Θλιβερή επέτειος και ημέρα μνήμης η σήμερα. Πριν 25 χρόνια, την Τρίτη 26 Σεπτεμβρίου 1989, στις 7.58 το πρωί, τρεις ένοπλοι πυροβόλησαν με δύο 45άρια πιστόλια και τραυμάτισαν θανάσιμα τον Παύλο Μπακογιάννη, βουλευτή Ευρυτανίας της ΝΔ και γαμπρό του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, στην είσοδο του γραφείου του στην οδό Ομήρου στο Κολωνάκι. Ο βουλευτής μεταφέρθηκε στον «Ευαγγελισμό», όπου εξέπνευσε μία ώρα αργότερα.
Το σκηνικό της δολοφονίας
Ο Παύλος Μπακογιάννης, το προηγούμενο βράδυ είχε ξενυχτήσει σε συζητήσεις με τον Συνασπισμό και επέμενε να ξεκουραστεί ο άνδρας της συνοδείας του που είχε ταλαιπωρηθεί πλάι του. Φτάνοντας στο γραφείο του, καθώς ανέβαινε τα σκαλιά της εισόδου τον περικυκλώνουν οι ίδιοι του οι δολοφόνοι. Του έριξαν 4 σφαίρες με την τελευταία να κόβει το νήμα της ζωής του. Λίγο αργότερα στον Ευαγγελισμό ξεψύχησε ο πολιτικός και δημοσιογράφος με τη μακρά δημοκρατική αντιστασιακή δράση, που υπήρξε προβεβλημένος και στοχοποιημένος ταυτόχρονα.
Σύμφωνα με αυτόπτη μάρτυρα, που κατέθεσε στη δίκη της 17 Νοέμβρη που ανέλαβε την ευθύνη της δολοφονίας, στο σημείο βρίσκονταν ο Σάββας Ξηρός, ο Ηρακλής Κωστάρης και ο Δημήτρης Κουφοντίνας. Στην προκήρυξη που ακολούθησε από τη 17 Νοέμβρη ο Παύλος Μπακογιάννης κατηγορείτο ότι διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην υπόθεση Κοσκωτά.
Η ζωή του Παύλου Μπακογιάννη
Για τη ζωή και το έργο του Παύλου Μπακογιάννη έγραψε ο Ηλίας Στουραϊτης, Ιστορικός, υπεύθυνος Οργάνωσης, Ψηφιοποίησης και Τεκμηρίωσης του ιδιωτικού αρχείου «Παύλος Μπακογιάννης».
«Ο μικρός Παύλος μεγαλώνει στα χωριά της Ευρυτανίας την περίοδο της Κατοχής και του Εμφυλίου Πολέμου. Το πείσμα του Παύλου ήταν μεγαλύτερο από την οικονομική κατάσταση της οικογένειας του και καταφέρνει να σπουδάσει στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, κάνοντας διάφορες δουλειές μαζί με τον αδελφό του. Τα δύσκολα χρόνια της Ευρυτανίας ήταν πάντα στο μυαλό του. Ακόμα και η πτυχιακή εργασία του έχει ως θέμα το δημοσιονομικό πρόβλημα της Ευρυτανίας. Το πείσμα του για μόρφωση, έρευνα και μάθηση τον στέλνει στην τότε Δυτική Γερμανία. Το παράξενο όλων είναι ότι δε γνωρίζει τη γερμανική γλώσσα. Ούτε αυτό στάθηκε εμπόδιο. Οι δουλειές του ποδαριού του και η καθημερινή τριβή με τον κόσμο του έδωσαν τη δυνατότητα και τη γλώσσα να μάθει και μεταπτυχιακές σπουδές να ξεκινήσει.
Η ανάληψη της θέσης του Διευθύνοντα Συμβούλου στο ελληνικό πρόγραμμα της Ραδιοφωνίας του Μονάχου του δίνει τη δυνατότητα να έχει καθημερινή επαφή με τους Έλληνες της Γερμανίας. Ο Παύλος Μπακογιάννης γράφει στίχους για τραγούδια της ξενιτιάς και της εργατιάς για τους ομογενείς μαζί με το φίλο του Μπάμπη Πραγματευτάκη και τους ενημερώνει για τα καθέκαστα της πατρίδας τους. Δε μένει μόνο εκεί. Γράφει και παιδικό βιβλίο με τίτλο: «Οι από πάνω» στα γερμανικά και ελληνικά. Πολλές ώρες δουλείας στο γραφείο του. Σημειώσεις παντού και για κάθε θέμα. Όλα πρέπει να είναι υπό έλεγχο και κάθε είδηση πρέπει να μεταδίδεται σωστά.
