Η ταυτότητα ενός άσσου των γηπέδων, ένα καθεστώς που θα απαγορεύσει στις εφημερίδες να γράφουν το όνομα του, ένας νεαρός δημοσιογράφος και μετέπειτα επιτυχημένος εκδότης, μία φημολογούμενη συνάντηση με έναν εστεμμένο, μία τρανσέξουαλ εγχειρισμένη στην Καζαμπλάνκα, ένα στεφάνι σε μία κηδεία που φέρει την υπογραφή της μεγαλύτερης τρομοκρατικής οργάνωσης που γνώρισε η χώρα, μία τζάγκουαρ ενός γνωστού μεγαλοεπιχειρηματία, ένας έρωτας που γεννήθηκε στο κρεβάτι ενός νοσοκομείου. Α, και ένας κορυφαίος σήμερα ηθοποιός στο κινηματογραφικό του ντεμπούτο να αναπαριστά την ζωή του. Τι είναι όλα αυτά;
Θα μπορούσε κάλλιστα να είναι μία ταινία του Αλμοδόβαρ είναι όμως κομπάρσοι και στιγμές στην πλέον εντυπωσιακή και πολυτάραχη ζωή “κακοποιού” που γνώρισε ποτέ αυτή η χώρα. Του Θοδωρή Βενάρδου που έκοψε το νήμα της ζωής του πριν από τριάντα χρόνια, στις 10 Ιουλίου του 1984. Του “ληστή με τις γλαδιόλες” που γοήτευσε και αγάπησε το πανελλήνιο.
Ένα μονόστηλο τριών γραμμών σε ένα αλμανάκ του 1984, που αναφερόταν στην αυτοκτονία του, ήταν η αφορμή για να περάσουμε ώρες στα ψαχτήρια του ιντερνετ, να βουτήξουμε στην σκόνη των αρχείων, να γεμίσουμε τα χέρια μας μελάνι από κιτρινισμένες εφημερίδες και να ψάχνουμε απεγνωσμένα στα τηλέφωνα ανθρώπους που τον είχαν ζήσει από κοντά για να μάθουμε τα πάντα για αυτόν. Γιατί; Γιατί όσο περισσότερο διάβαζες και μάθαινες για τον Βενάρδο τόσο καταλάβαινες ότι ήταν πολύ περισσότερο από έναν όμορφο και μπον βιβέρ ληστή. Έναν άνθρωπο που το σωφρονιστικό σύστημα μην μπορώντας να τον κατανοήσει τον κατέταξε στους “γραφικούς” και τον οδήγησε σε ηλικία μόλις 35 ετών στον θάνατο.
Τα ταραγμένα παιδικά χρόνια
Ο Θοδωρής Βενάρδος γεννήθηκε σε μία τρώγλη του Βοτανικού στις 13 Μαϊου του 1949. Τον πατέρα του, Χρήστο, τον γνώρισε ελάχιστα. Μητέρα του η Φώτω που τον ξεγέννησε στα 15 της. Όταν ο Θοδωρής έγινε τεσσάρων ο πατέρας του έφυγε για την Βραζιλία. Ένα χρόνο αργότερα το ίδιο δρομολόγιο θα ακολουθούσε και η υπόλοιπη οικογένεια η οποία πλέον είχε μεγαλώσει με την προσθήκη της Αννίτας που πλέον ήταν ενός έτους. Τα χρόνια στην Βραζιλία δύσκολα. Πατέρας βίαιος που ξεσπούσε σε ένα εξάχρονο αγόρι. Τον κρεμούσε ανάποδα και τον χτύπαγε γιατί δεν μπορούσε να μάθει καλά ούτε τα ελληνικά ούτε τα βραζιλιάνικα. Θα τον αφήσουν πίσω τους και η μάνα με τα δύο παιδιά θα επιστρέψει στην Αθήνα μετά από τέσσερα χρόνια. Δεν θα τον ξαναδούν ποτέ. Παντρεύτηκε ξανά και δημιούργησε μία νέα οικογένεια ξεχνώντας οριστικά τα δύο του παιδιά στην Ελλάδα. Η μόνη επαφή που είχαν μαζί του ένα γράμμα δύο σειρών: “ Ο καλός Θεός να σας έχει καλά. Εγώ δεν μπορώ. Εχω πόνους στα νεφρά”. Ηταν η πρώτη και η μόνη στιγμή που στο πρόσωπο του μικρού Θοδωρή έσκασε ένα χαμόγελο.
