Λίμα, λύμα ή λήμμα;

Αποστόλης Ζυμβραγάκης
0

Τρεις λέξεις με μεγάλη ιστορία και ... μεγάλη σύγχυση. Ας ξεκαθαρίσουμε τις ετυμολογίες και τις σημασίες αυτών των ομώνυμων λέξεων.

Η λέξη λίμα είναι μια ενδιαφέρουσα περίπτωση λέξης με δύο ετυμολογίες και δύο διαφορετικές σημασίες. Για να ακριβολογούμε δεν είναι μία λέξη, αλλά στην πραγματικότητα δύο διαφορετικές.

Η πρώτη λέξη λίμα προέρχεται από τη μεσαιωνική ελληνική λέξη λίμα, το οποίο παράγεται από το ρήμα λιμάζω, με αρχική ρίζα όλων την αρχαία ελληνική λέξη λιμός. Η σημασία αυτής της λέξης λίμα είναι η πολύ μεγάλη πείνα.



Ετυμολογία
  1. λίμα < μεσαιωνική ελληνική λίμα < λιμάζω + -α (αναδρομικός σχηματισμός) < λιμός
Σημασία
  1. πείνα
  2. λαιμαργία

Η δεύτερη λέξη λίμα προέρχεται από την ιταλική lima και σημαίνει το εργαλείο με μικρές οδοντωτές προεξοχές, που χρησιμεύει στο να να λειάνουμε μια επιφάνεια ή στο μανικιούρ/πεντικιούρ.



Ετυμολογία
  1. λίμα < ιταλική lima < λατινική lima < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *lei-
Σημασία
  1. εργαλείο με μικρές οδοντωτές προεξοχές, που χρησιμεύει στο να να λειάνουμε μια επιφάνεια ή στο μανικιούρ/πεντικιούρ
  2. (μεταφορικά) (προφορικό) φλυαρία
  3. (συνεκδοχικά) φλύαρος

Η λέξη λύμα προέρχεται από το αρχαίο ελληνικό λῦμα, το οποίο προέρχεται από το ρήμα λούω και στην αρχαιότητα σήμαινε το νερό για πλύσιμο, το νερό της μπουγάδας. Σήμερα η λέξη λύμα, χρησιμοποιείται κυρίως στον πληθυντικό λύματα και δηλώνει τα υγρά απόβλητα. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η αρχαία ελληνική λέξη λῦμα, η οποία πέρα από την ετυμολογία και σημασία που αναφέραμε παραπάνω, είχε κι άλλη μία διαφορετική. Συγκεκριμένα η άλλη λέξη λῦμα, προερχόταν από το ρήμα λύω και σήμαινε το ενέχυρο.



Ετυμολογία
λύμα < αρχαία ελληνική λῦμα < λούω

Σημασία

(συνήθως στον πληθυντικό) το ακάθαρτο υγρό που περιέχει τα υπολείμματα μιας ανθρώπινης δραστηριότητας
τα αστικά λύματα καταλήγουν στον βιολογικό καθαρισμό της πόλης
τα βιομηχανικά λύματα ρυπαίνουν το νερό του ποταμού

Η λέξη λήμμα είναι αρχαία και ανάγεται ετυμολογικά στο ρήμα λαμβάνω. Στην αρχαιότητα εχρησιμοποιείτο για να δηλώσει οτιδήποτε λαμβάνει κανείς, εισόδημα, αποδοχές, κέρδος, κτλ. Σήμερα δηλώνει λέξη, φράση κτλ. που καταγράφεται σε λεξικό, με διάφορες γλωσσικές πληροφορίες, π.χ. σημασιολογικές, γραμματικές ή ετυμολογικές.



Ετυμολογία
λήμμα < ελληνιστική κοινή λῆμμα < αρχαία ελληνική λῆμμα < λαμβάνω (θέμα: ληβ-) + -μα
Σημασία

  1. καταχώρηση, άρθρο που υπάρχει αλφαβητικά καταχωρισμένο σε ένα λεξικό ή εγκυκλοπαίδεια

  2. (λογική) πρόταση που θεωρείται αληθής και χρησιμοποιείται σε ένα συλλογισμό για να αποδειχθεί η αλήθεια ενός συμπεράσματος

Για το e-didaskalia.blogspot.gr
Αποστόλης Ζυμβραγάκης
Φιλόλογος 


Δείτε κι άλλα πολλά γλωσσικά λάθη εδώ.

Δημοσίευση σχολίου

0Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου (0)