Ανάλυση 17ης ενότητας
Το υποκείμενο της μετοχής - Μετοχή απόλυτη και συνημμένη
Η επιθυμία του κάβουρα είναι να φάει τη σάρκα του στρειδιού, αλλά το κυνήγι του στρειδιού είναι πολύ δύσκολο. Κι αυτό οφείλεται στο άθραυστο περίβλημα που έχει. Και επειδή οι δαγκάνες του κάβουρα είναι αναποτελεσματικές στο κυνήγι του, μεταχειρίζεται άλλο τρόπο. Όταν δει το στρείδι που απολαμβάνει τον ήλιο και έχει το κέλυφος του ανοιχτό, τότε κρυφά βάζει ένα πετραδάκι ανάμεσα στις πτυχές και εμποδίζει το κλείσιμο. Έτσι ο Βασίλειος προτρέπει να θαυμάζουν οι άνθρωποι την εφευρετικότητα και την επινοητική δύναμη του κάβουρα, αλλά να μην τις χρησιμοποιούν για να κάνουν κακό στους άλλους ανθρώπους. Τέτοιοι είναι μόνο αυτοί που πλησιάζουν με δόλο τους συνανθρώπους τους, επωφελούνται από τις κακοτυχίες τους και χαίρονται για τις συμφορές των άλλων.
Το κείμενο και η μετάφρασή του
Ὁ καρκῖνος ἐπιθυμεῖ τῆς σαρκός τοῦ ὀστρέου·
|
Ο κάβουρας επιθυμεί τη σάρκα από το στρείδι·
|
ἀλλά δυσάλωτος ἡ ἄγρα αὐτῷ γίνεται
|
όμως το κυνήγι είναι δύσκολο γι’ αυτόν
|
διὰ τὴν περιβολήν τοῦ ὀστράκου.
|
εξαιτίας του σκληρού περιβλήματος που έχει το στρείδι.
|
Ἡ φύσις γὰρ κατησφαλίσατο
|
Γιατί η φύση διασφάλισε
|
ἀρραγεῖ ἑρκίῳ τὸ ἁπαλὸν τῆς σαρκός.
|
με άθραυστο περίβλημα την απαλή του σάρκα.
|
Διὸ καὶ ὀστρακόδερμον προσηγόρευται .
|
Γι’ αυτό και έχει ονομαστεί οστρακόδερμο.
|
Καὶ ἐπειδὴ δύο κοιλότητες
|
Και επειδή τα δύο κελύφη
|
προσηρμοσμέναι ἀλλήλαις ἀκριβῶς
|
που συναρμόζονται απόλυτα μεταξύ τους
|
περιπτύσσονται τὸ ὄστρεον,
|
αγκαλιάζουν το στρείδι,
|
ἀναγκαίως αἱ χηλαί τοῦ καρκίνου ἄπρακτοί εἰσίν.
|
αναγκαστικά οι δαγκάνες του κάβουρα είναι αναποτελεσματικές.
|
Τί οὖν ποιεῖ ;
|
Τι κάνει λοιπόν αυτός;
|
Ὅταν ἴδῃ
|
Όταν δει (το στρείδι)
|
διαθαλπόμενον μεθ’ ἡδονῆς ἐν ἀπηνέμοις χωρίοις,
|
να απολαμβάνει με ευχαρίστηση τον ήλιο σε απάνεμα μέρη
|
καὶ διαπλώσαντα τὰς πτυχὰς ἑαυτοῦ πρὸς τὴν ἀκτῖνα τοῦ ἡλίου,
|
και να έχει ανοίξει το κέλυφός του στις ακτίνες του ήλιου,
|
τότε δὴ παρεμβαλών λάθρᾳ ψηφῖδα
|
τότε λοιπόν, αφού βάλει κρυφά ένα πετραδάκι ανάμεσα στις πτυχές του,
|
διακωλύει τὴν σύμπτυξιν,
|
εμποδίζει το κλείσιμό τους
|
καὶ εὑρίσκεται περιεχόμενος διὰ τῆς ἐπινοίας
|
και έτσι παρουσιάζεται να αποκτά με την εφευρετικότητά του
|
τὸ ἐλλεῖπον τῆς δυνάμεως.[…]
|
τη δύναμη που του λείπει.[…]
|
Ἐγώ δὲ σε βούλομαι
|
Εγώ όμως θέλω εσύ,
|
ζηλοῦντα τὸ ποριστικόν καὶ εὐμήχανον τῶν καρκίνων,
|
ενώ θαυμάζεις την εφευρετικότητα και την επινοητικότητα του κάβουρα,
|
ἀπέχεσθαι τῆς βλάβης τῶν πλησίον.