Πίσω στην Αθήνα παντρεύτηκε και η Φώτω. Ο πατριός και αυτός τα πρώτα χρόνια έκανε την ζωή του μικρού ακόμη πιο δύσκολη από ότι ήταν. Η μάνα αποφασίζει να τον δώσει στους γονείς του συζύγου της να τον μεγαλώσουν. “Διωγμένος και από τον παππού που είχε στην Αθήνα μηχανουργείο. Έβαζε το παιδί μου να τρώει κάτω. Τους το 'δωσα γιατί μου είχανε πει πως αφού το άφησε ο πατέρας του θα μπορούσαν εκείνοι να το κάμουν άνθρωπο. Και είπα «σας το δίνω αφού έως τώρα δεν του προσφέρατε τίποτα». Τους το 'δώσα αλλά η γιαγιά του το ΄ρίχνε σε ένα υπόγειο να κοιμάται. Μία φορά πήγε ο Θοδωρής να φύγει με καθαρό πουκάμισο και τον έριξε εκείνη από το ποδήλατο για να βάλει το βρώμικο. Εκείνη την ημέρα είδα το παιδί μου στην Ομόνοια «πως σε έχουν έτσι αγόρι μου;»... Μπήκαμε σε ένα μαγαζί και του αγόρασα ένα μπλε μπλουζάκι. Έκανε πως και τι”.
Ο πρώτος και μοναδικός του γάμος
Γράφτηκε στον “Πυθαγόρα” για να μάθει μηχανουργός όμως τον κέρδισαν τα καράβια και μπάρκαρε με την πρώτη ευκαιρία. Το 1970 έπιασε λιμάνι και κατετάγη στον στρατό για να υπηρετήσει την θητεία του. Μετά από δύο μήνες θα πάρει απολυτήριο λόγω ψυχικής νόσου (σ.σ. αυτό που είχαν καταφέρει να δουν ακόμη και οι στρατιωτικοί γιατροί την περίοδο της χούντας δεν “μπόρεσαν” να το αντιληφθούν στις συνέχεια οι γιατροί των φυλακών). Ξανάρχισε να ταξιδεύει μέχρι τον Δεκέμβριο του 1972 που ξεμπάρκαρε και επέστρεψε στην Αθήνα. Λίγους μήνες μετά στις αρχές του '73 θα γνωρίσει την Δήμητρα Σπηλιώτη την οποία θα παντρευτεί στις 9 Ιούνιου του ίδιου χρόνου. Γάμος που δεν κράτησε παρά μόνο τρεις μήνες. Μαθήτρια ετών 17 η Δήμητρα “ξελογιάζεται” σύμφωνα με τους γονείς της από τον γόη και σύντομα αρχίζουν τα προβλήματα. Σύμφωνα με τον δικηγόρο της οικογένειας που εμφανίσθηκε λίγο μετά την πρώτη σύλληψη του Βενάρδου για να εκμεταλλευτεί την αρνητική δημοσιότητα του και να επιτύχει το – τότε δύσκολο – διαζύγιο, ο ληστής έκανε ανήθικες προτάσεις στην νεαρή σύζυγο του και προσπαθούσε να την εξωθήσει στην πορνεία. Σύμφωνα με την Δήμητρα κάποια στιγμή της είχε αναφέρει: “Υπάρχει καλός κόσμος που πληρώνει πολλά λεφτά για «λουλούδια» σαν εμένα” ενώ τις επαναλάμβανε συνεχώς ότι ήταν “γεννημένος για μεγάλη ζωή”. Τις το απέδειξε μάλιστα είτε με κάρτες με φλογερό περιεχόμενο που έστελνε από Λονδίνο και Σεν Μόριτζ είτε με τούρτες και λουλούδια που την “βομβάρδιζε” μετά από μία εξαφάνιση του.
