Ανάλυση 18ης ενότητας
Παράλληλα κείμενα
Ο Αίσωπος στο κείμενο αυτό μιλάει για κάποιον, ο οποίος έχασε το τσεκούρι του στο ποτάμι, καθώς έκοβε ξύλα. Επειδή το ορμητικό ρέμα παρέσυρε το τσεκούρι, ο ξυλοκόπος έκλαιγε απαρηγόρητος. Τότε ο θεός Ερμής τον λυπήθηκε και τον πλησίασε. Όταν έμαθε τι συμβαίνει, έπεσε στο νερό κι έφερε πάνω ένα τσεκούρι χρυσό. Όταν ο Ερμής τον ρώτησε αν είναι αυτό το τσεκούρι του, εκείνος απάντησε αρνητικά. Ο θεός έπεσε πάλι στο νερό κι έφερε πάνω ένα τσεκούρι ασημένιο. Κι όταν τον ρώτησε ξανά, αν είναι αυτό το τσεκούρι του, ο ξυλοκόπος απάντησε ξανά αρνητικά. Ο Ερμής έπεσε για τρίτη φορά στο νερό κι έφερε πάνω το τσεκούρι του ξυλοκόπου. Τότε ο άνθρωπος αναγνώρισε το τσεκούρι του κι ο θεός, λόγω της εντιμότητας του ξυλοκόπου, τού χάρισε και τα τρία τσεκούρια. Το γεγονός αυτό διηγήθηκε ο ξυλοκόπος στους συντρόφους του. Τότε ένας απ' αυτούς έκανε τα ίδια. Πήρε ένα τσεκούρι και κοντά στο ίδιο ποτάμι άρχισε να κόβει ξύλα. Την ώρα εκείνη άφησε σκόπιμα το τσεκούρι του να πέσει στη θάλασσα κι άρχισε να κλαίει για την απώλειά του. Ο Ερμής παρουσιάστηκε και σ' αυτόν και ζήτησε να μάθει τι συμβαίνει. Εκείνος του ανέφερε την απώλεια του τσεκουριού του. Ο Ερμής έπεσε στο νερό κι έφερε πάνω ένα χρυσό τσεκούρι. Τον ρώτησε αν ήταν εκείνο το τσεκούρι του κι εκείνος από την επιθυμία για κέρδος απάντησε πως ήταν αυτό που έχασε. Ο Ερμής τότε όχι μόνο δεν του έδωσε το χρυσό τσεκούρι, αλλά δεν του επέστρεψε ούτε το δικό του.
Το κείμενο και η μετάφρασή του
Ξυλευόμενός τις παρὰ τινα ποταμόν
|
Κάποιος καθώς έκοβε ξύλα κοντά σε ένα ποτάμι,
|
ἀπέβαλε τὸν πέλεκυν.
|
έχασε το τσεκούρι του.
|
Τοῦ δὲ ῥεύματος παρασύραντος αὐτὸν ὠδύρετο,
|
Kαι, επειδή το ρεύμα το παρέσυρε, έκλαιγε,
|
μέχρις οὗ ὁ Ἑρμῆς ἐλεήσας αὐτόν ἧκε.
|
μέχρι που ο Ερμής τον λυπήθηκε και ήρθε (κοντά του).
|
Καὶ μαθών παρ’ αὐτοῦ τὴν αἰτίαν, δι’ ἥν ἔκλαιε,
|
Και αφού έμαθε από αυτόν την αιτία, για την οποία έκλαιγε,
|
τὸ μὲν πρῶτον καταβὰς ἀνήνεγκε
|
την πρώτη φορά βούτηξε στο ποτάμι κι έφερε πάνω
|
αὐτῷ χρυσοῦν πέλεκυν
|
γι’ αυτόν ένα χρυσό τσεκούρι
|
καὶ ἐπυνθάνετο, εἰ οὗτος εἴη αὐτοῦ.
|
και τον ρωτούσε αν αυτό ήταν δικό του.
|
Τοῦ δὲ εἰπόντος μὴ εἶναι τοῦτον
|
Όταν εκείνος του είπε ότι αυτό δεν ήταν δικό του,
|
ἀνήνεγκε ἀργυροῦν
|
του έφερε ένα ασημένιο
|
καὶ ἠρώτα, εἰ ἀπέβαλε τοῦτον.
|
και τον ρωτούσε αν έχασε αυτό.