|
να αποφεύγεις να κάνεις κακό στο διπλανό σου.
|
Τοιοῦτος ἐστιν ὁ πορευόμενος δόλῳ πρὸς τὸν άδελφόν,
|
Τέτοιος είναι αυτός που πλησιάζει με δόλο το συνάνθρωπό του,
|
καὶ ἐπιτιθέμενος ταῖς ἀκαιρίαις τῶν πλησίον,
|
αυτός που επωφελείται από τις κακοτυχίες των άλλων
|
καὶ ἐντρυφῶν ταῖς ἀλλοτρίαις συμφοραῖς.
|
και που ευχαριστιέται με τις συμφορές των ξένων.
|
Συντακτική ανάλυση κειμένου
Απαντήσεις στις ερμηνευτικές ερωτήσεις του σχολικού βιβλίου
Χρονικές και εγκλιτικές αντικαταστάσεις των ρημάτων της ενότητας
Λεξιλογικά
Γραμματική
Απαρέμφατο και μετοχή μέσης φωνής
Συντακτικός ρόλος του απαρεμφάτου
ο απαρέμφατο, αφού βρίσκεται μέσα σε μια πρόταση, χρησιμοποιείται ως υποκείμενο, αντικείμενο κ.ά. του ρήματος.
Εφόσον όμως το απαρέμφατο είναι ρηματικός τύπος, τότε συντάσσεται, δηλαδή παίρνει και το ίδιο υποκείμενο, αντικείμενο, κατηγορούμενο κ.τ.λ.
Το υποκείμενο του απαρεμφάτου μπορεί να είναι:
α) το ίδιο με το υποκείμενο του ρήματος (το αυτό πρόσωπο)
β) διαφορετικό από το υποκείμενο του ρήματος (έτερο πρόσωπο)
Στην πρώτη περίπτωση έχουμε ταυτοπροσωπία, ενώ στη δεύτερη ετεροπροσωπία.
Ταυτοπροσωπία
| ||
---|---|---|
Το υποκείμενο του ρήματος
|
είναι ίδιο (το αυτό)
|
με το υποκείμενο τουαπαρέμφατου
|
Υποκείμενο ρήματος
|
Υποκείμενο απαρεμφάτου
|
Ετεροπροσωπία
| ||
---|---|---|
Το υποκείμενο του ρήματος
|
είναι διαφορετικό (έτερο)
|
από το υποκείμενο τουαπαρέμφατου
|
Υποκείμενο ρήματος
Υποκείμενο απαρεμφάτου
|
|
|
|
|
|
Το υποκείμενο της μετοχής - Μετοχή απόλυτη και συνημμένη
Η μετοχή συμφωνεί με το υποκείμενό της στο γένος, στον αριθμό και στην πτώση. Αυτό σημαίνει ότι σε όποιο γένος ή αριθμό ή πτώση βρίσκεται η μετοχή στο ίδιο γένος, αριθμό και πτώση θα βρίσκεται το υποκείμενό της.
| |||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Μετοχή απόλυτη
| |||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Όταν το υποκείμενο της μετοχής είναι λέξη που δεν έχει άλλη συντακτική θέση στην πρόταση και λειτουργεί αποκλειστικά ωςυποκείμενο της μετοχής, τότε η μετοχή λέγεται απόλυτη.
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ:
α) Όπως φαίνεται από τα παραπάνω παραδείγματα η απόλυτη μετοχή εκφέρεται κυρίως σε γενική (Κρέοντος βασιλεύοντος, φορτίου προσγενομένου ) ή σε αιτιατική (περιεσομένους ἡμᾶς). Έτσι οι μετοχές ονομάζονται γενική απόλυτη ή αιτιατική απόλυτη.
