ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΠΑΜΠΙΝΙΩΤΗΣ | Κυριακή 11 Ιουλίου 2010
Σε ώρες περισυλλογής αναρωτιέμαι πώς μπορεί η ελληνική Εκπαίδευση να μορφώσει σκεπτόμενους πολίτες με ανεπτυγμένη ικανότητα κρίσης που να μπορούν να αντιμετωπίσουν κρίσεις οικονομικές, όπως αυτή που μάς βρήκε,κρίσεις ηθικές σε σχέση με την ουσία και τις προτεραιότητες στη ζωή τού ανθρώπου, κρίσεις αξιών,κρίσεις...
Η απάντηση που μού βγαίνει σχεδόν αυθόρμητα είναι ότι για να δημιουργήσεις σκεπτόμενους πολίτες απαιτείται ένα ριζικά ανανεωμένο εκπαιδευτικό σύστημα που θα μετακινηθεί αμετάκλητα από την παθητική γνώση στην κριτική σκέψη. Σκέπτομαι πως αυτό μπορεί να επιτευχθεί αν αλλάξει εκ βάθρων ο τρόπος διδασκαλίας στο σχολείο με αυτόν τον παιδευτικό στόχο. Αν ασκήσουμε τους μαθητές μας να αυτενεργούν: να αναζητούν οι ίδιοι (συνεργαζόμενοι κατά ομάδες) τις πληροφορίες για τα διδασκόμενα αντικείμενα, να ανατρέχουν σε βιβλία, να δουλεύουν σε σχολικές βιβλιοθήκες, να αξιοποιούν την εκπαιδευτική τεχνολογία (το Διαδίκτυο), να ψάχνουν, να συζητούν, να ρωτούν, να βρίσκουν. Αυτές τις πληροφορίες αν οι ίδιοι οι μαθητές δουλέψουν από κοινού να τις οργανώσουν, αν τις παρουσιάσουν και τις συζητήσουν μεταξύ τους και μέσα στην τάξη με διακριτικό ενορχηστρωτή πάντα τον δάσκαλο, τότε θα γίνει το θαύμα: θα μάθουν να κρίνουν, να συζητούν, να επιχειρηματολογούν, που σημαίνει να σκέπτονται. Τότε θα αλλάξει όλο το κλίμα στο σχολείο. Τότε μπορεί να έλθει η ευλογημένη ώρα που οι μαθητές θα εκτιμήσουν και θα αγαπήσουν το σχολείο. Τότε και ο δάσκαλος θα αλλάξει ρόλο, περνώντας από τη διδακτική ρουτίνα στην αληθινά δημιουργική διδασκαλία, μια διαδικασία που και τον ίδιο θα γεμίζει ψυχικά και που θα εμπνέει τους μαθητές του. Ολα αυτά, σκέπτομαι πάλι, προϋποθέτουν αλλαγή τού σχολικού («αναλυτικού») προγράμματος, επιμόρφωση των εκπαιδευτικών και συγκρότηση σχολικών βιβλιοθηκών. Ολα αυτά- παρηγοριέμαι- περιλαμβάνονται ήδη ρητά και αναλυτικά στο Πόρισμα τού Εθνικού Διαλόγου για την Παιδεία. Ολα αυτά, λέω στον εαυτό μου, μπορούν να γίνουν. Μπορούμε πράγματι να μορφώσουμε πολίτες σκεπτόμενους, υπεύθυνους, δημοκρατικούς, κοινωνικά ευαίσθητους, πολίτες που να μπορούν να οργανώσουν δημιουργικά τη ζωή και να προλάβουν ή να αντιμετωπίσουν τις όποιες κρίσεις. Γιατί μια κρίση δεν είναι ποτέ μόνο καθαρά οικονομική. Έχει σχέση με πολιτικές επιλογές και πράξεις, δηλαδή με τον τρόπο σκέψεως κυβερνώντων και πολιτών και, τελικά, έχει άμεση σχέση με την παιδεία τους.