Η τρανσέξουαλ μνηστή
Αυτό που δεν γνώριζε η σύζυγος είναι ότι ο Βενάρδος είχε και μία δεύτερη κρυφή ερωτική ζωή και μάλιστα με μια τρανσέξουαλ. Σύμφωνα με δημοσίευμα της εφημερίδας “Τα Νέα” λίγο μετά την πρώτη σύλληψη του: “Οι ανακρίσεις για τις εγκληματικές πράξεις του Θεόδωρου Βενάρδου και της συμμορίας του συνεχίζονται από την Γενική Ασφάλεια Αθηνών. Χθες έγινε γνωστό ότι η φίλη του «μαύρου ληστή» είναι πρώην άνδρας, ο οποίος, με χειρουργική επέμβαση στην οποία υποβλήθηκε στην Καζαμπλάνκα, άλλαξε φύλλο και σήμερα ακούει στο όνομα Μπελίντα. Ο Βενάρδος και η Μπελίντα συνελήφθησαν στις 22 περασμένου μηνός (σ.σ. Ιανουάριος 1974) κατά την έξοδο τους από οπλοπωλείο της οδού Αριστείδου, από το οποίο ο ληστής είχε αγοράσει κυνηγετικό όπλο. Η Μπελίντα κρατήθηκε στη Γενική Ασφάλεια επί 9 ημέρες και αφέθη ελευθέρα, διότι αποδείχθηκε ότι όχι μόνο δεν εγνώριζε απολύτως τίποτα για την εγκληματική δραστηριότητα του Βενάρδου, αλλά ούτε καν υποψιαζόταν το παραμικρό. Στην φωτογραφία ο Θεόδωρος Βενάρδος με την Μπελίντα σε κέντρο διασκεδάσεως στην Αθήνα, πολύ πριν από την ληστεία στην Τράπεζα. Ο Βενάρδος συνδεόταν δύο χρόνια με την Μπελίντα και της είχε προτείνει γάμο.”
Οι δύο γυναίκες της ζωής του
Όσες γυναίκες και αν πέρασαν και από την ζωή του, δεν ήταν και λίγες για τα λίγα χρόνια από την ενηλικίωση έως τον εγκλεισμό του, δεν αγάπησε καμία όσο την μητέρα και την αδελφή του. Για χάρη της δεύτερης όταν την συνέλαβαν για πιθανή συνέργεια, έστειλε επιστολή που απειλούσε την χούντα ότι θα βγει στους δρόμους με τανκ αν δεν την άφηναν ελεύθερη. Το ίδιο και ακόμη περισσότερο αγαπούσε την μητέρα του. “Όταν δραπέτευσε από την φυλακή το ’74”, αφηγείται η τελευταία στον Τάκη Τερζή σε ρεπορτάζ του στο «Έθνος», “γλίστρησε από τους αστυνομικούς που είχαν περικυκλώσει το σπίτι μας και μπήκε μέσα, στις 2 μετά τα μεσάνυχτα με μία ανθοδέσμη λουλούδια. Τα έφερα σε σένα μάνα μου, είπε και έπεσε στην αγκαλιά μου”. Αννίτα και κυρά Φώτω ήταν αυτές που πήγαιναν από γραφείο σε γραφείο και εκλιπαρούσαν όταν ο Βενάρδος γυρνούσε τις φυλακές της χώρας και αυτές που παραλάμβαναν τα περισσότερα γράμμα του. Σε κάποια τους έδειχνε την αγάπη του, σε κάποια άλλα μιλούσε ο άλλος του εαυτός, αυτός που τις τρόμαζε. Τότε που ο Θοδωρής τους γινόταν αρχηγός του κόμματος Σπάρτακος και θα τους πήγαινε όλους στο Διεθνές Δικαστήριο. Τους έστελνε και κάρτες με ποιήματα του Καβάφη και του Καριωτάκη, του τελευταίου ένα χρόνο πριν αποδράσει για τελευταία φορά, αυτήν από την ζωή.
