Σαν σήμερα, 30 Οκτωβρίου 1930 υπογράφεται στην Άγκυρα ελληνοτουρκική συνθήκη φιλίας μεταξύ Ελευθέριου Βενιζέλου και Κεμάλ Ατατούρκ.
Ατατούρκ - Βενιζέλος
Η δεκαετία του 1920 αποτέλεσε περίοδο σκληρής δοκιμασίας για την Ελλάδα. Η αρχή της σηματοδοτήθηκε από την ευνοϊκή συνθήκη των Σεβρών (1920), χάρη στην οποία η Ελλάδα μετατρεπόταν σε χώρα των «τριών ηπείρων και των πέντε θαλασσών», δίνοντας έτσι σάρκα και οστά στην ιδέα της «Μεγάλης Ελλάδας». Ωστόσο, η «επέκταση προς Ανατολάς» αποτέλεσε ένα πολύ δύσκολο εγχείρημα για την Ελλάδα, το οποίο κατέλεξε στα θλιβερά γεγονότα της Σμύρνης και τη Μικρασιατική Καταστροφή. Ένας μεγάλος αριθμός προσφύγων κατέληξε στη «μητέρα-πατρίδα», ενώ η Ελλάδα υποχρεώθηκε να περιορίσει τα - όποια - επεκτατικά της σχέδια, υπογράφοντας τελικά τη Συνθήκη της Λοζάννης το 1923. Μοιραία, κατά τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο, η σχέση Ελλάδας - Τουρκίας ήταν η χειρότερη δυνατή. Ήταν κυριολεκτικά, μία σχέση ανάμεσα σε δύο εχθρούς, οι οποίοι ζούσαν αναγκαστικά ο ένας δίπλα στον άλλον, και οι οποίοι είχαν πολλά να μοιράσουν και τίποτα που να τους ενώνει. Την ίδια στιγμή, οι πόλεμοι που είχαν προηγηθεί (Βαλκανικοί, Α' Παγκόσμιος) είχαν οδηγήσει την Ελλάδα σε προστριβές και με τις άλλες γειτονικές χώρες, οι οποίες, με τη σειρά τους, διεκδικούσαν τα «αλύτρωτα, δικά τους εδάφη» στη βαλκανική χερσόνησο. Η ελληνική, ηγετική, πολιτική φυσιογνωμία των αρχών του 20ου αιώνα, ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ανέβαλε τη δύσκολη αποστολή τής αποκατάστασης των σχέσεων της Ελλάδας με τα όμορα κράτη. Η προσπάθεια ξεκίνησε το φθινόπωρο του 1928, όταν ο Βενιζέλος πήγε στη Ρώμη και υπέγραψε Σύμφωνο Αμοιβαίας Φιλίας και Διαιτησίας με το Μουσολίνι. Ακολούθησε η ελληνο-γιουγκοσλαβική συμφωνία για τη διευκόλυνση των εμπορικών μεταφορών προς τη γείτονα χώρα, μέσω του λιμανιού της Θεσσαλονίκης, ενώ σύμβαση υπογράφτηκε και με την Αλβανία, τερματίζοντας κάθε εδαφική διεκδίκηση των δύο χωρών. Πιο σημαντική όλων, ήταν η προσπάθεια προσέγγισης με την Τουρκία. Στην περίπτωση αυτή, τα πράγματα ήταν πολύ πιο δύσκολα, καθώς υπήρχε το αιματηρό προηγούμενο των προηγούμενων χρόνων, καθώς και το ακανθώδες ζήτημα των περιουσιών των προσφύγων, εκατέρωθεν. Τελικά, ο Τούρκος ηγέτης Κεμάλ Ατατούρκ, σε μία προσπάθεια παύσης της απομόνωσης στην οποία είχε περιέλθει η χώρα του, «έσφιξε» το χέρι φιλίας που του έτεινε ο Βενιζέλος, ερχόμενος σε συμφωνία με την ελληνική πλευρά. Το Ελληνοτουρκικό Σύμφωνο Φιλίας Ουδετερότητας, Συνδιαλλαγής και Διαιτησίας υπογράφηκε στην Άγκυρα, στις 30 Οκτωβρίου του 1930. Σε αυτό, διακηρυσσόταν η ανάγκη φιλίας ανάμεσα στις δύο χώρες, ενώ ταυτόχρονα, υπογράφηκε και το Πρωτόκολλο για τους ναυτικούς εξοπλισμούς, το Σύμφωνο Εγκαταστάσεως και η Σύμβαση Εμπορίου. Οι όροι του Συμφώνου Φιλίας ήταν σαφώς πολύ ευνοϊκοί για την Τουρκία: ως βάση της συμφωνίας