|
Ἀρνησαμένου δὲ καὶ τοῦτον
|
Όταν αυτός το αρνήθηκε κι αυτό,
|
τὸ τρίτον ἐκόμισεν αὐτῷ τὴν ἰδίαν ἀξίνην.
|
την τρίτη φορά του έφερε το δικό του τσεκούρι.
|
Τοῦ δὲ ἐπιγνόντος
|
Και όταν αυτός το αναγνώρισε,
|
ἀποδεξάμενος τὴν δικαιοσύνην αὐτοῦ
|
ο Ερμής επειδή επιδοκίμασε τη δικαιοσύνη του,
|
πάσας αὐτῷ ἐχαρίσατο.
|
του χάρισε όλα τα τσεκούρια.
|
Καὶ ὅς παραγενόμενος πρὸς τοὺς ἑταίρους
|
Και αυτός, αφού ήρθε στους συντρόφους του,
|
διηγήσατο αὐτοῖς τὰ γεγενημένα.
|
τους διηγήθηκε αυτά που είχαν γίνει.
|
Τῶν δὲ τις ἀναλαβὼν πέλεκυν
|
Κάποιος απ’ αυτούς, αφού πήρε μαζί του ένα τσεκούρι,
|
παρεγένετο ἐπὶ τὸν αὐτὸν ποταμὸν
|
έφτασε στο ίδιο ποτάμι
|
καὶ ξυλευόμενος
|
και καθώς έκοβε ξύλα,
|
ἐπίτηδες ἀφῆκε τὴν ἀξίνην εἰς τὰς δίνας,
|
επίτηδες άφησε το τσεκούρι του στο ρεύμα του ποταμού,
|
καθεζόμενός τε ἔκλαιε.
|
κάθισε και έκλαιγε.
|
Ἐπιφανέντος δὲ Ἑρμοῦ
|
Όταν παρουσιάστηκε σ’ αυτόν ο Ερμής
|
καὶ πυνθανομένου, τὶ τὸ συμβεβηκός εἴη,
|
και τον ρωτούσε τι του είχε συμβεί,
|
ἔλεγε τὴν ἀπώλειαν τοῦ πελέκεως.
|
του ανέφερε την απώλεια του τσεκουριού.
|
Τοῦ δὲ ἀνενεγκόντος αὐτῷ χρυσοῦν
|
Όταν (ο Ερμής) του ανέβασε ένα χρυσό τσεκούρι
|
καὶ διερωτῶντος, εἰ τοῦτο ἀπολώλεκεν,
|
και τον ρωτούσε αν αυτό είχε χάσει,
|
ἐξαφθείς ὑπὸ τοῦ κέρδους
|
επειδή φλεγόταν από την επιθυμία του κέρδους,
|
ἔφασκεν αὐτὸν εἶναι.
|
έλεγε ότι αυτό ήταν.
|
Καὶ ὁ θεός οὐκ ἐχαρίσατο αὐτῷ
|
Και ο θεός δεν του χάρισε το χρυσό τσεκούρι,
|
ἀλλά οὐδὲ τὸν ἴδιον πέλεκυν ἀποκατέστησεν.
|
αλλά ούτε του επέστρεψε το δικό του τσεκούρι.
|
Συντακτική ανάλυση κειμένου
Απαντήσεις στις ερμηνευτικές ερωτήσεις του σχολικού βιβλίου
Χρονικές και εγκλιτικές αντικαταστάσεις των ρημάτων της ενότητας
Λεξιλογικά
Γραμματική
Απαρέμφατο και μετοχή μέσης φωνής
Συντακτικός ρόλος του απαρεμφάτου
ο απαρέμφατο, αφού βρίσκεται μέσα σε μια πρόταση, χρησιμοποιείται ως υποκείμενο, αντικείμενο κ.ά. του ρήματος.
Εφόσον όμως το απαρέμφατο είναι ρηματικός τύπος, τότε συντάσσεται, δηλαδή παίρνει και το ίδιο υποκείμενο, αντικείμενο, κατηγορούμενο κ.τ.λ.
Το υποκείμενο του απαρεμφάτου μπορεί να είναι:
α) το ίδιο με το υποκείμενο του ρήματος (το αυτό πρόσωπο)
β) διαφορετικό από το υποκείμενο του ρήματος (έτερο πρόσωπο)
Στην πρώτη περίπτωση έχουμε ταυτοπροσωπία, ενώ στη δεύτερη ετεροπροσωπία.