“H Αννούλα μου”
H Άννα Βαρδάκη γνωρίστηκε με τον Θοδωρή Βενάρδο το 1981 στο Γενικό Κρατικό Νίκαιας όπου νοσηλεύονταν μετά από μία απόπειρα αυτοκτονίας. Ανέβηκε από περιέργεια, όπως και πολύς κόσμος. Όλοι ήθελαν να δουν από κοντά τον περίφημο “ληστή με τις γλαδιόλες “ σε μία από τις ελάχιστες φορές που αυτός κατάφερνε με τον δικό του μοναδικό τρόπο να ξεγλιστρά από τις φυλακές. Η Άννα ανέβηκεστο δωμάτιο και δεν έφυγε ποτέ από το πλευρό, νοερά και πραγματικά. Ήταν εκεί σε κάθε επισκεπτήριο να του φέρνει τσιγάρα και να τον βλέπει να λιώνει τα τρία τελευταία χρόνια της ζωής του. Σύμφωνα με όσα ανέφερε στο WE του news247, o Πάνος Σόμπολος, ο οποίος πριν από λίγες ημέρες έγραψε ξανά την ιστορία του Βενάρδου για το υπό έκδοση βιβλίο του “Oι αστέρες του εγκληματικού πανθέου”, θυμάται ότι οι δύο νέοι αρραβωνιάστηκαν και τις βέρες τους τις πέρασε η κυρά Φώτω, στις 2 Σεπτεμβρίου του 1982. “Όσες φορές πήγαινα στην φυλακή να τον συναντήσω μου ζήταγε ευγενικά, γιατί ο Θοδωρής αν και κακοποιός δεν είχε χάσει ποτέ την ευγένεια του: «σας παρακαλώ οι δημοσιογράφοι μην ενοχλείται την Αννούλα μου». Την αγαπούσε παράφορα και ήταν και αυτή όπως και η μητέρα και αδελφή του εκεί που στηρίζονταν όταν θα έβγαινε από την φυλακή. Την είδα και την ημέρα της αυτοκτονίας στον Κορυδαλλό, ήταν σε τόσο άσχημη ψυχολογική κατάσταση που σεβάστηκα τον πόνο της και προτίμησα να γυρίσω χωρίς ρεπορτάζ στο γραφείο”.
Σε επιστολή που υπογράφει ο Βενάρδος με το αίμα του δύο χρόνια πριν από την αυτοκτονία του αναφέρει
Κορυδαλλός 6-4-1982
Αγάπη μου, Αννούλα μου γλυκιά
Είχα ατονίση δεν είχα δύναμη να σου γράψω έστω δύο λόγια, αλλά ξυπνώντας στις 4 σήμερα το πρωί και σκαλίζοντας το ραδιό μου πιάνω αναπάντεχα τα τραγούδια μας στα Εφ Εμ και ανάμεσα στα δάκρυα μου αναμνήσεις δικές μου ξετυλίγονται.
Σε παρακαλώ και πάλι να κάνεις το ταχύτερο δυνατόν τα δέοντα να βρεθώ κοντά σου, στην αγκαλιά σου, μακρυά από φυλακές, χωροφύλακες κλπ… γιατί έχει φτάσει ο κόμπος στο χτένι. Εσύ και η αγάπη μας με κρατά από εξτρεμιστικές ενέργειες και αποφάσεις. Και αν παρελπίδα αισθάνεσαι και εσύ κάτι για μένα και δεν υποκρίνεσει γιατί έλυσες το πρόβλημα και καθάρισες το στάρι από την βρώμα (ΟΧΙ ΒΡΩΜΗ) και δεν μου έρχεσει εδώ για φιλανθρωπικούς σκοπούς να δης το ιδρυματιζόμενο παιδάκι σαν κάποια άλλη…! Και τελικά αν με ξεχώρισες από την σέσουλα σαν Θόδωρο και όχι σαν Βενάρδο.