ορίστηκε ο συμψηφισμός των περιουσιών των προσφύγων, γεγονός που εξίσωνε τους εύπορους Έλληνες πρόσφυγες με τους σαφώς οικονομικά ασθενέστερους Τούρκους. Παράλληλα, με βάση το σύμφωνο, οι δύο χώρες δεσμεύονταν να μην υπογράψουν με τρίτους, κανένα σύμφωνο πολιτικής ή οικονομικής υφής, το οποίο θα έβλαπτε την άλλη χώρα (Ελλάδα - Τουρκία), ενώ οι πρόσφυγες δεν θα μπορούσαν πλέον να εγκατασταθούν ξανά στην περιοχή, από την οποία είχαν φύγει με τον πόλεμο και την ανταλλαγή. Η συμφωνία αποτέλεσε μία ρεαλιστική προσέγγιση των συνθηκών της εποχής. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος, αναγνωρίζοντας την αλλαγή των ισορροπιών ανάμεσα στις δύο χώρες που είχε επιφέρει η νίκη του Κεμάλ, αντιμετώπισε ως μονόδρομο τον ιστορικό συμβιβασμό, έστω και με το πολιτικό κόστος που θα του επέφερε η δικαιολογημένη αντίδραση των προσφύγων της Ελλάδας. Ταυτόχρονα, εκτίμησε ότι οι νέες στρατιωτικο-πολιτικές συνθήκες που διαμορφώνονταν συνολικά στην Ευρώπη, πιθανότατα θα οδηγούσαν σε νέα εμπόλεμη σύρραξη (κάτι που τελικά συνέβη, μία δεκαετία αργότερα) και προσπάθησε να «οχυρώσει» το μικρό κράτος της Ελλάδας, πίσω από διαδοχικές συμφωνίες με τους γείτονές της. Σύμφωνα με τα λεγόμενά του, η Ελλάδα θα έπρεπε να είναι «φίλη και σύμμαχος όλων, και εχθρός ουδενός». Με την υπογραφή του Συμφώνου Φιλίας, η Ελλάδα και η Τουρκία δεν έγιναν - αυτομάτως - δύο φίλα διακείμενες χώρες. Ωστόσο, με τη συμφωνία αυτή, διακήρυσσαν ότι ουσιαστικά δεν έχουν πλέον τίποτα να χωρίσουν, ενώ έθεσαν τις βάσεις για μία πιθανή, μελλοντική «πραγματική» φιλία ανάμεσα στις δύο χώρες. Τρία χρόνια αργότερα (14/9/1933), οι δύο χώρες υπέγραψαν ένα ακόμα σύμφωνο (Εγκάρδιας Συνεννόησης), το οποίο εγγυούταν το απαραβίαστο των κοινών τους συνόρων. Η αρχή μίας - πολύτιμης και για τις δύο χώρες - φιλίας είχε ξεκινήσει: πάντως, η συνέχεια δεν έμελλε να δικαιώσει τις αισιόδοξες προσδοκίες των εμπνευστών της.
Με τη Μικρασιατική καταστροφή διασώζεται η ακεραιότητα της Τουρκίας, η οποία στο εξής θα προσπαθήσει εναγωνίως να εισέλθει στην κλειστή λέσχη της Δύσης. Η σύγχρονη Τουρκία, δημιούργημα των Μεγάλων Δυνάμεων, θα διαδραματίσει πλέον το ρόλο του εμβόλιμου κράτους που θα εξυπηρετεί κατά περίπτωση τα συμφέροντα των Δυνάμεων. Η κρατική τουρκική πολιτική θα χαράζεται και θα υλοποιείται στο εξής από μια μικρή στρατογροφειοκρατική ελίτ, με γνώμονα τα συμφέροντα του κράτους και της στρατογραφειοκρατίας. Ελλείψει πολιτιστικής ταυτότητος και κληρονομιάς τα κατάλοιπα των Οθωμανών οραματίζονται τον εξευρωπαϊσμό τους, που όμως ποτέ δεν θα συμβεί πραγματικά, αλλά θα μείνει ονομαστικός, σχηματικός και επίπλαστος. Αυτή ακριβώς η στρατογραφειοκρατία θα αναπτύξει το νέο τουρκικό δόγμα της υπεροχής, της μεγαλομανίας, του επιθετικού εθνοκεντρισμού εναντίον όλων των γειτονικών χωρών, ιδιαίτερα μάλιστα εναντίον της Ελλάδος. Σ'ότι αφορά τους διπλωματικούς