Ταυτοπροσωπία
| ||
---|---|---|
Το υποκείμενο του ρήματος
|
είναι ίδιο (το αυτό)
|
με το υποκείμενο τουαπαρέμφατου
|
Υποκείμενο ρήματος
|
Υποκείμενο απαρεμφάτου
|
Ετεροπροσωπία
| ||
---|---|---|
Το υποκείμενο του ρήματος
|
είναι διαφορετικό (έτερο)
|
από το υποκείμενο τουαπαρέμφατου
|
Υποκείμενο ρήματος
Υποκείμενο απαρεμφάτου
|
|
|
|
|
|
Το υποκείμενο της μετοχής - Μετοχή απόλυτη και συνημμένη
Η μετοχή συμφωνεί με το υποκείμενό της στο γένος, στον αριθμό και στην πτώση. Αυτό σημαίνει ότι σε όποιο γένος ή αριθμό ή πτώση βρίσκεται η μετοχή στο ίδιο γένος, αριθμό και πτώση θα βρίσκεται το υποκείμενό της.
| |||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Μετοχή απόλυτη
| |||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Όταν το υποκείμενο της μετοχής είναι λέξη που δεν έχει άλλη συντακτική θέση στην πρόταση και λειτουργεί αποκλειστικά ωςυποκείμενο της μετοχής, τότε η μετοχή λέγεται απόλυτη.
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ:
α) Όπως φαίνεται από τα παραπάνω παραδείγματα η απόλυτη μετοχή εκφέρεται κυρίως σε γενική (Κρέοντος βασιλεύοντος, φορτίου προσγενομένου ) ή σε αιτιατική (περιεσομένους ἡμᾶς). Έτσι οι μετοχές ονομάζονται γενική απόλυτη ή αιτιατική απόλυτη.
β) Με γενική απόλυτη εκφέρεται κάθε επιρρηματική μετοχή προσωπικού ρήματος, εκτός της τελικής.
γ) Με αιτιατική απόλυτη εκφέρεται σπανίως η μετοχή προσωπικού ρήματος. Στην περίπτωση αυτή η μετοχή είναι αιτιολογικήκαι συνοδεύεται από τα μόρια ὡς ή ὥσπερ.
Συνηθέστερη είναι η μετοχή απρόσωπων ρημάτων ή εκφράσεων. Η μετοχή αυτή μπαίνει σε αιτιατική ουδετέρου γένους ενικού συνήθως αριθμού. Οι πιο συνηθισμένες μετοχές σε αιτιατική απόλυτη είναι οι παρακάτω:
ἄδηλον ὄν, ἀδύνατον ὄν, αἰσχρὸν ὄν, γεγραμμένον, δέον, δεῆσον, δίκαιον ὄν, δόξαν, δόξαντα, δυνατὸν ὄν, εἰρημένον,ἐξὸν, μέλον, μεταμέλον, μετὸν, οἷόν τε ὄν, παρασχὸν, παρὸν, πρέπον, προσῆκον, προσταχθὲν προστεταγμένον, ῥᾴδιονὄν, τυχὸν, ὑπάρχον, χρεὼν
| |||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Μετοχή συνημμένη
| |||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Όταν το υποκείμενο της μετοχής είναι ταυτόχρονα και α) υποκείμενο ή β) αντικείμενο του ρήματος ή γ) δοτική προσωπική ή δ) υποκείμενο του απαρεμφάτου, τότε η μετοχή λέγεται συνημμένη.
|
Κλίση των μετοχών
Δευτερόκλιτες μετοχές
|
---|
Οι δευτερόκλιτες μετοχές λήγουν σε -μενος, -μένη, -μένον και κλίνονται όπως τα επίθετα σε -ος, -η, -ον.