«Δώστα όλα τώρα αφού έχουμε μπει στην τελική ευθεία για να κερδίσουμαι». Αυτά τα εντός εισαγωγικών τα λένε στις κούρσες στον ιππόδρομο (Και ο τολμών νικά). Αλλιώς θα πω ή ταν ή επί τας(Σπαρτιάτες).
Χαιρετισμούς στην Χριστίνα μας και φιλιά στα παιδιά.
Αυτό είναι το τελευταίο γράμμα μου. (σ.σ. υπογράμμιση με αίμα) λυπούμε αλλά αρκετά περίμενα άσκοπα υποκρινόμενος τον μαλάκα.
Σε φιλώ παντού τόσες φορές όσες και τ’ αστέρια που έχουν οι γαλαξίες που μας περιβάλλουν.
Για σένα έκλαψα, πόνεσα, πέθανα (σ.σ. υπογράμμιση με αίμα)για λίγο και όλα αυτά γιατί με εσένα γνώρισα και κατάλαβα την πραγματική αγνή αγάπη που δεν βρίσκεται όπως φένεται εύκολα έστω και αν έχεις σχέσεις με το έτερον ήμισυ.
Πστεύοντας ότι θα καταλάβης το νόημα τις παρούσης επιστολής μου και επειδή είμαι ΤΑΥΡΟΣ. Σε φιλώ για πάντα με απέραντη αγάπη
ο Θόδωρος Βενάρδος σου.
Το τέλος
12.01, μεσημέρι Τρίτης 10 Ιουλίου 1984.
“Θοδωρή, Θοδωρή. Τρέξτε ο Βενάρδος κρεμάστηκε”. H φωνή του φύλακα Μιχάλη Κουρκουνάκη, που έκανε τον τυπικό έλεγχο από κελί σε κελί, τρομάζει φύλακες και συγκρατούμενους . Μαζεύονται όλοι στο κελί 82 της β πτέρυγας του Κορυδαλλού. Το κορμί του, με το βρόχο απ’ το σεντόνι ολόγυρα στο λαιμό, αιωρούνταν από τις σωληνώσεις του καλοριφέρ. Τον λύνουν, του κάνουν μαλάξεις προσπαθούν να τον επαναφέρουν στην ζωή αλλά μάταια. Ήταν πια αργά η τελευταία απόδραση του Θόδωρου Βενάρδου είχε επιτευχθεί. Ήταν αγαπητός σε όλους στην φυλακή. Την επόμενη ημέρα συγκρατούμενοι του θα παραδώσουν 40.000 δραχμές που μάζεψαν από έρανο που έκαναν μεταξύ τους.
Ο αποχαιρετισμός
Ένα περίεργο μωσαϊκό ανθρώπων έχει συγκεντρωθεί στο προαύλιο του ναού της Παναγίας στα Σπάτα: Άνθρωποι της φυλακής που τον αγάπησαν, άνθρωποι της γειτονίας που τον αγάπησαν και αυτοί, νοικοκυραίοι και “ιδιόρρυθμοι”, άνθρωποι του κατεστημένου αλλά και αυτοί του περιθωρίου. Ένα παράξενο συνονθύλευμα κάτω από τον καυτό ήλιο του Ιουλίου τριάντα χρόνια πριν ενώνεται σε έναν κοινό παρονομαστή: την αγάπη τους για τον Βενάρδο. Τον Βενάρδο τον ληστή, τον Βενάρδο τον ναυτικό, τον Βενάρδο τον γόη, τον Βενάρδο με τα χίλια πρόσωπα. Ο καθένας τους αγάπησε και από ένα. Εκεί και η Κατερίνα Γώγου να μην μπορεί να κρατήσει τα δάκρια της. “Ηταν ένας από τους τελευταίους” θα πει.
Ένα στεφάνι δίπλα στην πόρτα που υπογράφουν «τα αήτιτα παιδιά της 17 Nοέμβρη» (σ.σ. με την συγκεκριμένη ορθογραφία) μαζί με απειλές που ακολούθησαν τις επόμενες ημέρες σε εφημερίδες για επικείμενη δολοφονία του Μαγκάκη, υπουργού Δικαιοσύνης τότε, σπέρνει τον τρόμο στην Αστυνομία.
