήρωμα ένα μόνο αντικείμενο, που βρίσκεται σε πτώση αιτιατική ή γενική
Π.χ.     Η μητέρα καθαρίζει το σπίτι
            Μου μίλησε πολύ άσχημα

Δίπτωτα είναι τα ρήματα που χρειάζονται ως συμπλήρωμα δύο αντικείμενα, που βρίσκονται στην ίδια ή και σε διαφορετική πτώση
Π.χ.     Τα εγγόνια έδωσαν στον παππού δώρα
            Τους δάνεισε χρήματα

  1. Άμεσο και Έμμεσο Αντικείμενο

Τα δίπτωτα ρήματα συντάσσονται με δύο αντικείμενα από τα οποία το ένα λέγεται:
ü  Άμεσο γιατί σε αυτό μεταβαίνει άμεσα η ενέργεια του υποκειμένου του ρήματος, και το άλλο
ü  Έμμεσο, γιατί σε αυτό μεταβαίνει έμμεσα η ενέργεια του υποκειμένου του ρήματος.

Το άμεσο αντικείμενο είναι συνήθως σε αιτιατική και απαντά στην ερώτηση «τι;»
Το έμμεσο αντικείμενο είναι συνήθως σε πτώση γενική και απαντά στην ερώτηση «σε ποιον;» ή μερικές φορές σε αιτιατική και απαντά στην ερώτηση «ποιον»

ü         Στα ρήματα που συντάσσονται με γενική και αιτιατική το άμεσο είναι αυτό που βρίσκεται σε αιτιατική και το έμμεσο αυτό που βρίσκεται σε γενική

Π.χ. Του    έκανα    σινιάλο    από    μακριά
 


   Έμμεσο                       άμεσο




ü  Στα ρήματα που συντάσσονται με δύο αιτιατικές το άμεσο είναι αυτό που δηλώνει πρόσωπο εκτός αν μπορεί να αντικατασταθεί με εμπρόθετο αντικείμενο, οπότε είναι έμμεσο
Π.χ.     Με         ρώτησε         κάτι                                        
                                                   

άμεσο                           έμμεσο


            Διδάσκει       τους     μαθητές ( στους μαθητές )          μαθηματικά
 



                                    έμμεσο                                                           άμεσο

ü  Στα ρήματα που συντάσσονται με δύο αιτιατικές που δηλώνουν πράγμα , το έμμεσο αντικείμενο είναι εκείνο που μπορεί να αντικατασταθεί με εμπρόθετο αντικείμενο

Π.χ.     Έσπειρε    το χωράφι    λαχανικά  ( με λαχανικά)
 


                               άμεσο           έμμεσο



Δημοσίευση σχολίου

0Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου (0)