|
αρσενικό
|
θηλυκό
|
ουδέτερο
| |||
ὁ
τοῦ
τῷ
τὸν
ὦ
|
λυόμενος
λυομένου
λυομένῳ
λυόμενον
λυόμενε
|
ἡ
τῆς
τῇ
τὴν
ὦ
|
λυομένη
λυομένης
λυομένῃ
λυομένην
λυομένη
|
τὸ
τοῦ
τῷ
τὸ
ὦ
|
λυόμενον
λυομένου
λυομένῳ
λυόμενον
λυόμενον
|
οἱ
τῶν
τοῖς
τοὺς
ὦ
|
λυόμενοι
λυομένων
λυομένοις
λυομένους
λυόμενοι
|
αἱ
τῶν
ταῖς
τὰς
ὦ
|
λυόμεναι
λυομένων
λυομέναις
λυομένας
λυόμεναι
|
τὰ
τῶν
τοῖς
τὰ
ὦ
|
λυόμενα
λυομένων
λυομένοις
λυομένα
λυόμενα
|
Κατά τον ίδιο τρόπο κλίνονται και οι μετοχές:λυσόμενος, -η, -ον // λυσάμενος, -η, -ον // λελυμένος, -η, -ον τιμώμενος, -η, -ον // ποιούμενος, -η, -ον // δηλούμενος, -η, -ον δεικνύμενος, -η, -ον // τιθέμενος, -η, -ον, κ.τ.λ. |
Τριτόκλιτες μετοχές
|
---|
Οι τριτόκλιτες μετοχές λήγουν σε:
|
1 | -ας, -ασα, -ανκλίνονται όπως το επίθετο πᾶς, πᾶσα, πᾶν | ||||
---|---|---|---|---|---|
αρσενικό
|
θηλυκό
|
ουδέτερο
| |||
ὁ
τοῦ
τῷ
τὸν
ὦ
|
λύσας
λύσαντος
λύσαντι
λύσαντα
λύσας
|
ἡ
τῆς
τῇ
τὴν
ὦ
|
λύσασα
λυσάσης
λυσάσῃ
λύσασαν
λύσασα
|
τὸ
τοῦ
τῷ
τὸ
ὦ
|
λῦσαν
λύσαντος
λύσαντι
λῦσαν
λῦσαν
|
οἱ
τῶν
τοῖς
τοὺς
ὦ
|
λύσαντες
λυσάντων
λύσασι
λύσαντας
λύσαντες
|
αἱ
τῶν
ταῖς
τὰς
ὦ
|
λύσασαι
λυσασῶν
λυσάσαις
λυσάσας
λύσασαι
|
τὰ
τῶν
τοῖς
τὰ
ὦ
|
λύσαντα
λυσάντων
λύσασι
λύσαντα
λύσαντα
|
2 | -είς, -εῖσα, -ὲνκλίνονται όπως το επίθετο χαρίεις, χαρίεσσα, χαρίεν | ||||
---|---|---|---|---|---|
αρσενικό
|
θηλυκό
|
ουδέτερο
| |||
ὁ
τοῦ
τῷ
τὸν
ὦ
|
λυθεὶς
λυθέντος
λυθέντι
λυθέντα
λυθεὶς
|
ἡ
τῆς
τῇ
τὴν
ὦ
|
λυθεῖσα
λυθείσης
λυθείσῃ
λυθεῖσαν
λυθεῖσα
|
τὸ
τοῦ
τῷ
τὸ
ὦ
|
λυθὲν
λυθέντος
λυθέντι
λυθὲν
λυθὲν
|
οἱ
τῶν
τοῖς
τοὺς
ὦ
|
λυθέντες
λυθέντων
λυθεῖσι
λυθέντας
λυθέντες
|
αἱ
τῶν
ταῖς
τὰς
ὦ
|
λυθεῖσαι
λυθεισῶν
λυθείσαις
λυθείσας
λυθεῖσαι
|
τὰ
τῶν
τοῖς
τὰ
ὦ
|
λυθέντα
λυθέντων
λυθεῖσι
λυθέντα
λυθέντα
|
3 | -οὺς, -οῦσα, -ὸνόπως το ουσιαστικό ὁ ὀδούς | ||||
---|---|---|---|---|---|
αρσενικό
|
θηλυκό
|
ουδέτερο