προσανατολισμούς, η στρατογραφειοκρατία συνειδητοποιεί ότι όποτε η Τουρκία ήταν σε αντίθετο συνασπισμό με την Ελλάδα ηττήθηκε κατά κράτος. Έτσι του λοιπού, οι Τούρκοι διπλωμάτες θα καταβάλλουν συστηματικά προσπάθειες να βρίσκονται στις ίδιες συμμαχίες με την Ελλάδα, στον ίδιο συνασπισμό μ'αυτήν. Η προσέγγιση όμως Βουλγαρίας-Σερβίας και Ιταλίας-Τουρκίας στις αρχές της δεκαετίας του 1930 οδηγούν το Βενιζέλο σε επαναπροσδιορισμό της Ελληνικής πολιτικής και στην προσέγγιση της Τουρκίας. Οι υπεραισιόδοξοι βλέπουν να έρχεται επιτέλους η περίοδος της αρμονικής συνεργασίας των δύο προαιώνιων αντιπάλων ένθεν και εκείθεν του Αιγαίου. Αξιοσημείωτο είναι ότι με τη συμφωνία του Ιουνίου του 1930 η Ελλάδα υποχρεωνόταν να καιαβάλλει στην Τουρκία 425.000 λίρες Αγγλίας, από τις οποίες οι 150,000 ήταν αποζημιώσεις των κτημάτων των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης, που βρίσκονταν έξω οπό την περιοχή της Οθωμανικής πρωτεύουσας και τα οποία είχε καταλάβει η Τουρκική κυβέρνηση. Στις 30 Οκτωβρίου 1930 υπογράφηκε στην Άγκυρα σύμφωνο φιλίας, ουδετερότητας και διαιτησίας μεταξύ Ελλάδος-Τουρκίας, ναυτικό πρωτόκολλο περιορισμού των ναυτικών εξοπλισμών και εμπορική σύμβαση. Ακόμη πιο προχωρημένο ήταν το ελληνοτουρκικό σύμφωνο αμοιβαίας εγγύησης της εδαφικής ακεραιότητας των δύο χωρών που υπογράφηκε το Σεπτέμβριο του 1933, σύμφωνα με το οποίο Ελλάδα και Τουρκία αναλάμβαναν την εγγύηση του κοινού συνόρου τους. Ακόμη τα δυο κράτη ήταν υποχρεωμένα να έρχονται σε συνεννόηση σχετικά με τα διεθνή ζητήματα και τέλος μπορούσαν να εκπροσωπηθούν διεθνώς με κοινούς αντιπροσώπους τους, όταν το έκριναν σκόπιμο. H Ελληνοτουρκική φιλία όμως υπήρξε εφήμερη. Οι φρούδες προσδοκίες γρήγορα θα διαψευσθούν και η Τουρκική επιθετικότητα και αναξιοπιστία θα αποβάλλουν τα προσχήματα. Στο μεταξύ η στροτογραφειοκρατίο της Τουρκίας αναπτύσσει το βασικό δόγμα της εξωτερικής της πολιτικής: να αποφεύγονται δηλαδή πρωτοβουλίες με αβέβαιη έκβαση. Όταν πάλι η Τουρκία θα αποφασίσει μια συγκεκριμένη επιλογή, αυτό θα γίνεται διότι τα προσδοκώμενα οφέλη δεν την εκθέτουν σε κινδύνους και το πιθανολογούμενο κόστος είναι μικρό. Έτσι τις παραμονές του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου η Τουρκία ερωτοτροπεί ασύστολα με τις δυνάμεις του Άξονα και ιδιαίτερα με τη Γερμανία. Την ίδια όμως ώρα διαπραγματεύεται και με τους Συμμάχους, Το ζητούμενο αντάλλαγμα για την έξοδο της στον πόλεμο στο πλευρό του ενός ή του άλλου είναι το ίδιο: τα νησιά του Αιγαίου, τα Δωδεκάννησα, η Δυτική Θράκη ακόμη και το Ιράκ και η Συρία. Διότι ήδη έχει επικρατήσει στην Τουρκία ως κυρίαρχη ιδεολογία ότι δήθεν η Ελλάδα επεκτείνεται συνεχώς σε βάρος της Τουρκίας. Αγνοείται συστηματικά ότι η Τουρκία ως έθνος δεν ήταν τίποτε περισσότερο από μερικές χιλιάδες πολεμοχαρείς ιππείς των υψιπέδων του Θιβέτ οι οποίοι εξανδραποδίζοντας ό,τι Χριστιανικό έβρισκαν