Πάλι αναρωτιέμαι: Όλα αυτά δεν προϋποθέτουν ότι μάς ενδιαφέρει ο πολιτισμός, ότι μάς ενδιαφέρει μια παιδεία ουσίας, πραγματικής καλλιέργειας, και ιδιαίτερα μια ελληνική παιδεία; Μάς ενδιαφέρει πράγματι να γνωρίσουν τα παιδιά μας τον ελληνικό πολιτισμό, τις ρίζες τους, την κληρονομιά τους, την παράδοσή τους; Μπορούμε να πετύχουμε μια τέτοια παιδεία, μια δημιουργική επαφή με τον πολιτισμό μας;
Η απάντηση μού βγαίνει σκληρή: Ο ελληνικός πολιτισμός και η ελληνική παιδεία στη χώρα μας είναι υποτιμημένες αξίες! Κάποια στιγμή- από ακατανόητη και αδικαιολόγητη παρεξήγηση- το να μιλάς για ελληνικότητα, ελληνισμό, ελληνική παράδοση κ.λπ. θεωρήθηκε εθνικισμός, πατριδολατρία, προγονοπληξία κ.τ.ό. Έφτασε να θεωρείται κανείς υπερσυντηρητικός, δεξιός, αντιπροοδευτικός κ.λπ., αν υποστήριζε την ανάγκη συστηματικής διδασκαλίας τής διαχρονίας τής γλώσσας μας στο σχολείο, τη διδασκαλία τού αρχαίου λόγου και την άμεση επαφή των μαθητών με το κείμενο, με ό,τι ο Σεφέρης αποκαλούσε τα «παλαιότερα Ελληνικά μας». Αυτή η στάση μπορεί να ξεκίνησε καλοπροαίρετα ως αντίδραση σε ακραίες θέσεις που είχαν υπάρξει πράγματι στο παρελθόν, ως αντίθεση σε ξεπερασμένες μεθόδους διδασκαλίας και σε προσπάθειες υπερπροβολής τής ελληνικής αρχαιότητας εις βάρος τού Νέου Ελληνισμού, οδήγησε όμως στο άλλο άκρο: σε παραμέληση τής επαφής με τη διαχρονία τού Ελληνισμού και σε υπονόμευση τής συνέχειας που διακρίνει ιστορικά και πολιτισμικά τον Ελληνισμό, με αδιάψευστη μαρτυρία τη γλώσσα μας. Έτσι καλλιεργήθηκε μια, σε μεγάλη έκταση, τεχνητή ιδεολογική σύγκρουση ανάμεσα στον Νέο Ελληνισμό και στις παλαιότερες μορφές τού ελληνικού πολιτισμού (Αρχαιότητα και Βυζάντιο), τεχνητή γιατί στην πραγματικότητα ούτε οι μεν ούτε οι δε απέρριπταν ό,τι προηγήθηκε ή ό,τι ακολούθησε, απλώς το υπέτασσαν, δεν το προέβαλλαν ή, στη χειρότερη περίπτωση, το υποβάθμιζαν.
Οι εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις στην Ελλάδα είναι σαφή δείγματα αυτού τού «πολιτισμικού ψευδοδιλήμματος», που παραβλέπει ότι Ελληνισμός και ελληνικότητα, εγγενώς και κατά ιστορική αναγκαιότητα, έχουν και τις δύο διαστάσεις, την παλαιότερη και τη νεότερη, με συνεκτικό στοιχείο ό,τι ονομάζουμε συνέχεια, η οποία είναι μια δυναμική έννοια που δεν σημαίνει στατικότητα ή έλλειψη μεταβολών και εξέλιξης. Ούτε η ελληνική γλώσσα λ.χ. μπορεί δημιουργικά να διδαχθεί ερήμην τής γλωσσικής μας διαχρονίας (μολονότι η έμφαση πρέπει να δίδεται στα σύγχρονα, βεβαίως, με συστηματική αναφορά στα παλαιότερα Ελληνικά μας) ούτε και η ιστορία μας μπορεί να διδαχθεί αποκομμένη από προηγηθείσες χρονικές φάσεις και πολιτισμικές καταβολές που φωτίζουν τα νεότερα. Ιδιαίτερα ο ιστορικός πρέπει να είναι εξαιρετικά προσεκτικός, ώστε στην προσπάθεια τής ιστορικής περιγραφής ή αποτίμησης των γεγονότων να μην τραυματίζει την ευαισθησία των ανθρώπων χωρίς και να θυσιάζει την αλήθεια. Πρόκειται για πολύ λεπτές προσεγγίσεις που απαιτούν και γνώση και μαστοριά. Η ιστορική αλήθεια, όταν είναι πράγματι αλήθεια και όταν δίδεται σωστά, δεν πληγώνει. Διδάσκει.