Η ελληνική δικτατορία βρίσκει τον Μπακογιάννη στο αεροδρόμιο για την Ελλάδα. Το άκουσμα αυτής της είδησης κάνει τον Μπακογιάννη να επιστρέψει στα ραδιοφωνικά του καθήκοντα και να ξεκινά ένα αγώνα εναντίον της. Επαφές με πολιτικές ομάδες του εξωτερικού, συναδέλφους από άλλες χώρες, συνεντεύξεις σε έντυπα και τηλεόραση είναι μερικές από τις κινήσεις του. Το ελληνικό ΥΠΕΞ ανοίγει την «υπόθεση Μπακογιάννη» και οι πληροφορίες για το πρόσωπό του είναι συνεχείς. Ο Μπακογιάννης χάνει την ελληνική ιθαγένεια, αλλά ο αγώνας του φουντώνει. Αποσπάσματα από την εκπομπή του αναμεταδίδονται από την Deutsche Welle και στην Ελλάδα το όνομά του γίνεται γνωστό. Ο καυστικός του λόγος έκανε τη Χούντα να τον φοβάται. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν τα Χριστουγεννιάτικα κάλαντα που έφτιαξε στις 31/12/1969 ειδικά για τη Χούντα: «Αρχή μηνιά και αρχή χρονιά την πάθαν στο Παρίσι. Ψήφο δεν πήραν ούτε μια και κορυφώθηκε η κρίση γιατί σε όλων πια τα όμματα άλλη εικόνα δεν φαντάζει πως τα ανθρώπινα τα δικαιώματα συνέχεια το καθεστώς παραβιάζει. Στο Παρίσι πήγες πάλι, Πιπινέλη, δίχως διόλου να ντραπής για της Χούντας σου το Χάλι, Πιπινέλη δέχτηκες να εκτραπής Στο Παρίσι τάβρες σκούρα, Πιπινέλη, ρεζιλεύτηκες και συ Πιπινέλη, καμώνεσαι πως δεν σε μέλει για το κατάντημα Αααχ... συμφορά μεγάλη ντροπή στο Παρίσι χαλασμόοος Αααχ... διώξανε τη Χούντα, τη Χούντα ντροπή στην Αθήνα κομπασμός. Η Ευρώπη φωνάζει πολύ και η Χούντα απειλεί Την καθίσανε μια στο σκαμνί τελείωσε η υπομονή Τα είπε στα γαλλικά ο Πιπινέλης καλά, αλλάααα...
Συμφορά μεγάλη, μεγάλη ντροπή, στο Παρίσι χαλασμός...». Ο Μπακογιάννης ολοκληρώνει λίγο πριν το τέλος της Χούντας τη διδακτορική του διατριβή με θέμα: «Στρατοκρατία στην Ελλάδα».
Η Μεταπολίτευση βρίσκει τον Παύλο Μπακογιάννη στην Ελλάδα παντρεμένο με δύο παιδιά και Αναπληρωτή Διευθυντή της ΕΙΡΤ. Μια θέση που του εμπιστεύτηκε ο ίδιος ο Κωνσταντίνος Καραμανλής. Διευθυντής της ΕΙΡΤ ήταν ο Δημήτρης Χόρν. Η παραμονή του, όμως, ήταν μικρή. Αποφάσισε σύντομα να αποχωρήσει: «Νομίζω πως η καλλίτερη υπηρεσία που προσφέραμε, ο κ. Χορν και εγώ, ήταν να κρατήσουμε το Ραδιόφωνο και την Τηλεόραση μακριά από κομματικούς επηρεασμούς και κομματικές επιδράσεις». Όμως, ο κομματικός παράγοντας αποτελεί μελανό σημαείο και η αποχώρησή του επιβεβλημένη.
Έπειτα, αρθρογραφεί και γράφει βιβλία με θέματα την πολιτική, την κοινωνική κατάσταση της Ελλάδας, την παιδεία, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, την αναδιοργάνωση της διοίκησης, την οικονομία, το περιβάλλον κ.α. Ο λόγος του τις περισσότερες φορές επικριτικός. Η δημοκρατία δε φαίνεται να βαδίζει προς μια θετική πορεία, αλλά γίνεται κακέκτυπο της Χούντας. Τα αποφθέγματα που βγαίνουν από τα κείμενα του Μπακογιάννη είναι πολλά:
«Η δημοκρατία είναι ένα πολίτευμα που δέχεται τον άνθρωπο όπως είναι», «Μπορούμε και διαφωνούμε, γιατί μπορούμε να συνυπάρχουμε», « "το ήθος της πολιτικής" είναι και προοπτικά γίνεται ήθος της κοινωνίας», «Οι φράσεις που επαναλαμβάνονται στομώνουν την κριτική σκέψη», «Σκέψου πόσο κακό έχουν κάνει τα δόγματα στην πρόοδο της ανθρωπότητας» «Ανανέωση σημαίνει επικοινωνία και όχι παραπλάνηση», «Κράτα λοιπόν όσο μπορείς ελεύθερη τη ψυχή και το μυαλό σου, ανοιχτά και για τις αυριανές σκέψεις και ιδέες σου».