“Θοδωρή μας, εσύ θα πας σίγουρα στον Παράδεισο. Γιατί ο Χριστός άνοιξε τις πόρτες του Παραδείσου για να περάσει πρώτος ένας ληστής… Εξαντλήθηκαν οι δυνάμεις σου αγαπημένε μου φίλε” ένας κρατούμενος που πρόσφατα αποφυλακίσθηκε αναλαμβάνει τον επικήδειο εκ μέρους των συγκρατούμενων του. Εκεί και ο πάτερ Κωνσταντίνος από τις φυλακές Κορυδαλλού. Αν και αυτόχειρας με άδεια του δεσπότη ακολουθήθηκε το τυπικό της εξόδιας ακολουθίας.
“Aπέδρα, οδύνη και λύπη…”. Η μητέρα του το είπε με τα δικά της λόγια: “Το παιδί μου δεν μπόρεσε να ζήσει ελεύθερο. Μόνο νεκρό λευτερώθηκε”. Οι δύο τελευταίες επιθυμίες που είχε εκφράσει ο Θόδωρος δεν εκπληρώθηκαν. Η πρώτη στην Άννα στην οποία είχε ζητήσει να κάψουν το πτώμα του και η δεύτερη στην μητέρα του στην οποία είχε ζητήσει να δωρίσει τα μάτια του και τα νεφρά του. “Ηθελες αγόρι μου να τα δωρίσεις, αλλά δεν σε υπάκουσα, γιατί σήμερα σε πήρα. Σε είχαν αιχμάλωτο”.
Μέσα σε κατάρες, χειροκροτήματα, κλάματα και βουβό πόνο το φέρετρο του Θόδωρου κατεβαίνει στην γη. Οι άνθρωποι που τον γνώρισαν θα το σκεπάσουν με γλαδιόλες, τα λουλούδια που έγιναν το δεύτερο επίθετο του.
Ο δημοσιογράφος Άρης Σκιαδόπουλος θα περάσει αυτό το βράδυ με την οικογένεια του Θόδωρου στα Σπάτα, σε μία από τις πλέον έντονες στιγμές που έχει ζήσει στο ρεπορτάζ, όπως μας αφηγήθηκε τριάντα χρόνια μετά. Θυμάται ότι το σπίτι του πατριού του ήταν ελάχιστα μέτρα από το νεκροταφείο και ότι μαζί με την οικογένεια εκείνο το βράδυ ήταν μαζί τους και η Κατερίνα Φυσσάκη-Γιομπρέ, η άμισθη δικηγόρος που τους στήριζε τα τελευταία χρόνια. Είχαν περάσει πάνω από τέσσερις ώρες που ήταν εκεί και πλέον είχε νυχτώσει. Ο πατριός του Θόδωρου σηκώνεται.
Αναπαράγουμε το ρεπορτάζ του Άρη Σκιαδόπουλο για τον Ελεύθερο Τύπο: “ Κυπαρίσσια. Περάσαμε από μία τρύπα μέσα στο νεκροταφείο. Πρώτα η κιθάρα. Ύστερα η Άννα η μνηστή του μετά η Κατερίνα η δικηγόρος. Φυσάει και τραντάζουν οι πόρτες από τους οικογενειακούς τάφους. Λες και οι νεκροί ξυπνάνε και σιγοντάρουν τον Λύτρα.
- Γεια σου Θοδωρή ήρθα.
Έπιασε τ’ ακομπανιαμέντο. Κι η δωρική φωνή ξερή χωρίς μελωδία του Λύτρα αντήχησε: «Αντιλαλούν, αντιλαλούν/ αντιλαλούν οι φυλακές/ Ανάπλι και Γεντί Κουλέ…/ Σαν είσαι γιός μου και πονείς/ βγες από τον τάφο να με δεις».
Κι άδειασε το μισόκιλο πάνω στον τάφο.