β) Με γενική απόλυτη εκφέρεται κάθε επιρρηματική μετοχή προσωπικού ρήματος, εκτός της τελικής.
γ) Με αιτιατική απόλυτη εκφέρεται σπανίως η μετοχή προσωπικού ρήματος. Στην περίπτωση αυτή η μετοχή είναι αιτιολογικήκαι συνοδεύεται από τα μόρια ὡς ή ὥσπερ.
Συνηθέστερη είναι η μετοχή απρόσωπων ρημάτων ή εκφράσεων. Η μετοχή αυτή μπαίνει σε αιτιατική ουδετέρου γένους ενικού συνήθως αριθμού. Οι πιο συνηθισμένες μετοχές σε αιτιατική απόλυτη είναι οι παρακάτω:
ἄδηλον ὄν, ἀδύνατον ὄν, αἰσχρὸν ὄν, γεγραμμένον, δέον, δεῆσον, δίκαιον ὄν, δόξαν, δόξαντα, δυνατὸν ὄν, εἰρημένον,ἐξὸν, μέλον, μεταμέλον, μετὸν, οἷόν τε ὄν, παρασχὸν, παρὸν, πρέπον, προσῆκον, προσταχθὲν προστεταγμένον, ῥᾴδιονὄν, τυχὸν, ὑπάρχον, χρεὼν
| |||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Μετοχή συνημμένη
| |||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Όταν το υποκείμενο της μετοχής είναι ταυτόχρονα και α) υποκείμενο ή β) αντικείμενο του ρήματος ή γ) δοτική προσωπική ή δ) υποκείμενο του απαρεμφάτου, τότε η μετοχή λέγεται συνημμένη.
|
Κλίση των μετοχών
Δευτερόκλιτες μετοχές
|
---|
Οι δευτερόκλιτες μετοχές λήγουν σε -μενος, -μένη, -μένον και κλίνονται όπως τα επίθετα σε -ος, -η, -ον.
|
αρσενικό
|
θηλυκό
|
ουδέτερο
| |||
ὁ
τοῦ
τῷ
τὸν
ὦ
|
λυόμενος
λυομένου
λυομένῳ
λυόμενον
λυόμενε
|
ἡ
τῆς
τῇ
τὴν
ὦ
|
λυομένη
λυομένης
λυομένῃ
λυομένην
λυομένη
|
τὸ
τοῦ
τῷ
τὸ
ὦ
|
λυόμενον
λυομένου
λυομένῳ
λυόμενον
λυόμενον
|
οἱ
τῶν
τοῖς
τοὺς
ὦ
|
λυόμενοι
λυομένων
λυομένοις
λυομένους
λυόμενοι
|
αἱ
τῶν
ταῖς
τὰς
ὦ
|
λυόμεναι
λυομένων
λυομέναις
λυομένας
λυόμεναι
|
τὰ
τῶν
τοῖς
τὰ
ὦ
|
λυόμενα
λυομένων
λυομένοις
λυομένα
λυόμενα
|