Ο Μπακογιάννης επικρίνει τον τρόπο άσκησης της δημοσιογραφίας: «πρώην υμνητές της Χούντας έχουν μεταβληθεί σήμερα από τις στήλες εφημερίδων σε κήνσορες της δημοκρατίας και των δημοκρατών. Έτσι, έχει αναπτυχθεί ένα είδος υποδημοσιογραφίας, που δυστυχώς καλλιεργείαται και κατευθύνεται ακόμα από αξιωματούχους του κόμματος που κυβερνάει». Θέλει μια δημοσιογραφία με κανόνες. Ο δημοσιογράφος να κάνει ενδελεχή έλεγχο και διαρκή έρευνα για να μπορεί να παρουσιάσει ένα θέμα. Καυτηριάζει, επίσης, και την πολιτική πραγματικότητα της εποχής του:«Ο Έλληνας ψηφοφόρος γνωρίζει την αδυναμία του να επιβάλλει τη θέλησή του στο κόμμα και γι' αυτό χρησιμοποιεί τις εκλογές ως επιχείρηση τιμωρίας ή εκδίκησης. Χρησιμοποιεί τη ψήφο περισσότερο με αρνητική έννοια παρά με πολιτική». Τα παραδείγματα πολλά, οι σκέψεις του πολλές. Το περιοδικό «Ένα» αποτυπώνει την επιτυχία των όσων θέλει να προσδώσει στο κοινό με τις μεγάλες του πωλήσεις. Ο Κοσκωτάς, όμως, είχε αντίθετη γνώμη και τον απομακρύνει από το περιοδικό.
Ο Μπακογιάννης εντάσσεται στην πολιτική σκηνή με σκοπό να αναμορφώσει τη γενέτειρά του. Κάνει συνεχείς έρευνες για να μπορέσει να παρουσιάσει ένα πρόγραμμα ανάπτυξης για της Ευρυτανία. Καταφέρνει να κερδίσει τη μονοεδρική της Ευρυτανίας, έχοντας κερδίσει ουσιαστικά τις εντυπώσεις από τους κατοίκους της περιοχής. Ο Μπακογιάννης θέλει πραγματικά να αλλάξει την Ευρυτανία. Παράλληλα, εισηγείται στη Βουλή την άρση των συνεπειών του Εμφυλίου Πολέμου «Είναι η Ελλάδα, είναι ο Λαός μας, είναι η Δημοκρατία. Για την πορείας μας στο μέλλον θα πρέπει, οριστικά να αρθούν όλες οι συνέπειες του Εμφυλίου Πολέμου και να απαλλαγούμε από δουλείες...να ψηφίσουμε ένα νόμο – μνημείο και ορόσημο – μεταξύ δύο εποχών». Η δημοκρατία, όμως, κατάφερε αυτό που δεν μπόρεσε να κάνει η Χούντα. Φίμωσε τον Μπακογιάννη στις 26/9/1989 λίγο πριν μπει στο γραφείο του. Κατά ένα περίεργο τρόπο, την ίδια ημέρα εγκρίνεται η χρηματοδότηση για το Αναπτυξιακό Πρόγραμμα της Ευρυτανίας.
Το λεγόμενο «βρώμικο 89» δε μπόρεσε να καταλάβει τη φράση ότι «στη Δημοκρατία δεν υπάρχουν αδιέξοδα». Ο ερευνητής διαπιστώνει ότι η μικροιστορία του Παύλου Μπακογιάννη γίνεται μακροιστορία και αγγίζει μια ολόκληρη χρονική περίοδο της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας που πολλοί θέλουν να λησμονήσουν. Η ιστορία, όμως, κάνει κύκλους και επανέρχεται...
«Μόνον άνθρωποι ελεύθεροι μπορούν να οικοδομήσουν μια ελεύθερη ανοιχτή κοινωνία που να τους ταιριάζει και μέσα σ' αυτήν να μπορούν να δημιουργήσουν».
Περισσότερα αφιερώματα εδώ.