| |||
ὁ
τοῦ
τῷ
τὸν
ὦ
|
γνοὺς
γνόντος
γνόντι
γνόντα
γνοὺς
|
ἡ
τῆς
τῇ
τὴν
ὦ
|
γνοῦσα
γνούσης
γνούσῃ
γνοῦσαν
γνοῦσα
|
τὸ
τοῦ
τῷ
τὸ
ὦ
|
γνὸν
γνόντος
γνόντι
γνὸν
γνὸν
|
οἱ
τῶν
τοῖς
τοὺς
ὦ
|
γνόντες
γνόντων
γνοῦσι
γνόντας
γνόντες
|
αἱ
τῶν
ταῖς
τὰς
ὦ
|
γνοῦσαι
γνουσῶν
γνούσαις
γνούσας
γνοῦσαι
|
τὰ
τῶν
τοῖς
τὰ
ὦ
|
γνόντα
γνόντων
γνοῦσι
γνὸντα
γνὸντα
|
4 | -ὺς, -ῦσα, -ὺνόπως το ουσιαστικό ὁ ἱμὰς | ||||
---|---|---|---|---|---|
αρσενικό
|
θηλυκό
|
ουδέτερο
| |||
ὁ
τοῦ
τῷ
τὸν
ὦ
|
δεικνὺς
δεικνύντος
δεικνύντι
δεικνύντα
δεικνὺς
|
ἡ
τῆς
τῇ
τὴν
ὦ
|
δεικνῦσα
δεικνύσης
δεικνύσῃ
δεικνῦσαν
δεικνῦσα
|
τὸ
τοῦ
τῷ
τὸ
ὦ
|
δεικνὺν
δεικνύντος
δεικνύντι
δεικνὺν
δεικνὺν
|
οἱ
τῶν
τοῖς
τοὺς
ὦ
|
δεικνύντες
δεικνύντων
δυκνεῖσι
δεικνύντας
δεικνύντες
|
αἱ
τῶν
ταῖς
τὰς
ὦ
|
δεικνῦσαι
δεικνυσῶν
δεικνύσαις
δεικνύσας
δεικνῦσαι
|
τὰ
τῶν
τοῖς
τὰ
ὦ
|
δεικνύντα
δεικνύντων
δεικνῦσι
δεικνύντα
δεικνύντα
|
5 | -ων, -ουσα, -ονκλίνονται όπως το επίθετο ἄκων, ἄκουσα, ἆκον | ||||
---|---|---|---|---|---|
αρσενικό
|
θηλυκό
|
ουδέτερο
| |||
ὁ
τοῦ
τῷ
τὸν
ὦ
|
λύ-ων
λύ-οντος
λύ-οντι
λύ-οντα
λύ-ων
|
ἡ
τῆς
τῇ
τὴν
ὦ
|
λύ-ουσα
λυ-ούσης
λυ-ούσῃ
λύ-ουσαν
λύ-ουσα
|
τὸ
τοῦ
τῷ
τὸ
ὦ
|
λῦ-ον
λύ-οντος
λύ-οντι
λῦ-ον
λῦ-ον
|
οἱ
τῶν
τοῖς
τοὺς
ὦ
|
λύ-οντες
λυ-ὀντων
λύ-ουσι
λύ-οντας
λύ-οντες
|
αἱ
τῶν
ταῖς
τὰς
ὦ
|
λύ-ουσαι
λυ-ουσῶν
λυ-ούσαις
λυ-ούσας
λύ-ουσαι
|
τὰ
τῶν
τοῖς
τὰ
ὦ
|
λύ-οντα
λυ-όντων
λύ-ουσι
λύ-οντα
λύ-οντα
|
6 | -ῶν, -ῶσα, -ῶνόπως το ουσιαστικό ὁ ἱμὰς | ||||
---|---|---|---|---|---|
αρσενικό
|
θηλυκό
|
ουδέτερο
| |||
ὁ
τοῦ
τῷ
τὸν
ὦ
|
τιμ-ῶν
τιμ-ῶντος
τιμ-ῶντι
τιμ-ῶντα
τιμ-ῶν
|
ἡ
τῆς
τῇ
τὴν
ὦ
|
τιμ-ῶσα
τιμ-ώσης
τιμ-ώσῃ
τιμ-ῶσαν
τιμ-ῶσα
|
τὸ
τοῦ
τῷ
τὸ
ὦ
|
τιμ-ῶν
τιμ-ῶντος
τιμ-ῶντι
τιμ-ῶν
τιμ-ῶν
|
οἱ
τῶν
τοῖς
τοὺς
ὦ
|
τιμ-ῶντες
τιμ-ώντων
τιμ-ῶσι
τιμ-ῶντας
τιμ-ῶντες
|
αἱ
τῶν
ταῖς
τὰς
ὦ
|
τιμ-ῶσαι
τιμ-ωσῶν
τιμ-ώσαις
τιμ-ώσας
τιμ-ῶσαι
|
τὰ
τῶν