Κατά τον ίδιο τρόπο κλίνονται και οι μετοχές:λυσόμενος, -η, -ον // λυσάμενος, -η, -ον // λελυμένος, -η, -ον τιμώμενος, -η, -ον // ποιούμενος, -η, -ον // δηλούμενος, -η, -ον δεικνύμενος, -η, -ον // τιθέμενος, -η, -ον, κ.τ.λ. |
Τριτόκλιτες μετοχές
|
---|
Οι τριτόκλιτες μετοχές λήγουν σε:
|
1 | -ας, -ασα, -ανκλίνονται όπως το επίθετο πᾶς, πᾶσα, πᾶν | ||||
---|---|---|---|---|---|
αρσενικό
|
θηλυκό
|
ουδέτερο
| |||
ὁ
τοῦ
τῷ
τὸν
ὦ
|
λύσας
λύσαντος
λύσαντι
λύσαντα
λύσας
|
ἡ
τῆς
τῇ
τὴν
ὦ
|
λύσασα
λυσάσης
λυσάσῃ
λύσασαν
λύσασα
|
τὸ
τοῦ
τῷ
τὸ
ὦ
|
λῦσαν
λύσαντος
λύσαντι
λῦσαν
λῦσαν
|
οἱ
τῶν
τοῖς
τοὺς
ὦ
|
λύσαντες
λυσάντων
λύσασι
λύσαντας
λύσαντες
|
αἱ
τῶν
ταῖς
τὰς
ὦ
|
λύσασαι
λυσασῶν
λυσάσαις
λυσάσας
λύσασαι
|
τὰ
τῶν
τοῖς
τὰ
ὦ
|
λύσαντα
λυσάντων
λύσασι
λύσαντα
λύσαντα
|
2 | -είς, -εῖσα, -ὲνκλίνονται όπως το επίθετο χαρίεις, χαρίεσσα, χαρίεν | ||||
---|---|---|---|---|---|
αρσενικό
|
θηλυκό
|
ουδέτερο
| |||
ὁ
τοῦ
τῷ
τὸν
ὦ
|
λυθεὶς
λυθέντος
λυθέντι
λυθέντα
λυθεὶς
|
ἡ
τῆς
τῇ
τὴν
ὦ
|
λυθεῖσα
λυθείσης
λυθείσῃ
λυθεῖσαν
λυθεῖσα
|
τὸ
τοῦ
τῷ
τὸ
ὦ
|
λυθὲν
λυθέντος
λυθέντι
λυθὲν
λυθὲν
|
οἱ
τῶν
τοῖς
τοὺς
ὦ
|
λυθέντες
λυθέντων
λυθεῖσι
λυθέντας
λυθέντες
|
αἱ
τῶν
ταῖς
τὰς
ὦ
|
λυθεῖσαι
λυθεισῶν
λυθείσαις
λυθείσας
λυθεῖσαι
|
τὰ
τῶν
τοῖς
τὰ
ὦ
|
λυθέντα
λυθέντων
λυθεῖσι
λυθέντα
λυθέντα
|
3 | -οὺς, -οῦσα, -ὸνόπως το ουσιαστικό ὁ ὀδούς | ||||
---|---|---|---|---|---|
αρσενικό
|
θηλυκό
|
ουδέτερο
| |||
ὁ
τοῦ
τῷ
τὸν
ὦ
|
γνοὺς
γνόντος
γνόντι
γνόντα
γνοὺς
|
ἡ
τῆς
τῇ
τὴν
ὦ
|
γνοῦσα
γνούσης
γνούσῃ
γνοῦσαν
γνοῦσα
|
τὸ
τοῦ
τῷ
τὸ
ὦ
|
γνὸν
γνόντος
γνόντι
γνὸν
γνὸν
|
οἱ
τῶν
τοῖς
τοὺς
ὦ
|
γνόντες
γνόντων
γνοῦσι
γνόντας
γνόντες
|
αἱ
τῶν
ταῖς
τὰς
ὦ
|
γνοῦσαι
γνουσῶν
γνούσαις
γνούσας
γνοῦσαι
|
τὰ
τῶν