μπροστά τους έφθασαν στα μικρασιατικά παράλια και αλλοίωσαν συνειδήσεις και πολιτισμό χιλιετηρίδων. Στην πραγματικότητα αυτοί επεκτείνονται συνέχεια σε βάρος του Ελληνισμού, χωρίς να έχουν εισφέρει τίποτε στον πολιτισμό και την ανάπτυξη. Αξιοποιώντας πλήρως το ρόλο της εμβόλιμης δύναμης μεταξύ Δύσης και Ρωσσίας, η Τουρκία θα επιτύχει το 1936 ευνοϊκή γι'αυτήν αλλαγή του καθεστώτος των Στενών. Με τη συνθήκη της Λωζάνης είχε υπογραφεί μια ξεχωριστή συμφωνία για τα Στενά, των οποίων πρόβλεπε αποστρατικοποίηση, όπως επίσης για την Κωνσταντίνουπόλη, το Πέραν, το Γαλατά, το Σκουτάρι, τα Πριγκηπονήσια αλλά και την υπόλοιπη περιοχή των περιχώρων της Βασιλεύουσας. Στις παραπάνω περιοχές η Τουρκία μπορούσε να διατηρεί μόνο δυνάμεις αστυνομίας και χωροφυλακής. Δεκατρία χρόνια μετά τη συνθήκη της Λωζάνης, με την άνοδο του ναζισμού στη Γερμανία, με τη χλιαρή μέχρι ανύπαρκτη διεθνή έννομη τάξη, η Τουρκία πιέζει για αλλαγή του καθεστώτος των Στενών και δεν χάνει την ευκαιρία. Με τη στήριξη του Άξονα και της Σοβιετικής Ένωσης, καταφέρνει στη συνθήκη του Montreux το 1936 αλλαγή στο καθεστώς των Στενών, τα οποία μπορεί πλέον να οτρατιωτικοποιήσει και οχυρώσει πλήρως. Είναι ακατανόητη η συμπεριφορά των Συμμάχων. Άφησαν τη λειουργία των Στενών στη δικαιοδοσία της Τουρκίας, που είναι τόσο ευάλωτη στις Ρωσσικές πιέσεις. Αξιοσημείωτο είναι ότι το καθεστώς αποστρατιωτικοποίησης παρέμεινε για τα νησιά του Αιγαίου, εκτός οπό τη Λήμνο και τη Σαμοθράκη. Έτσι υπό καθεστώς αμφίβολης ουδετερότητας θα παραμείνει η Τουρκία μέχρι το τέλος του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου, Η Ελλάδα αντίθετα, πιστή στους Συμμάχους θα εισέλθει στο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, χωρίς να συμφωνήσει συγκεκριμένα ανταλλάγματα σε περίπτωση νίκης, Η Ελληνική νίκη εναντίον των Ιταλών, η γενναία αντίσταση κατά των Γερμανών, η τετραετής κατοχή θα ξεχασθούν γρήγορα, όταν θα έλθει η ώρα των διαπραγματεύσεων το 1944-45. Ως ελάχιστη αναγνώριση του αγώνα της Ελλάδος και της συμβολής της στη νίκη των Συμμάχων θα έπρεπε να της δοθούν η Ανατολική Θράκη με την Κωνσταντινούπολη, η Βόρειος Ήπειρος και τα Δωδεκάννησα Ήδη όμως έχουν αλλάξει οι διεθνείς συσχετισμοί και δημιουργείται ένα νέο status quo μεταξύ Ανατολής (Σοβιετικής Ένωσης και Δορυφορικών Χωρών) και Δύσης. Από το συσχετισμό αυτό και αξιοποιώντας το ρόλο της εμβόλιμης χώρας βγαίνει πάλι ωφελημένη η με την πλευρά των ηττημένων Τουρκία. Η Σοβιετική Ένωση δεν θα δεχθεί αλλαγή στο καθεστώς των Στενών κι έτσι θα αποκλεισθεί κάθε σκέψη για επέκταση προς τα Ανατολικά της Ελληνικής Επικράτειας, Χάρη όμως στη Σοβιετική ψήφο θα δοθούν στην Ελλάδα το 1946 τα Δωδεκάννησα. Η Ρωσία θέλει την Τουρκία τόσο ισχυρή, όσο να την ελέγχει. Κι αυτό το έδειξε το 1946, μια από τις λίγες φορές που στήριξε καθοριστικά τα Ελληνικά συμφέροντα.
Περισσότερα ιστορικά αφιερώματα εδώ.