τοῖς
τὰ
ὦ
|
τιμ-ῶντα
τιμ-ώντων
τιμ-ῶσι
τιμ-ῶντα
τιμ-ῶντα
|
7 | -ῶν, -oῦσα, -οῦνόπως το ουσιαστικό ὁ πλακοῦς | ||||
---|---|---|---|---|---|
αρσενικό
|
θηλυκό
|
ουδέτερο
| |||
ὁ
τοῦ
τῷ
τὸν
ὦ
|
δηλ-ῶν
δηλ-οῦντος
δηλ-οῦντι
δηλ-οῦντα
δηλ-ῶν
|
ἡ
τῆς
τῇ
τὴν
ὦ
|
δηλ-οῦσα
δηλ-ούσης
δηλ-ούσῃ
δηλ-οῦσαν
δηλ-οῦσα
|
τὸ
τοῦ
τῷ
τὸ
ὦ
|
δηλ-οῦν
δηλ-οῦντος
δηλ-οῦντι
δηλ-οῦν
δηλ-οῦν
|
οἱ
τῶν
τοῖς
τοὺς
ὦ
|
δηλ-οῦντες
δηλ-ούντων
δηλ-οῦσι
δηλ-οῦντας
δηλ-οῦντες
|
αἱ
τῶν
ταῖς
τὰς
ὦ
|
δηλ-οῦσαι
δηλ-ουσῶν
δηλ-ούσαις
δηλ-ούσας
δηλ-οῦσαι
|
τὰ
τῶν
τοῖς
τὰ
ὦ
|
δηλ-οῦντα
δηλ-ούντων
δηλ-οῦσι
δηλ-οῦντα
δηλ-οῦντα
|
8 | -ὼς, -υῖα, -ὸς | ||||
---|---|---|---|---|---|
αρσενικό
|
θηλυκό
|
ουδέτερο
| |||
ὁ
τοῦ
τῷ
τὸν
ὦ
|
λελυκ-ὼς
λελυκ-ότος
λελυκ-ότι
λελυκ-ότα
λελυκ-ὠς
|
ἡ
τῆς
τῇ
τὴν
ὦ
|
λελυκ-υῖα
λελυκ-υίας
λελυκ-υίᾳ
λελυκ-υῖαν
λελυκ-υῖα
|
τὸ
τοῦ
τῷ
τὸ
ὦ
|
λελυκ-ὸς
λελυκ-ότος
λελυκ-ότι
λελυκ-ὸς
λελυκ-ὸς
|
οἱ
τῶν
τοῖς
τοὺς
ὦ
|
λελυκ-ότες
λελυκ-ότων
λελυκ-όσι
λελυκ-ότας
λελυκ-ότες
|
αἱ
τῶν
ταῖς
τὰς
ὦ
|
λελυκ-υῖαι
λελυκ-υιῶν
λελυκ-υίαις
λελυκ-υίας
λελυκ-υῖαι
|
τὰ
τῶν
τοῖς
τὰ
ὦ
|
λελυκ-ότα
λελυκ-ότων
λελυκ-όσι
λελυκ-ότα
λελυκ-ότα
|
9 | -ὼς, -ῶσα, -ὼς ή -ὸς | ||||
---|---|---|---|---|---|
αρσενικό
|
θηλυκό
|
ουδέτερο
| |||
ὁ
τοῦ
τῷ
τὸν
ὦ
|
ἑστ-ὼς
ἑστ-ῶτος
ἑστ-ῶτι
ἑστ-ῶτα
ἑστ-ὼς
|
ἡ
τῆς
τῇ
τὴν
ὦ
|
ἑστ-ῶσα
ἑστ-ώσης
ἑστ-ώσῃ
ἑστ-ῶσαν
ἑστ-ῶσα
|
τὸ
τοῦ
τῷ
τὸ
ὦ
|
ἑστ-ὼς/ὸς
ἑστ-ῶ(ό)τος
ἑστ-ῶ(ό)τι
ἑστ-ὼς/ὸς
ἑστ-ὼς/ὸς
|
οἱ
τῶν
τοῖς
τοὺς
ὦ
|
ἑστ-ῶτες
ἑστ-ὠτων
ἑστ-ῶσι
ἑστ-ῶτας
ἑστ-ῶτες
|
αἱ
τῶν
ταῖς
τὰς
ὦ
|
ἑστ-ῶσαι
ἑστ-ωσῶν
ἑστ-ώσαις
ἑστ-ῶσας
ἑστ-ῶσαι
|
τὰ
τῶν
τοῖς
τὰ
ὦ
|
ἑστ-ῶτα
ἑστ-ῶτων
ἑστ-ῶσι
ἑστ-ῶτα
ἑστ-ῶτα
|
Παρατήρηση: Η κλητική ενικού των τριτόκλιτων μετοχών και στα τρία γένη σχηματίζεται όμοια με την ονομαστική ενικού, π.χ. ὁ ἑστὼς, ὦ ἑστὼς
|
Ασκήσεις
|
---|
ασκήσεις σχολικού βιβλίου
|
τα αρχαια ειναι τελεια
ΑπάντησηΔιαγραφή