τοῖς
τὰ
ὦ
|
γνόντα
γνόντων
γνοῦσι
γνὸντα
γνὸντα
|
4 | -ὺς, -ῦσα, -ὺνόπως το ουσιαστικό ὁ ἱμὰς | ||||
---|---|---|---|---|---|
αρσενικό
|
θηλυκό
|
ουδέτερο
| |||
ὁ
τοῦ
τῷ
τὸν
ὦ
|
δεικνὺς
δεικνύντος
δεικνύντι
δεικνύντα
δεικνὺς
|
ἡ
τῆς
τῇ
τὴν
ὦ
|
δεικνῦσα
δεικνύσης
δεικνύσῃ
δεικνῦσαν
δεικνῦσα
|
τὸ
τοῦ
τῷ
τὸ
ὦ
|
δεικνὺν
δεικνύντος
δεικνύντι
δεικνὺν
δεικνὺν
|
οἱ
τῶν
τοῖς
τοὺς
ὦ
|
δεικνύντες
δεικνύντων
δυκνεῖσι
δεικνύντας
δεικνύντες
|
αἱ
τῶν
ταῖς
τὰς
ὦ
|
δεικνῦσαι
δεικνυσῶν
δεικνύσαις
δεικνύσας
δεικνῦσαι
|
τὰ
τῶν
τοῖς
τὰ
ὦ
|
δεικνύντα
δεικνύντων
δεικνῦσι
δεικνύντα
δεικνύντα
|
5 | -ων, -ουσα, -ονκλίνονται όπως το επίθετο ἄκων, ἄκουσα, ἆκον | ||||
---|---|---|---|---|---|
αρσενικό
|
θηλυκό
|
ουδέτερο
| |||
ὁ
τοῦ
τῷ
τὸν
ὦ
|
λύ-ων
λύ-οντος
λύ-οντι
λύ-οντα
λύ-ων
|
ἡ
τῆς
τῇ
τὴν
ὦ
|
λύ-ουσα
λυ-ούσης
λυ-ούσῃ
λύ-ουσαν
λύ-ουσα
|
τὸ
τοῦ
τῷ
τὸ
ὦ
|
λῦ-ον
λύ-οντος
λύ-οντι
λῦ-ον
λῦ-ον
|
οἱ
τῶν
τοῖς
τοὺς
ὦ
|
λύ-οντες
λυ-ὀντων
λύ-ουσι
λύ-οντας
λύ-οντες
|
αἱ
τῶν
ταῖς
τὰς
ὦ
|
λύ-ουσαι
λυ-ουσῶν
λυ-ούσαις
λυ-ούσας
λύ-ουσαι
|
τὰ
τῶν
τοῖς
τὰ
ὦ
|
λύ-οντα
λυ-όντων
λύ-ουσι
λύ-οντα
λύ-οντα
|
6 | -ῶν, -ῶσα, -ῶνόπως το ουσιαστικό ὁ ἱμὰς | ||||
---|---|---|---|---|---|
αρσενικό
|
θηλυκό
|
ουδέτερο
| |||
ὁ
τοῦ
τῷ
τὸν
ὦ
|
τιμ-ῶν
τιμ-ῶντος
τιμ-ῶντι
τιμ-ῶντα
τιμ-ῶν
|
ἡ
τῆς
τῇ
τὴν
ὦ
|
τιμ-ῶσα
τιμ-ώσης
τιμ-ώσῃ
τιμ-ῶσαν
τιμ-ῶσα
|
τὸ
τοῦ
τῷ
τὸ
ὦ
|
τιμ-ῶν
τιμ-ῶντος
τιμ-ῶντι
τιμ-ῶν
τιμ-ῶν
|
οἱ
τῶν
τοῖς
τοὺς
ὦ
|
τιμ-ῶντες
τιμ-ώντων
τιμ-ῶσι
τιμ-ῶντας
τιμ-ῶντες
|
αἱ
τῶν
ταῖς
τὰς
ὦ
|
τιμ-ῶσαι
τιμ-ωσῶν
τιμ-ώσαις
τιμ-ώσας
τιμ-ῶσαι
|
τὰ
τῶν
τοῖς
τὰ
ὦ
|
τιμ-ῶντα
τιμ-ώντων
τιμ-ῶσι
τιμ-ῶντα
τιμ-ῶντα
|
7 | -ῶν, -oῦσα, -οῦνόπως το ουσιαστικό ὁ πλακοῦς | ||||
---|---|---|---|---|---|
αρσενικό
|
θηλυκό
|
ουδέτερο
| |||
ὁ
τοῦ
τῷ
τὸν
ὦ
|
δηλ-ῶν
δηλ-οῦντος
δηλ-οῦντι
δηλ-οῦντα
δηλ-ῶν
|
ἡ
τῆς
τῇ
τὴν
ὦ
|
δηλ-οῦσα
δηλ-ούσης
δηλ-ούσῃ
δηλ-οῦσαν
δηλ-οῦσα
|
τὸ
τοῦ
τῷ
τὸ
ὦ
|
δηλ-οῦν
δηλ-οῦντος
δηλ-οῦντι
δηλ-οῦν
δηλ-οῦν
|
οἱ
τῶν
τοῖς
τοὺς
ὦ
|
δηλ-οῦντες
δηλ-ούντων
δηλ-οῦσι
δηλ-οῦντας
δηλ-οῦντες
|
αἱ
τῶν
ταῖς
τὰς
ὦ
|
δηλ-οῦσαι
δηλ-ουσῶν
δηλ-ούσαις
δηλ-ούσας
δηλ-οῦσαι
|
τὰ
τῶν
τοῖς
τὰ
ὦ
|
δηλ-οῦντα
δηλ-ούντων
δηλ-οῦσι
δηλ-οῦντα
δηλ-οῦντα
|
8 | -ὼς, -υῖα, -ὸς | ||||
---|---|---|---|---|---|
αρσενικό
|
θηλυκό
|
ουδέτερο
| |||
ὁ
τοῦ
τῷ
τὸν
ὦ
|
λελυκ-ὼς
λελυκ-ότος
λελυκ-ότι
λελυκ-ότα
λελυκ-ὠς
|
ἡ
τῆς
τῇ
τὴν
ὦ
|
λελυκ-υῖα
λελυκ-υίας
λελυκ-υίᾳ
λελυκ-υῖαν
λελυκ-υῖα
|
τὸ
τοῦ
τῷ
τὸ
ὦ
|
λελυκ-ὸς
λελυκ-ότος
λελυκ-ότι
λελυκ-ὸς
λελυκ-ὸς
|
οἱ
τῶν
τοῖς
τοὺς
ὦ
|
λελυκ-ότες
λελυκ-ότων
λελυκ-όσι
λελυκ-ότας
λελυκ-ότες
|
αἱ
τῶν
ταῖς
τὰς
ὦ
|
λελυκ-υῖαι
λελυκ-υιῶν
λελυκ-υίαις
λελυκ-υίας
λελυκ-υῖαι
|
τὰ
τῶν
τοῖς
τὰ
ὦ
|
λελυκ-ότα
λελυκ-ότων
λελυκ-όσι
λελυκ-ότα
λελυκ-ότα
|
9 | -ὼς, -ῶσα, -ὼς ή -ὸς | ||||
---|---|---|---|---|---|
αρσενικό
|
θηλυκό
|
ουδέτερο
| |||
ὁ
τοῦ
τῷ
τὸν
ὦ
|
ἑστ-ὼς
ἑστ-ῶτος
ἑστ-ῶτι
ἑστ-ῶτα
ἑστ-ὼς
|
ἡ
τῆς
τῇ
τὴν
ὦ
|
ἑστ-ῶσα
ἑστ-ώσης
ἑστ-ώσῃ
ἑστ-ῶσαν
ἑστ-ῶσα
|
τὸ
τοῦ
τῷ
τὸ
ὦ
|
ἑστ-ὼς/ὸς
ἑστ-ῶ(ό)τος
ἑστ-ῶ(ό)τι
ἑστ-ὼς/ὸς
ἑστ-ὼς/ὸς
|
οἱ
τῶν
τοῖς
τοὺς
ὦ
|
ἑστ-ῶτες
ἑστ-ὠτων
ἑστ-ῶσι
ἑστ-ῶτας
ἑστ-ῶτες
|
αἱ
τῶν
ταῖς
τὰς
ὦ
|
ἑστ-ῶσαι
ἑστ-ωσῶν
ἑστ-ώσαις
ἑστ-ῶσας
ἑστ-ῶσαι
|
τὰ
τῶν
τοῖς
τὰ
ὦ
|
ἑστ-ῶτα
ἑστ-ῶτων
ἑστ-ῶσι
ἑστ-ῶτα
ἑστ-ῶτα
|
Παρατήρηση: Η κλητική ενικού των τριτόκλιτων μετοχών και στα τρία γένη σχηματίζεται όμοια με την ονομαστική ενικού, π.χ. ὁ ἑστὼς, ὦ ἑστὼς
|
Ασκήσεις
|
---|
ασκήσεις σχολικού βιβλίου
|